
Η είδηση πέρασε στα ψιλά, αλλά προσθέτει δεδομένα που τεκμηριώνουν το πόσο στρεβλό είναι το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθείται επί δεκαετίες στη χώρα μας, χαρακτηριστική συνέπεια του οποίου είναι η ενίσχυση των περιφερειακών ανισοτήτων. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat αναφορικά με την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανά περιφέρεια της Ε.Ε., Β. Αιγαίο, Ήπειρος, Αν. Μακεδονία & Θράκη και Δ. Ελλάδα είχαν λιγότερο από το μισό του μέσου κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, το 2023. Μόνο η Αττική προσέγγισε τον μέσο όρο.
Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς, όπως έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη ο καθηγητής Δημογραφίας Βύρων Κοτζαμάνης, το 1/2 του πληθυσμού της χώρας μας είναι συγκεντρωμένοι στο 2,9% της συνολικής επιφάνειάς της (έναντι του 25,6% στις αρχές της δεκαετίας του 1950), ενώ 76 στους 100 κατοίκους διαμένουν πλέον σε αστικά κέντρα (μόλις 36 το 1951). Αυτή η εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού ανά την επικράτεια, πέραν των σαφών επιπτώσεων που έχει στην ευρύτερη δημογραφική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, εγκλωβίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές της σε έναν φαύλο κύκλο. Συρρικνώνονται πληθυσμιακά οι περιφέρειες (12 από τις 13 σύμφωνα με την πρόσφατη απογραφή), συρρικνώνεται η οικονομική τους δυναμική και οι μελλοντικές προοπτικές τους.
Σε πανελλαδική δημοσκόπηση, που διεξήγαγε η Kapa Research για λογαριασμό του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, τον Νοέμβριο του 2022, 22% των ερωτηθέντων δήλωσε πως σκέφτεται ή σχεδιάζει να μετακομίσει από τον τόπο κατοικίας του, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 50%, όταν η ίδια ερώτηση αφορά τα παιδιά του. Για ένα σημαντικό ποσοστό αυτών που σχεδιάζουν να μετακομίσουν (46%) ο λόγος είναι η υποβάθμιση του τόπου διαμονής που συνδέεται με ζητήματα οικονομικής φύσης, όπως η ακρίβεια, οι οικονομικές δυσκολίες, η ανεργία και η φτώχεια αλλά, βεβαίως, και με την έλλειψη επαρκών υποδομών.
Με βάση τη σοβαρότητα της κατάστασης, η διαχρονική αντιμετώπιση του ζητήματος από τις κυβερνήσεις αλλά και από την Τοπική Αυτοδιοίκηση κρίνεται τουλάχιστον ελλειμματική και αποσπασματική. Είναι αναγκαία η άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, μια και οι ίσες ευκαιρίες βρίσκονται στον πυρήνα μίας λειτουργικής δημοκρατίας. Και αν δεν πείθει το επιχείρημα της έλλειψης βιωσιμότητας του μοντέλου που έχει εφαρμοστεί μέχρι στιγμής, αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα περιοχών που έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους…
«Τρένο-ίντερνετ-σχολείο, μία περιφέρεια που λειτουργεί», έλεγε ένα προεκλογικό σύνθημα των Πρασίνων στη Γερμανία το 2021, παρουσιάζοντας τους πυλώνες της πολιτικής για την περιφερειακή ανάπτυξη. Στην ελληνική περίπτωση, στο παραπάνω τρίπτυχο προστίθενται και τα νοσοκομεία, καθώς στους πιο γερασμένους δήμους της χώρας το κοντινότερο νοσοκομείο απέχει πέντε ώρες. Η επιστροφή στη δημιουργία επαρκών προϋποθέσεων σε περισσότερους πόλους ανά την επικράτεια με την κάλυψη βασικών αναγκών αποτελεί το κλειδί. Η ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μοιάζει να πηγαίνει χαμένη προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά ο χρόνος τελειώνει, καθώς μιλάμε για πολιτικές και για δράσεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, από αυτές που δεν αρέσουν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Όπως μας διδάσκει, όμως, η 28η Φεβρουαρίου έχει έρθει η ώρα για αλλαγή συνηθειών.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 09.03.2025