
Όσοι «διαβάζουμε» τις δημοσκοπήσεις αναζητούμε τα ποιοτικά και όχι μόνο τα ποσοτικά στοιχεία αυτών. Δεν έχει τόσο σημασία τι απάντησε ένας πολίτης, αλλά γιατί οδηγήθηκε στην απάντηση αυτή. Δεν είναι το κρίσιμο -σε μία μεμονωμένη στιγμή- το ποσοστό ψήφων που λαμβάνει ένα κόμμα ή ένας πολιτικός, αλλά γιατί τις λαμβάνει. Δυστυχώς, τα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων σπάνια δημοσιεύονται. Ίσως γιατί οι δημοσκοπήσεις υπηρετούν συγκεκριμένο στόχο, ίσως διότι λίγους ενδιαφέρει η αιτία αλλά όλους το αποτέλεσμα. Και κάπως έτσι δημοσιολογούντες και πολιτικοί καλούνται να ερμηνεύσουν τη ζώσα πραγματικότητα επιδερμικά, ίσως και αντιφατικά.
Ποια είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, σήμερα, στην ελληνική κοινωνία; Σύμφωνα με τους δημοσκόπους η οργή και η απελπισία. Έπονται η ελπίδα και ο φόβος. Πριν μερικά χρόνια, η σχέση ήταν αντίστροφη. Κυριαρχούσε ο φόβος, ακολουθούσε η οργή. Αντιθέτως, η ελπίδα αναζητούνταν στα ρητορικά κελεύσματα των ποικιλόχρωμων λαϊκιστών. Σχεδόν ήταν ανύπαρκτη. Κάτι κάναμε, όλα αυτά τα χρόνια, ως κοινωνία, θα μπορούσε να παρατηρήσει ένας καλόπιστος τρίτος. Προχωρήσαμε. Βελτιωθήκαμε. Για ποιον λόγο, όμως, η οργή να συνεχίζει να κυριαρχεί; Ποια τα αποτελέσματα της ζωτικής κυριαρχίας αυτού του συλλογικού συναισθήματος;
Την περασμένη δεκαετία, όλες οι σοβαρές μελέτες, κατέδειξαν ότι η κρίση ευθυνόταν για τα διογκούμενα επίπεδα άγχους, πανικού, διαταραχών ύπνου, καταχρήσεων, αντικοινωνικής συμπεριφοράς και κατάθλιψης. Εύλογο, από τη στιγμή που κυριαρχούσε ο φόβος. Επιπρόσθετα, η οικονομική κρίση αποδείχθηκε ολέθρια για άτομα που έπασχαν ήδη από ψυχικά προβλήματα, ειδικά αναφορικά με την πρόσβαση στην απασχόληση που εν μέρει οφειλόταν στον κατασκευασμένο συλλογικό στιγματισμό των ψυχικά νοσούντων και στον κίνδυνο που θεωρούνται ότι εκπροσωπούν.
Σήμερα, άλλαξε κάτι; Η οικονομική κρίση τερματίστηκε για όλους ή για λίγους; Βγήκαμε όλοι μαζί από τον βάλτο ή όσοι έχουν πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας; Και όσοι έμειναν πίσω παρουσιάζουν τις ίδιες ή αντίστοιχες διαταραχές; Και εάν βγήκαμε όλοι μαζί από το τέλμα πώς δικαιολογείται η κυριαρχία της οργής και της απελπισίας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις;
Μάλλον τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Το σήμερα δεν είναι καλύτερο για όλους και το αύριο εξακολουθεί να αγχώνει τους περισσότερους. Η οργή αποτελεί συλλογικό συναίσθημα όχι μόνο για όσα γίνονται, αλλά πολύ περισσότερο για όσα δεν κάνει το πολιτικό σύστημα. Πώς να μην οργίζεται ένας γονιός που τα παιδιά του έφυγαν στο εξωτερικό, όταν ακούει από το στόμα της υπουργού Εργασίας το καραμπινάτο ψεύδος πως «από τους 660.000 Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης έχουν επιστρέψει οι 420.000;» Πώς να μην απελπίζεται, όταν βλέπει τραγικά δυστυχήματα σαν αυτό των Τεμπών; Πώς να μην οργίζεται, όταν βλέπει το πολιτικό σύστημα να μην «αυτοκαθαίρεται» και να προσπαθεί να προφυλάξει τους πολιτικούς υπαίτιους των τραγωδιών; Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι ο μέσος Έλληνας θα έπρεπε να χαίρεται, εάν λάβει ένα γλίσχρο επίδομα, ενώ την ίδια ώρα οι διοικούντες τις τράπεζες απολαμβάνουν αποδοχές άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ, έκαστος, ετησίως; Γιατί να μην οργίζεται ο Έλληνας φορολογούμενος που με δικά του χρήματα ανακεφαλαιώθηκαν οι ελληνικές τράπεζες τουλάχιστον δύο φορές μέχρι σήμερα και αντί το «αναπτυξιακό μέρισμα» να επιστρέψει αναλογικά, συσσωρεύεται σε λίγους; Και πόση απελπισία θα πρέπει να νιώθει εκείνος που όχι μόνον έχασε το σπίτι του τα χρόνια της κρίσης, αλλά διαβάζει στις εφημερίδες ότι μολονότι τα επιτόκια της ΕΚΤ μειώθηκαν σημαντικά το τελευταίο τρίμηνο, τα επιτόκια χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν; Όσο «θα είμαστε παιδιά ενός άλλου θεού», η οργή και η απελπισία θα κυριαρχεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της δημοκρατίας μας και το πολιτικό σύστημα εν γένει.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 08.06.2025