Γενιά του '60: «Ζήσαμε Χούντα, μνημόνια και κορονοϊό! Μετά, τι;»

Μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας αντανακλώνται στα βιώματα μίας πολύπαθης γενιάς - Εκπρόσωποί της μιλούν στο makthes.gr

- Newsroom

Της Βιολέτας Φωτιάδη

Η γενιά του 60’ είναι ο αυτόπτης μάρτυρας στις κρισιμότερες καμπές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η Δικτατορία της Χούντας, η οικονομική κρίση και η τωρινή αναμέτρηση με έναν αόρατο εχθρό που απειλεί την παγκόσμια υγεία δεν αποτελούν μόνο ιστορικούς σταθμούς στην πορεία της ελληνικής κοινωνίας αλλά και σταθμούς ζωής για όσους σήμερα κινούνται γύρω από τα 60 έτη. Τρεις άνθρωποι εκείνης της γενιάς κοιτούν πίσω και μοιράζονται μαζί μας τις μνήμες τους για όσα σημάδεψαν την ύστερη Ελλάδα, την αγωνία τους για την έκβαση της πανδημίας και τις σκέψεις τους για τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στην οικονομία την επόμενη μέρα. Μιλούν βιωματικά για όσα γράφτηκαν στην ιστορία αλλά και όσα πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης στο μέλλον και παρά τις διαφορές τους, καταλήγουν στο ίδιο ερώτημα: «Άραγε τα έχουμε ζήσει όλα;».

«Όχι, δεν κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα»

Η Στρατιωτική Δικτατορία βρήκε τον Γεώργιο Τσικαλουδάκη στην Κρήτη. Οι περιορισμοί, το περίφημο χαρτί «καλής διαγωγής» και η βραδιά του Πολυτεχνείου ξεπηδούν από το μυαλό του και φτάνουν σχεδόν ατόφια σε μας καθώς οι μαύρες αυτές εικόνες, όπως τις αποκαλεί, δύσκολα σε εγκαταλείπουν παρά το πέρασμα των ετών: «Μέσα σε ένα βράδυ δόθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας και ανακοίνωσαν πως ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο στρατός. Υπήρχε φόβος και κανείς μας δεν τολμούσε να εκφραστεί όπως ένιωθε. Δε μπορώ να ακούω ότι κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά γιατί μέσα μας κατοικούσε ο φόβος. Θυμάμαι και το χαρτί καλής διαγωγής. Η οποιαδήποτε συνδιαλλαγή σου με το κράτος, είχε ως προϋπόθεση αυτό το χαρτί. Ενημέρωνες την αστυνομία σε ποιες περιοχές είχες ζήσει από την ημέρα της γέννησης σου μέχρι την εποχή που θα το έβγαζες. Στη συνέχεια εκείνοι έρχονταν σε επαφή με τα αντίστοιχα αστυνομικά τμήματα και ενημερώνονταν από υπηρεσιακούς αλλά και «φίλους» της ασφάλειας για το αν έχει ακουστεί για σένα κάτι που να αφορά τις σχέσεις σου με την αριστερά. Εγώ έβγαλα τέτοιο χαρτί όταν ήθελα να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Ο κοινοτάρχης του χωριού υποστήριξε ότι η οικογένειά μου δεν είναι φιλικά προσκείμενη στο καθεστώς και έτσι από την πρώτη κιόλας εξέταση κόπηκα.

Όσον αφορά την απαγόρευση κυκλοφορίας, δε θα ξεχάσω ποτέ το διάταγμα που έσπερνε το φόβο με την φράση “ο παραβάτης θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως”. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου η τηλεόραση έδειχνε πλάνα από τη συγκέντρωση των φοιτητών αλλά το παρουσίαζε ως διαμαρτυρία για τις συνθήκες φοίτησης και όχι ως αυτό που πραγματικά ήταν. Προφανώς κανένα κανάλι δε θα έδειχνε τους φοιτητές να φωνάζουν “Kάτω η Χούντα” ή “Έξω οι προδότες”. Μετά τα γεγονότα στην Κύπρο ακούστηκε σε όλα τα μέσα η ανακοίνωση για την επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα και η ανάθεση της διακυβέρνησης της χώρας από τις ένοπλες δυνάμεις στην πολιτική κυβέρνηση.»

