Η άγρια ιλαρότητα πάγωσε το κοινό

- Newsroom

Η κωμωδία του Άλαν Έικμπορν “Συνέβη και του χρόνου” (AbsurdPersonSingular) έκανε πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου.
 



Της Κατερίνας Διακουμοπούλου

Για την ιστορία, πρέπει να αναφέρω ότι το εν λόγω έργο του άγγλου θεατρικού συγγραφέα Άλαν Έικμπορν έχει μία μακρά παραστατική παράδοση στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρω τον πρώτο σταθμό της ελληνικής πρόσληψης, το 1974, δύο χρόνια μετά τη συγγραφή, όταν το έργο μεταφράστηκε από τον Παύλο Μάτεσι, με τον τίτλο “Η αστική τάξη αστειεύεται” και ανέβηκε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία από το θίασο Άγγελου Αντωνόπουλου και Βέρας Ζαβιτσιάνου, στο θέατρο “Διάνα”. Η δεύτερη πιο σημαντική στιγμή της περιπέτειας του έργου στην ελληνική παραστασιογραφία ήρθε είκοσι χρόνια μετά, με την ίδια μετάφραση του Μάτεσι και τον πιο “absurd” τίτλο “Συνέβη και του χρόνου”. Η παράσταση του 1994 ανέβηκε στο θέατρο Ιλίσια, με μία ευρηματική σκηνοθεσία του Κώστα Αρζόγλου και τη σύμπραξη έμπειρων ηθοποιών (η Χρύσα Ρώπα, η Ναταλία Τσαλίκη, η Χριστίνα Θεοδωροπούλου, ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Γιάννης Βούρος και ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης).
Από τα δεκάδες έργα του Έικμπορν προσωπικά προτιμώ την τριλογία “Norman Conquests”, όπου και σε αυτή την περίπτωση επαναλαμβάνεται -περισσότερο πετυχημένα- το μοτίβο της τριβής των τριών ζευγαριών, με στόχο την απογύμνωση της οδυνηρά αποτυχημένης αστικής τάξης. Ο συγγραφέας έχει ομολογήσει τις έντονες επιδράσεις που δέχτηκε από την εργογραφία του Τσέχοφ και του Πίντερ, οι οποίες είναι εύκολα αναγνωρίσιμες στη δραματουργία του. Ο Έικμπορν έχει αξιοποιήσει δύο καίρια στοιχεία από του σπουδαίους δραματουργούς: α) από τον Τσέχοφ, τη συνειδητή αδυναμία των ηρώων να δράσουν και β) από τον Πίντερ, την έκθεση των ηρώων χωρίς την κατάθεση του “δραματικού παρελθόντος” και των κινήτρων. Τα δύο αυτά δραματουργικά χαρακτηριστικά είναι αναγνώσιμα στο έργο “Συνέβη και του χρόνου” και αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία της συγκεκριμένης γραφής.

