Η ιστορία του «Φυγάδα» και του θανάτου της συζύγου του

Στις 4 το πρωί της 3ης Ιουλίου ένας άγνωστος εισβολέας παίρνει τη ζωή της Μέριλιν Σέπαρντ, για να μείνει στην ιστορία ως ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα, για το οποίο κατηγορήθηκε ο γιατρός σύζυγός της, που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες

- Newsroom

Του Βασίλη Κεχαγιά

Ακόμη και ο Ερνέστο Χεμινγουέι ασχολήθηκε, ως δημοσιογράφος, με τη δίκη του οστεοπαθητικού Σαμ Σέπαρντ, γράφοντας: «Μία δίκη σαν κι αυτή, με τόσα στοιχεία αμφιβολίας, είναι η σπουδαιότερη ανθρώπινη ιστορία. Αυτό σημαίνει πραγματικότητα. Αυτή η δίκη έχει ό,τι ζητάει το κοινό». Αναφερόταν στη δολοφονία της Μέριλιν Σέπαρντ, το ξημέρωμα της 4ης Ιουλίου του 1954, με αδιευκρίνιστο αντικείμενο, στην κρεβατοκάμαρα της ειδυλλιακής οικίας του ζεύγους, για την οποία κατηγορήθηκε ο σύζυγός της, ενώ αυτός υποστήριξε πως το φόνο τον πραγματοποίησε κάποιος άγνωστος εισβολέας. Διέμεναν στο καταπράσινο προάστιο Μπέι Βίλατζ, στο Οχάιο, δίπλα στη γραφική λίμνη Ερι. Η Μέριλιν ήταν δασκάλα σε χριστιανικό σχολείο, ενώ το έγκλημα πραγματοποιήθηκε μπροστά στα μάτια του μικρού γιου τους Σάμουελ, ενώ βρισκόταν στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της.

Το προηγούμενο βράδυ είχαν πάει στον κινηματογράφο, όπου παρακολούθησαν την ταινία «Strange holidays» και στη συνέχεια δείπνησαν με φίλους τους δίπλα στη λίμνη, αφού η 4η Ιουλίου αποτελεί τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο κουρασμένος σύζυγος, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των προσκεκλημένων, αποκοιμήθηκε στον καναπέ του ισογείου, ενώ η Μέριλιν ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα για να κοιμηθεί. Ο Σέπαρντ ισχυρίστηκε ότι ξύπνησε από τη φωνή της γυναίκας του, η οποία τον καλούσε σε βοήθεια, ουρλιάζοντας. Έτρεξε στο δωμάτιο, πάλεψε με κάποιον με χαρακτηριστικά φουντωτά μαλλιά και άσπρα ρούχα, που τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο γιατρός τον κυνήγησε, ξαναπάλεψαν στην όχθη της λίμνης, όπου έπεσε αναίσθητος. Όταν συνήλθε έτρεξε στο δωμάτιο της συζύγου του, όπου αρχικά είδε το γιο του να κοιμάται ανενόχλητος, αλλά στη συνέχεια αντίκρισε το πτώμα της Μέριλιν σε μια λίμνη αίματος. Της είχαν καταφέρει γύρω στα τριάντα χτυπήματα, με ιδιαίτερη βία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να έχει κατάγματα στα οστά του προσώπου, σπασμένη μύτη, σπασμένα δόντια και ημίγυμνη.

Ένας γείτονας είχε παρατηρήσει κάποιες περίεργες κινήσεις ενός αγνώστου ατόμου, στην περιοχή της λίμνης. Τον είχε δει επιστρέφοντας από το ψάρεμα, γύρω στις 2.30 τη νύχτα, ενώ το έγκλημα, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του γιατρού, τοποθετήθηκε γύρω στις 4 το πρωί. Τον περιέγραψε ως ψηλό με σγουρά μαλλιά, μια περιγραφή που ταίριαζε με αυτήν του γιατρού. Παρά το ότι η αστυνομία δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον ενδεχόμενο αυτοτραυματισμό του Σαμ, το γεγονός ότι ο γιος του ζευγαριού είχε παραμείνει κοιμισμένος και ο σκύλος δεν είχε γαβγίσει την οδήγησε στο συμπέρασμα της σκηνοθεσίας του όλου σκηνικού και του γιατρού ως δολοφόνου της γυναίκας του. Την άποψη ενίσχυσε η αποκάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης του γιατρού και η όχι τόσο ρόδινη οικογενειακή ζωή, όπως διαφαινόταν. Η πρώτη δίκη ξεκίνησε στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Ο ιστορικός

