Πώς «να κάνουν έναν Έλληνα ακόμα», όταν με το ζόρι βγάζουν τον μήνα; Της Σοφίας Χριστοφορίδου

Αυτό το δύσκολο παρόν και το εφιαλτικό μέλλον θα έπρεπε να μας απασχολεί πολύ περισσότερο από το παρελθόν και την ανάμνησή του από έναν πρώην πρωθυπουργό

Όσο δύο πρώην πρωθυπουργοί της περιόδου της κρίσης προετοιμάζουν την επάνοδο τους στα πολιτικά πράγματα, και ο εν ενεργεία αγωνιά για τη βελτίωση των δημοσκοπικών επιδόσεων της κυβέρνησης, οι νέοι άνθρωποι αγωνιούν για το πώς θα βγει ο μήνας, γιατί ο μισθός φτάνει βαριά βαριά μέχρι τις 20 κάθε μήνα. Το στοιχείο προέρχεται από έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ και επιβεβαιώνεται εμπειρικά κάθε μήνα από όλους όσοι ζουν μόνο από το μισθό τους.

Πριν από μερικές ημέρες δημοσιεύτηκε μια ακόμη έρευνα της Eurostat που φέρνει την Ελλάδα στην πρώτη θέση, για τους λάθος λόγους: δύο στους τρεις Έλληνες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με τα βασικά έξοδα του μήνα, κι αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό υποκειμενικής φτωχιάς (subjective poverty) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο μέσος όρος είναι 17,4% (έναντι 66% στην χώρα μας). Διαβάζω κάτω από τη σχετική ανάρτηση της Eurostat στα κοινωνικά δίκτυα σχόλια Ελλήνων που αμφισβητούν τα στοιχεία (είναι αυτό που λέμε στο δημοσιογραφικό χωριό μας don't let facts ruin a good story) επειδή ο δείκτης είναι υποκειμενικός. Η «υποκειμενική φτώχεια» αναφέρεται στο αίσθημα του ατόμου ότι δεν έχει επαρκείς πόρους για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Είναι μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι νιώθουν φτωχοί, ανεξάρτητα από τους αντικειμενικούς οικονομικούς δείκτες. Πιθανότατα να είναι η -κατά Άδωνι Γεωργιάδη- η γνωστή ελληνική μιζέρια, παρότι όλοι (θα έπρεπε να νιώθουμε ότι) «περνάμε ζάχαρη». Ας δεχτούμε ότι δεν την αξίζαμε αυτή την «πρωτιά». Υπάρχει και ένας πιο αντικειμενικός δείκτης, που σχετίζεται με νούμερα. Στον δείκτη του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, η Ελλάδα είναι στην 6η θέση (με πολύ μικρή διαφορά από Βουλγαρία, την Κροατία και τις βαλτικές χώρες). Ένας στους πέντε Έλληνες είναι αντιέτωπος με τον κίνδυνο της φτώχειας. 

Σε αυτό το μήκος κύματος ήταν και τα αποτελέσματα έρευνας που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας: εφτά στους δέκα τα βγάζουν πέρα ίσα – ίσα με το εισόδημά τους και ξεχωρίζουν ως το σημαντικότερο πρόβλημα την ακρίβεια και τη χαμηλή αγοραστική δύναμη. Πολύ χαμηλότερα αξιολογούν τη μείωση/γήρανση πληθυσμού (38%) - πρωτίστως οι άνθρωπο ενδιαφέρονται για το σήμερα

Οι πολιτικοί όμως θα έπρεπε να ενδιαφέρονται εξίσου και για το σήμερα αλλά και για το αύριο. Εξάλλου με τα υλικά του σήμερα φτιάχνεις το αύριο. Και αυτό το αύριο είναι δυσοίωνο, αν δει κανείς τις προβλέψεις των δημογράφων. Στη μεγάλη εικόνα, η Ελλάδα συρρικνώνεται, όπως κατέγραψε σε εκτενές της αφιέρωμα της η «ΜτΚ» την περασμένη Κυριακή. Τα χωριά ερημώνουν, η οικονομία συγκεντρώνεται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, οι περιφερειακές ανισότητες μεγαλώνουν, οι νέοι δεν μένουν σε μια ρημαγμένη επαρχία, αναζητούν δουλειά στις πόλεις, κι εκεί έρχονται αντιμέτωποι με ένα στεγαστικό κόστος που απορροφά το 40% του εισοδήματος

Αν όμως οι νέοι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν στο παιδικό τους δωμάτιο, γιατί δεν τους παίρνει οικονομικά να ανοίξουν σπιτικό, πώς να σκεφτούν να στήσουν τη δική τους οικογένεια και με τι μέσα να μεγαλώσουν ένα παιδί; Το μεγάλωμα ενός παιδιού θέλει χρήμα και χρόνο, αλλά που να τον βρει αυτός που εργάζεται 13ωρο ή κάνει και δεύτερη δουλειά για να τα βγάλει πέρα; Και τι μένει αν τα αφαιρέσεις όλα αυτά; Κάτι ψιλά για να βγει ο μήνας. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός βρίσκεται μονίμως στην πρέσσα και επιπλέον δεν έχει καμία διάθεση ή κανένα οικονομικό περιθώριο για να... κάνει έναν Έλληνα ακόμα (όπως έλεγε ένα παλιό τραγούδι του Μικρούτσικου).

Η δική μου γενιά, που έζησε στο πετσί της τις συνέπειες της κρίσης, και είναι πλέον η γενιά-σάντουιτς (που πρέπει να φροντίσει ταυτόχρονα τα παιδιά και τους ηλικιωμένους γονείς) θα γεράσει σε μια κοινωνία με πολύ λιγότερους νέους, που θα φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και θα συντηρούν με τους φόρους τους το κοινωνικό κράτος.

Και αυτό το δύσκολο παρόν και το εφιαλτικό μέλλον θα έπρεπε να μας απασχολεί πολύ περισσότερο από το παρελθόν και την ανάμνησή του από έναν πρώην πρωθυπουργό.