Η παράσταση του ΚΘΒΕ και η μετάφραση
Η μετάφραση θεατρικών έργων είναι ένα πεδίο δαιδαλώδες, διότι ο μεταφραστής γνωρίζει πως πρέπει να μεταγράψει ένα “προφορικό μετάφρασμα” και όχι ένα λογοτεχνικό κείμενο προς ανάγνωση. Η κάθε θεατρική παράσταση βρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση με το μεταφρασμένο θεατρικό κείμενο και αυτό συντελείται με όρους συγχρονίας όταν πρόκειται ιδίως για κωμωδία, η οποία είναι το “ζωντανό” δραματικό είδος, το οποίο πρέπει να ανανεώνεται γόνιμα από το εκάστοτε γλωσσικό παρόν. Εν ολίγοις, η επιλογή της πολυετούς μετάφρασης του Παύλου Μάτεσι είναι αρχής εξαρχής προβληματική.
Η τωρινή παράσταση στο ΚΘΒΕ χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη μετάφραση, η οποία παρεμπιπτόντως κλείνει φέτος σαράντα χρόνια σκηνικής πρακτικής. Ενδεχομένως η μετάφραση του Μάτεσι το 1974 ή το 1994 να ήταν ακόμα επίκαιρη, σήμερα όμως, σαράντα χρόνια, μετά λειτούργησε σαρωτικά.
Η σκηνοθεσία
Σταχυολόγησα θέματα που υπογράμμισε η σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου: εμμονή για κοινωνική ανέλιξη, αναξιοπρέπεια, εντυπωσιασμός, φιλοδοξίες, χαμένα όνειρα, συμπλέγματα κατωτερότητας, χαμένη αθωότητα, παιχνίδια εξουσίας και χειραγώγησης, περιφρόνηση, καταπιεσμένες σύζυγοι, απληστία, αδιαφορία, εθισμοί, τάσεις αυτοκαταστροφής, κατεστραμμένες καριέρες, έλλειψη προοπτικής, τέλμα, γήρας και κατάθλιψη, αλαζονεία, οικονομική κατάρρευση, πόνος, καγχασμός κ.ά. Σκέπτομαι ότι όλα τα παραπάνω στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1970 και στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990 φάνταζαν ως μία κακή προοπτική του success story των ανερχόμενων κοινωνικών δυνάμεων. Απ’ την άλλη για τους πιο σκεπτόμενους όλη αυτή η περιγραφή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η προφητεία της φυσικής πτωτικής πορείας του υπερκαταναλωτισμού, των “αμέτρητων ευκαιριών” και της “κοινωνικής κινητικότητας”. Σήμερα, τα λόγια είναι περιττά, διότι πραγματικά γράφτηκαν όλες οι λέξεις για να περιγραφεί η ολοκληρωτική διάλυση…
Παραδέχομαι πως η παράσταση είχε αμέτρητες αυθεντικές κωμικές σκηνές, αλλά το κοινό πραγματικά στάθηκε αμήχανο, διότι το αποτέλεσμα ήταν επώδυνα προσιτό, π.χ. οι πέντε αλλεπάλληλες προσπάθειες αυτοκτονίας της Εύας και πιο πολύ η αδυναμία των υπόλοιπων δραματικών προσώπων να αντιληφθούν το αδιέξοδό της μόνο γέλιο δεν μπορούν να προκαλέσουν στην Ελλάδα του 2014…
Τεχνικά μου άρεσε η εντολή του Παρασκευόπουλου για αυτοματική εκτέλεση των σκηνικών ενεργειών. Διαφωνώ όμως με την ανάλογη τυποποιημένη εκφορά του λόγου. Η ανοίκεια μετάφραση, σε συνδυασμό με τη μηχανιστική ακρίβεια των κινήσεων αλλά και τη συλλαβική λεκτική απόφανση έχτισαν ένα απροσπέλαστο τείχος ανάμεσα στην πλατεία και τη σκηνή. Θεωρώ πως η συγκρατημένη έκθεση συναισθήματος θα είχε ενεργοποιήσει αμφίθυμα το κοινό.

Οι ερμηνείες και τα υπόλοιπα
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Σοφίας Παπαδοπούλου συνδιαλέχθηκαν άριστα με τον κάθετο άξονα της παράστασης, δηλαδή το δραματουργικό ιστό. Οι φωτισμοί του Στράτου Κουτράκη “αστόχησαν” τουλάχιστον στην εκτέλεσή τους την ημέρα της πρεμιέρας. Η μεθοδική κινησιολογική διδασκαλία του Κώστα Γεράρδου ήταν ένα από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης.
Οι ερμηνείες των έξι ηθοποιών (Λουκία Βασιλείου, Γιώργος Βουρδάμης-Μαυρογέννης, Γιολάντα Μπαλαούρα, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Χρίστος Στυλιανού, Κωνσταντίνος Χατζησάββας) χτίστηκαν αυτοματικά με μία ενδιαφέρουσα εξωτερική φόρμα, παγιώνοντας μία εικονογράφηση χωρίς εμφανή ενδοσκοπική ανάγνωση. Στην τρίτη πράξη η Οθωναίου αποτόλμησε μια ήπια διαισθητική προσέγγιση, η οποία λειτούργησε θετικά στο σύνολο.
Τέλος, μελετώντας το πρόγραμμα, στάθηκα ευχάριστα στο σκηνοθετικό σημείωμα του Γιάννη Παρασκευόπουλου και κυρίως στο κοινωνικό του πρόταγμα για ανθρωπισμό.


 

Loader