eleftheria.jpg

Στην πόλη των Σερρών, ο Αντώνης Γεωργούλας και η οικογένειά του ανοίγουν το σπίτι τους για να υποδεχθούν τον πολιτικό εξόριστο, φίλο και συνάδελφο του πατέρα του, Άγγελο Αγγελούση. Οι ερωτήσεις πολλές και οι απαντήσεις δυσεύρετες αλλά ο Αντώνης θυμάται κυρίως τον φόβο για τις συνέπειες που μπορεί να είχε μία τέτοια επίσκεψη αν γινόταν γνωστή στα «μάτια» και τα «αυτιά» του καθεστώτος: «Ο Άγγελος Αγγελούσης ήταν βουλευτής με την Ένωση Κέντρου και είχε διατελέσει και υφυπουργός. Η μητέρα μου φοβόταν και το συζητούσε με τον πατέρα μου γιατί εκείνος τον επισκέφτηκε και στον τόπο της εξορίας του κάποια στιγμή, κάπου στην Πελοπόννησο. Ήταν φίλοι εκτός από συνεργάτες δικηγόροι που μοιράζονταν και το ίδιο γραφείο. Ωστόσο, ήταν επικίνδυνο και οι συζητήσεις αυτές δεν μπορούσαν να γίνουν ελεύθερα. Όταν ο Άγγελος επισκέφτηκε το πατρικό μου υπήρχε ένταση από τη μητέρα μου γιατί τον παρακολουθούσαν. Οι άνθρωποι δεν ανέθεταν υποθέσεις σε δικηγόρους που δεν ήταν αγαπητοί στην κυβέρνηση. Ο πατέρας μου βίωσε κατά κάποιο τρόπο τον επαγγελματικό αποκλεισμό λόγω αυτού.

Τη βραδιά του Πολυτεχνείου υπήρχε παγωμάρα. Όταν έγινε η ανατροπή του Παπαδόπουλου, η πόλη των Σερρών είχε γεμίσει με άρματα και στρατιώτες, τα τηλέφωνα ήταν νεκρά και καμία ερώτηση δεν έπαιρνε απάντηση. Περιμέναμε τα πάντα ακόμα και μετά τη μεταπολίτευση. Εγώ που είχα πολιτική δράση από μικρή ηλικία, θυμάμαι πως ακόμα και μετά την πτώση της Χούντας δεν υπήρχε ουσιαστική δημοκρατία. Με παρακολουθούσαν, μας έβγαζαν φωτογραφίες, ακόμα και απειλητικά τηλεφωνήματα γίνονταν στο σπίτι και έλεγαν στους γονείς μου ότι “ο γιο σας μπλέκεται πολύ με τα πολιτικά και θα φάει το κεφάλι του”. Αργότερα απέκτησα και φάκελο στην ασφάλεια θεωρούμενος “ημιακραίων αριστερών πεποιθήσεων”, όπως χαρακτήριζαν το ΠΑΣΟΚ τότε.»

O τότε μαθητής της Λεοντίου, Ιωάννης Παναγιωτίδης ξεκινά την εξιστόρηση των γεγονότων με κάτι πιο προσωπικό: «Τις ημέρες του Πολυτεχνείου θυμάμαι τη μάνα μου να κλαίει ακούγοντας στο ραδιόφωνο το τι συμβαίνει και να λέει “Αμάν τα παιδιά”. Aνησυχoύσε τόσο για εκείνα όσο και τις μητέρες τους που θα βίωναν την αγωνία και το φόβο.