Το κλίμα διεξαγωγής της δίκης υπήρξε ιδιαίτερα φορτισμένο εις βάρος του Σαμ Σέπαρντ. Το συντηρητικό Κλίβελαντ είχε ενοχληθεί από την αποκάλυψη της παράνομης σχέσης του -ενδεχομένως και άλλων- κάτι που τον κατέστησε ένοχο στην κοινή γνώμη, με τη βοήθεια και των επιθετικών τίτλων των εφημερίδων. Ο δικαστής Έντουαρντ Μπλίθιν δήλωνε, παραβιάζοντας τις αρχές μιας δίκης, ότι ο Σέπαρντ ήταν «ένοχος σαν κόλαση», ενώ ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. Τη θέση του, στα μάτια της κοινής γνώμης, επιβάρυνε η άνετη ζωή του ζεύγους, αξιοζήλευτη για τον μέσο αστό, με το στοιχείο της κοσμικότητας και του κουτσομπολιού να έρχεται να προσθέσει τη δική του καταδίκη στην εικόνα του. Τόσο που ο αστικός μύθος μαρτυρεί πως ο Σέπαρντ καταδικάστηκε όχι για φόνο δευτέρου βαθμού, αλλά στην πραγματικότητα για μοιχεία. Τόσο που δε νοιάστηκε καν το δικαστήριο για τη μαρτυρία του ιατροδικαστή, ο οποίος θεώρησε πως τα σοβαρά τραύματα στο λαιμό του άνδρα ήταν αδύνατον να τα πραγματοποιήσει μόνος του. Άλλωστε, έφερε κάταγμα στη σπονδυλική στήλη και τραύμα στο κάτω οπίσθιο μέρος του κρανίου.

Το ενδιαφέρον για την ιστορία αναζωπυρώθηκε όταν ένας κατάδικος, ονόματι Ντόναλντ Γουέλντερ, ομολόγησε την ενοχή του, για να λάβει από την αστυνομία το σχόλιο πως πρόκειται για φαντασιόπληκτο. Τελικά, μετά από συνεχείς εφέσεις και δικαστικούς αγώνες, ο Σέπαρντ αφέθηκε ελεύθερος το 1964, ενώ το 1966 το δικαστήριο ανέτρεψε την αρχική καταδικαστική απόφαση, υποστηρίζοντας ότι ο δικαστής δεν κατάφερε να προστατεύσει τον κατηγορούμενο από τον κανιβαλισμό των μέσων και της κοινής γνώμης. Η όλη διαδικασία είχε λάβει το χαρακτηρισμό «δίκη μέσω εφημερίδων», ενώ μία νέα ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου 1966. Εκεί ο ειδικός δρ Πολ Λίλαντ Κιρκ κατέθεσε ότι το φονικό πραγματοποιήθηκε από αριστερόχειρα, ενώ ο Σέπαρντ ήταν δεξιόχειρας. Στην πραγματικότητα η απόφαση υπήρξε μεσοβέζικη, για να εξωθηθεί ο γιατρός στη συγγραφή του βιβλίου «Επιμονή και κατάκτηση: Είκοσι χρόνια αγώνας για δικαίωση». Το όλο θέμα έμεινε στην ιστορία υπό τον επιγραμματικό τίτλο «Το έκανε ο Σαμ;», κάτι που έδωσε την αφορμή για την τηλεοπτική σειρά, και αργότερα επιτυχημένη ταινία «Ο φυγάς», που παρουσιάστηκε ως μονόχειρας, για να ενισχυθεί το στοιχείο του αριστερόχειρα δολοφόνου.