Το σχολείο μας ως ιδιωτικό και γαλλικής παιδείας, μπορεί να μην ήταν εθνικοπατριωτικό με τη στενή έννοια του όρου αλλά έπρεπε να ακολουθήσει την ουδετερότητα που ακολούθησαν όλα τα σχολεία τότε. Ακροθιγώς μάθαμε ότι ένας μαθητής του γυμνασίου, ο Διομήδης, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που πυροβόλησαν έξω από το Πολυτεχνείο. Αργότερα μάθαμε ότι ένας καθηγητής μας, ιερέας, κατέδιδε γυμνασιόπαιδα στην Ασφάλεια. Από την άλλη είχαμε και καθηγητές που έκρυψαν και βοήθησαν παιδιά. Η Χούντα μας αντιμετώπιζε με καχυποψία γιατί δεν ήμασταν του κινήματος “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών”. Εκ των υστέρων ενημερωθήκαμε ότι κάποιοι από τους καθηγητές μας είχαν φάκελο στην ασφάλεια.»

«Make love not war»

Κατά τη διάρκεια της επταετίας, στις κοινωνίες του εξωτερικού φυσούσε αέρας ανανέωσης με την αντικουλτούρα των «παιδιών των λουλουδιών» να σηματοδοτεί την έναρξη των αλλαγών αναφορικά με τη θέση της γυναίκας, τα ήθη, τα ταμπού και τις προκαταλήψεις. Η ομπρέλα της ελευθερίας και της σεξουαλικής επανάστασης κάλυπτε την εμφάνιση των festivals αλλά και ένα τεράστιο αποτύπωμα του κινήματος στις τέχνες. Το θρυλικό Woodstock Festival, μπορεί να πραγματοποιήθηκε το 1969 στην Αμερική αλλά ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μία επιτυχημένη μουσική συναυλία. O αντίκτυπος των ιδεών που προωθούσε, κατά του πολέμου και του ρατσισμού και υπέρ του έρωτα και της ειρήνης, ξεπέρασε τα σύνορα της Αμερικής και έφτασε σε όλους όσους το «αγκάλιασαν» ανά την υφήλιο.

4.jpg

Παρόλο που οι Έλληνες δεν ήταν και τα πιο ενεργά μέλη του κινήματος, η χώρα μας ήρθε σε επαφή με τους χίπις μέσω του τουρισμού. «Τα Μάταλα αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τους εναλλακτικούς τουρίστες και στις σπηλιές της παραλίας έμεναν για μήνες Γάλλοι, Ολλανδοί και Γερμανοί “μακρυμάλληδες”. Με την άνοδο της Χούντας ακόμα και οι ελάχιστοι Έλληνες που μπορεί να ήθελαν να οικειοποιηθούν μία τέτοια κουλτούρα, το σκεφτόντουσαν διπλά» εξηγεί ο Γιώργος.

Η εξουσία της κυβέρνησης των ενόπλων δυνάμεων σε συνδυασμό με μία κοινωνία φύσει συντηρητική δεν αποτέλεσαν και το ευνοϊκότερο έδαφος για την άνθιση τέτοιων ιδεολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μείναμε ανεπηρέαστοι. Κατά τον κ. Παναγιωτίδη: «Μετά το 74’ τρέξαμε να προλάβουμε τα ήθη των κοινωνιών του εξωτερικού οι οποίες όμως τα είχαν υιοθετήσει από το 60’. Θυμάμαι παιδιά να ακούν πειρατικά ραδιόφωνο ή τον Αμερικανικό σταθμό. Σε άλλους σταθμούς λογοκρίνονταν τα πάντα. Ρεμπέτικα, Ξαρχάκος κλπ. Πολλοί δίσκοι καταστράφηκαν από τη Χούντα και ξαναγράφτηκαν μετά την πτώση της. Τη δεκαετία του 60’, πολλά από αυτά που αργότερα έγιναν δεκτά, χαρακτηρίζονταν ανήκουστα παρόλο που υπήρχαν, όπως το θέμα των προγαμιαίων σχέσεων. Εκείνη την εποχή, η Χούντα επιστράτευσε κάθε μέσο για να υπονομεύσει τους χίπις. Για το λόγο αυτό, οι ταινίες που τους αφορούν και έχουν γυριστεί τότε είναι γεμάτες αρνητικά στερεότυπα.»