Ο αυτόπτης μάρτυς

Με δεδομένη την μη ικανοποιητική για την υστεροφημία του Σαμ Σέπαρντ εξέλιξη των απανωτών δικαστικών διαδικασιών, ο γιος Σάμουελ Σέπαρντ ξεκίνησε έναν αγώνα για τη δικαίωση του πατέρα του, τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του. Η δίκη διήρκεσε δέκα εβδομάδες και κλήθηκαν να καταθέσουν 76 μάρτυρες. Ο δικηγόρος Τέρι Γκίλμπερτ παρουσίασε έναν ακόμη ύποπτο για το φόνο, τον Ρίτσαρντ Έμπερλιγκ. Επρόκειτο για τον ιδιοκτήτη του συνεργείου καθαρισμού «Ντικ», γνώριμο κλέφτη και κατηγορούμενου για το φόνο μιας γηραιάς κυρίας, προκειμένου να βάλει στο χέρι την περιουσία της, το 1989. Το επιπρόσθετο στοιχείο ήταν πως ο Έμπερλιγκ είχε χάσει από νωρίς τα μαλλιά του και φορούσε συνεχώς περούκες. Είχε πραγματοποιήσει μια σειρά από διαρρήξεις στο Κλίβελαντ, με λεία δεκάδων χιλιάδων δολαρίων. Το πλέον επιβαρυντικό πειστήριο ήταν η ανεύρεση ενός δαχτυλιδιού της Μέριλιν, το οποίο ο Έμπερλιγκ ισχυρίστηκε ότι το βρήκε στο σπίτι του αδελφού του Σέπαρντ, το οποίο είχε διαρρήξει. Είχε ανευρεθεί και αίμα του Έμπερλιγκ στην οικία της οικογένειας, για το οποίο ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι είχε στάξει όταν κλήθηκε να καθαρίσει στην οικία του γιατρού και έκοψε το δάχτυλο του, προσπαθώντας να τοποθετήσει ένα παντζούρι. Ο συγκεκριμένος τύπος DNA ανήκε στο 5% του πληθυσμού. Έτσι ο εισαγγελέας Κόριγκαν και ο ιατροδικαστής Γκέρμπερ θεώρησαν ότι η υπόθεση είχε λήξει.

Στο όλο επιβαρυντικό για τον Έμπερλιγκ σκηνικό, ήρθε να προστεθεί η μαρτυρία ενός συγκρατούμενου του Έμπερλιγκ, ο οποίος δήλωσε ότι του είχε ομολογηθεί ο φόνος από τον καθαριστή και πως εισέβαλε θεωρώντας πως ο σύζυγος της Μέριλιν δε θα είχε επιστρέψει, οπότε θα έκλεβε και θα βίαζε την Μέριλιν. Επιβεβαίωσε την άποψη του συζύγου, λέγοντας πως φορούσε περούκα και μακιγιάζ, ότι το αίμα προερχόταν από δάγκωμα της γυναίκας και ότι εκεί βρήκε το δαχτυλίδι, πλην όμως το δικαστήριο συμφώνησε με τους ενόρκους και αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να κηρύξει αθώο το γιατρό μετά θάνατον. Έτσι, δε δόθηκε το δικαίωμα στο γιο να μηνύσει το κράτος για την άδικη κατηγορία την οποία επέσυρε στον πατέρα του και να το εκθέσει για τη βαριά αδικία.

Κι άλλοι ύποπτοι...

Στο έγκλημα της Μέριλιν Σέπαρντ, η πολιτεία του Κλίβελαντ βρήκε την ευκαιρία να στήσει ένα «δικαστήριο ηθικής» γύρω από το σύζυγό της Σαμ, κυρίως εκδηλώνοντας το φθόνο της για ό,τι μπορεί να κρύβει από κάτω η φαινομενική οικογενειακή ευτυχία. Ωστόσο, η επιμονή του γιου οδήγησε στον Ρίτσαρντ Έμπερλιγκ ως πιθανότερο ένοχο του φόνου, αφού άλλωστε υπήρξαν και ίχνη βιασμού της γυναίκας, με το DNA να δείχνει κι αυτό τον κατά συρροή κακοποιό, αν και το 90% των πιθανοτήτων δε λήφθηκε υπ’ όψιν από το δικαστήριο ως πειστήριο. Λέγεται μάλιστα ότι ο Έμπερλιγκ είχε ανάμιξη στο θάνατο του πατέρα του, όταν ήταν 16 ετών. Παρά ταύτα, ο πράκτορας του FBI Μπέρναρ Κόρνερς, στο βιβλίο του «Πανικός: Η παράξενη υπόθεση του ταξιάρχου», υποστηρίζει ότι ένας ταξιάρχος της αεροπορίας, ο Τζέιμς Αρλον Κολ σκότωσε την Μέριλιν σε μια έξαρση εγκληματικότητας, που κατέληξε σε μια άγρια σύγκρουση με την αστυνομία στη λίμνη Πλάσιντ της Νέας Υόρκης. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία τα οποία να στηρίζουν αυτήν τη θεωρία, εκτός από μια δαγκωματιά στο χέρι του Κολ, θεωρητικά ταυτισμένη με την αμυντική κίνηση της Μέριλιν, αλλά και ένα λοστό που βρέθηκε στα χέρια του ταξίαρχου. Είναι αλήθεια πως ο φόνος είχε πραγματοποιηθεί με αδιερεύνητο θλον όργανο.

Ένας δικηγόρος του Σέπαρντ, ο Λι Μπέιλι παρουσίασε δύο ακόμη ύποπτους τους γείτονες της οικογένειας, Σπένσερ και Έσθερ Κουκ. Η θεωρία του ήταν πως η Έσθερ «έπιασε στα πράσα» τον άνδρα της και την Μέριλιν να έχουν σχέση και σκότωσε τη γειτόνισσα της από οργή. Στη συνέχεια ο άνδρας της τη βοήθησε να συγκαλύψουν το φόνο. Ο δικηγόρος παρουσίασε τη θεωρία του στο δικαστήριο, το 2000, αλλά δεν εξετάστηκε, καθώς οι Χουκς είχαν φύγει από τη ζωή πολλά χρόνια πριν.

Η υπόθεση των Σέπαρντ έφερε στο φως τις συνέπειες της προδικαστικής διαφήμισης και της επίδρασης που έχει στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Ονομάστηκε «δίκη του αιώνα», έστω κι αν στη συνέχεια η περίπτωση του Ο.Τ. Σίμπσον κόντεψε να της «κλέψει τη δόξα». Ο «Φυγάς», λαοφιλής σειρά των σίξτις υπήρξε εμπνευσμένη από τη συγκεκριμένη ιστορία, όπως και η ομότιτλη ταινία του 1993. Φυσικά, ανάλογη περίπτωση ήταν κι αυτή του ολυμπιονίκη Οσκαρ Πιστόριους. Τελικά, ο Σέπαρντ στερήθηκε την επαγγελματική του άδεια, έπεσε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και έφυγε από τη ζωή το 1970, σε ηλικία 46 χρόνων. Πάντα θα μένει ανεξιχνίαστο σε ποιόν ανήκει μια κηλίδα αίματος τρίτου ατόμου που βρέθηκε στο παντελόνι του.

Ημερολόγιο καταστρώματος

1954

Ιούλιος,4

Η Μέριλιν Σέπαρντ βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στην κρεβατοκάμαρα της, στο ειδυλλιακό σπίτι όπου διέμενε με το σύζυγο και το μικρό παιδί τους, από επίθεση αγνώστου τα ξημερώματα, με ίχνη βιασμού

Οκτώβριος, 18

Ξεκινάει η πολύκροτη δίκη του αιώνα, όπως τότε ονομάστηκε, με κατηγορούμενο το σύζυγό της Μέριλιν, το γιατρό Σαμ Σέπαρντ, ο οποίος καταδικάζεται για το φόνο

Δεκέμβριος, 21

Δεύτερη δίκη, δεύτερη καταδίκη για τον Σαμ, που επιμένει ότι είναι αθώος

1964

Ο γιατρός αποφυλακίζεται, μετά από μία δεκαετία κάθειρξης

1966

Ιούνιος, 6

Αναψηλάφηση της δίκης και ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης

Οκτώβριος, 24

Νέα δίκη με την επιμονή του κατηγορούμενου ότι είναι αθώος. Μετά τη δίκη ο Σέπαρντ κυκλοφορεί βιβλίο με την άποψη του για την υπόθεση

1970

Φεύγει από τη ζωή ο Σαμ Σέπαρντ, βυθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ

1993

Η πολύκροτη υπόθεση γίνεται ταινία με τον τίτλο «Ο φυγάς»

1997

Γίνεται έλεγχος του DNA το οποίο βρέθηκε στο σημείο του φόνου

2000

Ο γιος των Σέπαρντ ζητάει και κατορθώνει να πετύχει νέα δίκη, προκειμένου να κερδίσει αθωωτική απόφαση για τον πατέρα του. Παρά το γεγονός ότι υποδεικνύεται ο Έμπερλιγκ ως δολοφόνος, ο Σέπαρντ δεν επιτυγχάνει την αθωωτική απόφαση

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23 Μαΐου 2021

Loader