«Λεφτά υπάρχουν»

Από τα «καλά χρόνια» μέχρι την περίφημη φράση του Γεώργιου Πανανδρέου «Λεφτά υπάρχουν» η οποία έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη μνημονιακή εποχή, οι περισσότεροι συγκλίνουν στις αιτίες που οδήγησαν στη λιτότητα. Η φούσκα της αφθονίας που κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια, η κακή διαχείριση των οικονομικών από την εκάστοτε εξουσία και η έλλειψη εγκράτειας των πολιτών αποτελούν ίσως τις συχνότερες απαντήσεις στο «γιατί έπρεπε να περιμένουμε τα μνημόνια;»

«Η κρίση στόχευσε στη μεσαία τάξη. Την εξαφάνισε και έδωσε τη δυνατότητα στους ήδη έχοντες να αποκτήσουν περισσότερα». Ο Αντώνης Γεωργούλας, δικηγόρος στο επάγγελμα και πατέρας δύο παιδιών εξηγεί: «Ακόμα και οι μετρημένοι καταναλωτές βρέθηκαν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις άλλων και μάλιστα σε περίοδο που το εισόδημα δεν έφτανε. Οι μη έχοντες εξαφανίστηκαν και για ακόμη μία φορά οι έχοντες βρήκαν ευκαιρία να αποκτήσουν και άλλα. Ως γονιός δύο παιδιών σε σχολείο και πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της κρίσης, έψαξα να βρω τις λύσεις στα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε. Η οικογενειακή οικονομία διαλύθηκε σε όλη τη διάρκεια των μνημονίων. Η ζωή όλων των Ελλήνων άλλαξε. Εγώ στοιχειωδώς μπόρεσα και τα έβγαλα πέρα. Η αγωνία για την εκπαίδευση των παιδιών και τη παροχή των κατάλληλων εφοδίων για την επόμενη γενιά αποτέλεσε για όλους μία πραγματικότητα. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε και η βοήθεια από τις οικογένειες, όπου υπήρχε η δυνατότητα, ήταν σημαντική για να προχωρήσουμε. Όσοι είχαμε στην άκρη κάποια χρήματα από τις εποχές με τους υψηλούς μισθούς, παίρναμε από αυτά. Έτσι μπόρεσα και εγώ να ανταπεξέλθω στις σπουδές των παιδιών μου.»

Αντίστοιχα, ο Γιώργος Τσικαλουδάκης, συνταξιούχος υπάλληλος της ΔΕΗ και πατέρας δύο παιδιών, είδε τη ζωή του να μπαίνει σε παύση με τη σύνταξή του να κόβεται στο μισό την ώρα που τα έξοδα έτρεχαν πιο γρήγορα από ποτέ. Με δύο φοιτητές εκτός της πόλης της μόνιμης κατοικίας τους, τα οποιαδήποτε προ κρίσης σχέδια έμειναν μισά. Ακόμα και όταν οι σπουδές των δυο γιων του ολοκληρώθηκαν, η ανεργία χτυπούσε κόκκινο.

Γονιός ή όχι, η λιτότητα δεν έκανε διακρίσεις. Τα εξαρτώμενα από τον εργαζόμενο μέλη της οικογένειας δεν είναι πάντα ανήλικα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο παθολογοανατόμος και καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Ιωάννης Παναγιωτίδης: «Ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις ως λαός και το μπαλόνι έσκασε. Ως καθηγητής Πανεπιστημίου, ο μισθός μου μειώθηκε κατά 40%. Αυτή τη στιγμή παίρνω λιγότερα από όσα έπαιρνα ως αναπληρωτής καθηγητής ενώ τώρα είμαι τακτικός. Τα τελευταία χρόνια ζορίστηκα πολύ για να μπορέσω να στηρίξω εκτός από εμένα τους γονείς μου και τις ανάγκες τους σε φάρμακα κλπ. Σκεφτόμουν το να αγοράσω κάτι απλό, όπως ένα βιβλίο, γιατί τα χρήματα αυτά μπορούσαν να χρησιμεύσουν αλλού.»

«Εκεί που πήγαμε να πάρουμε μία ανάσα…»

Και ενώ προσπαθούμε να ορθοποδήσουμε από την οικονομική κρίση και τα συντρίμμια που άφησε πίσω της, τη στιγμή που η αισιοδοξία έχει αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνισή της, η κρίση γίνεται παγκόσμια και αυτή τη φορά στοχεύει στο πολυτιμότερο αγαθό όλων, την υγεία. Ο κορονοϊός κατήργησε τα σύνορα και έδειξε πόσο γρήγορα και ουσιαστικά μπορεί να μας επηρεάσει κάτι που συμβαίνει σε μία μακρινή επαρχία στην άλλη άκρη του κόσμου. Όντας θεατές σε έναν αγώνα δρόμου για το εμβόλιο ή/και τη σωτήρια θεραπεία, βιώνουμε όλοι το φόβο για τον ιό και την αγωνία για τις επιπτώσεις του στην οικονομία την επόμενη μέρα.

2.png

Τα ερωτήματα παραμένουν κοινά. Το πολιτικό σύστημα ανταποκρίνεται όπως θα έπρεπε; Ατομική ή κρατική ευθύνη η αντιμετώπιση της πανδημίας; Πρόκειται για μία υγειονομική κρίση ή φέρνει στην επιφάνεια και άλλες κοινωνικές αδυναμίες; Ο Αντώνης απαντά: «Δεν είναι η χειρότερη πανδημία που θα μπορούσαμε να βιώσουμε. Αν χτύπαγε σε μεγάλο βαθμό νέους, θα ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Το πολιτικό σύστημα ήξερε τα προβλήματα που έχει το εθνικό σύστημα υγείας και τα μέτρα πάρθηκαν νωρίς ακριβώς για αυτό το λόγο. Η κρατική και η ατομική ευθύνη πάνε μαζί. Μόνο έτσι θα αντιμετωπιστεί αυτό που περνάμε. Το κράτος προς το παρών ανταποκρίνεται όπως μπορεί αλλά όταν λήξει αυτός ο συναγερμός θα πρέπει να συζητήσουμε το τι μέλει γενέσθαι και για τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν παγκόσμια στις κοινωνίες.»

Με πίστη στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, ο Γιώργος αντιμετωπίζει την κάθε μέρα όχι ως μία ακόμα μέρα καραντίνας αλλά ως ένα βήμα πιο κοντά σε κάτι καλύτερο: «Ανήκω σε ευπαθή ομάδα και τηρώ με ευλάβεια τα μέτρα περιορισμού. Είμαι δραστήριος άνθρωπος και το γεγονός ότι πρέπει να μένω κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους με ζορίζει αλλά το κάνω γιατί προστατεύω εμένα και τους γύρω μου. Θέλω να σκέφτομαι αισιόδοξα και ελπίζω το καλοκαίρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα!»

Τη στιγμή που όλοι μας αισθανόμαστε το βάρος του αυτοπεριορισμού να μας πιέζει όλο και περισσότερο με το πέρας των ημερών δεν πρέπει να ξεχνάμε την τεράστια ευθύνη που έχουν οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, οι οποίοι δεν μπορούν να μείνουν σπίτι. Για τον Παναγιωτίδη η κατάσταση είναι σε ένα άκρως κρίσιμο σημείο και η οποιαδήποτε παραβίαση των μέτρων περιορισμού θα είναι καταστροφική: «Είναι γελοίο να παραβιάζονται οι περιορισμοί. Πρόκειται για την υγεία των ανθρώπων. Είμαι εξοικειωμένος με το θάνατο λόγω της δουλειάς μου και παρόλα αυτά δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποιος μπορεί να διακινδυνεύσει την υγεία του, ειδικά νέος, σπάζοντας την καραντίνα για να πιει ένα καφέ. Ο Θεός να δώσει να μη χαθεί ο έλεγχος το Πάσχα. Αν η διασπορά ξεφύγει τώρα θα είναι σα να βάζουμε φωτιά σε ένα χωράφι με ξερά χόρτα. Είμαστε υγειονομικοί υπάλληλοι, καλούμαστε να βοηθήσουμε και είναι τιμή μας να το κάνουμε αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε φοβόμαστε. Όταν ακούω να παραπονιούνται για το μένουμε σπίτι σκέφτομαι ότι μακάρι και εμείς να μπορούσαμε. Είμαστε άνθρωποι και κανείς μας δε φοράει μέσα από τα ρούχα του τη στολή του superman».

Loader