Η Ελλάδα έτοιμη για το βάθρο!

- Newsroom

Το 67ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, που πραγματοποιείται από 1 έως 11 Σεπτεμβρίου με την απονομή των βραβείων (“Χρυσά λιοντάρια”), βρίσκει την Ελλάδα του μνημονίου και της οικονομικής κρίσης πανέτοιμη σε θέση μάχης, ικανή, όχι μόνο να κερδίσει τις εντυπώσεις, αλλά και -γιατί όχι;- κάποιο βραβείο.



Του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου

Με τρεις μεγάλου και μία μικρού μήκους ταινίες, με συμμετοχή και στο Επίσημο Διαγωνιστικό και στην Εβδομάδα της Κριτικής, δεν μένει παρά να κερδηθεί κάποιο βραβείο.
Όχι τελικά με ιδιαίτερο κόπο, μιας και οι ταινίες μας αξίζουν. Μπορεί μεν στο επίσημο πρόγραμμα να διαγωνίζονται και Ντάρεν Αρονόφσκι και Σοφία Κόπολα και Τζούλιαν Σνάμπελ και Μόντε Χέλμαν (τι έκπληξη!) και Τομ Τίκβερτ και Μάριο Μορτόνε και άλλοι πολλοί, αλλά η Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη με το "Αττενμπεργκ" φαίνεται πως μπορεί να τους κερδίσει ή να είναι έντονα ανταγωνιστική.

Τα βασικά θέματα
Από την εποχή του Αγγελόπουλου (“Μεγαλέξανδρος”, “Τοπίο στην ομίχλη”) έχουμε να δούμε άσπρη μέρα στη Βενετία, αν εξαιρέσουμε κάποιες μικρές τιμητικές διακρίσεις ή αναφορές (“Πέτρινα χρόνια” κτλ.). Από την άλλη μεριά, η Εβδομάδα της Κριτικής είναι άλλο πρόγραμμα, πολύ ενδιαφέρον, που διαθέτει και άλλα καλά χαρτιά. Ωστόσο και ο Σαλονικιός Σύλλας Τζουμέρκας, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τη “Χώρα προέλευσης”, φαίνεται πως μπορεί να συζητηθεί, να θεωρηθεί κι αυτός μια νέα μεγάλη επένδυση του ευρωπαϊκού σινεμά. Δεν αναφέρομαι στην ήδη βραβευμένη πέρσι στο Λοκάρνο “Ακαδημία Πλάτωνος” του Φίλίππου Τσίτου, που απλώς συμμετέχει τιμητικά και σίγουρα θα συζητηθεί.
Κι έτσι, ξαφνικά, η Ελλάδα απαντάει στην κρίση οικονομίας και αξιών με πολλές καλές επιλογές, δείχνει πως μπορεί να αφηγηθεί πρωτότυπες ιστορίες ή να ξαναπεί, να επαναδιατυπώσει γνωστές απόψεις με νέα ματιά και άλλη οπτική. Ο ουμανισμός, η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας, η χαμένη ταυτότητα, η κρίση της οικογένειας ενοποιούνται σε ένα πεδίο, όπου θαρραλέοι σκηνοθέτες αναλύουν θέματα που δύσκολα, άλλες φορές, διαχειριζόταν η κινηματογραφία μας.

Μετά από ένα διάλειμμα
Ας μην ξεχνάμε ότι πρόσφατα περάσαμε ένα διάλειμμα, με τους πάντες να γυρίζουν κωμωδίες, κάποιες ιδιαίτερα επιτυχημένες. Ορισμένες από αυτές διέθεταν κοινωνικές διασυνδέσεις, οι περισσότερες όμως στόχευαν στην εμπορική επιτυχία. Έτσι, ας πούμε, άλλο τα “Bank bang” και “Νήσος” και άλλο το “I love Karditsa”.
Η βράβευση του Λάνθιμου στις Κάνες με τον “Κυνόδοντα” βάζει τα θέματα και τα πράγματα σε άλλη διάσταση. Ακολουθεί η “Στρέλλα” του κ. Κούτρα, έρχεται “Ο Μαχαιροβγάλτης” του κ. Οικονομίδη, είδαμε τα ενδιαφέροντα “Τέσσερα μαύρα κουστούμια” του Ρένου Χαραλαμπίδη, βραβεύτηκε και η “Ακαδημία Πλάτωνος”. Τώρα βρισκόμαστε στη Βενετία με δύο σκηνοθέτες της γενιάς των 30, οι οποίοι με τις ταινίες τους μας μιλούν για την εκτεταμένη ηθική κρίση στην Ελλάδα που έφερε τα πάντα σε επίπεδο αφασίας.

Οι δύο οικογένειες
Και τα δύο φιλμ αναφέρονται σε δύο οικογένειες. Πολύ μικρή η πρώτη στο “Αττενμπεργκ”, με πολλές διακλαδώσεις η άλλη στη “Χώρα προέλευσης”. Και τις δύο τις έχει χαρακώσει ο καρκίνος, μετωνυμία μιας υπόγειας ύπουλης φθοράς. Αρχιτέκτονας που κάνει χημειοθεραπείες ο πατέρας στο φιλμ τής κ. Τσαγκάρη, έχει ως μόνη συντροφιά (η σύζυγος έχει πεθάνει) την 20χρονη όμορφη κόρη, που αδυνατεί πλήρως να επικοινωνήσει, εκτός μιας ιδιόρρυθμης φιλίας με μια συνομήλική της.
Με λέμφωμα ο πάτερ φαμίλιας στη “Χώρα προέλευσης”. Θεραπεύεται τελικά, αλλά εδώ το πρόβλημα είναι πιο εσωτερικό: Μία εντός της οικογένειας υιοθεσία, η οποία τελικά θα ταλανίσει τρεις γενιές, αυτή του ’50, του ’70 και τη σύγχρονη.

Αρνιόμασταν να τη δούμε
Πρόσωπα της σύγχρονης Ελλάδας καταγράφουν και τα δύο φιλμ, και το κάνουν με τρόπο διεισδυτικό, διεξοδικό, βαθύ και ουσιαστικό. Είναι μια Ελλάδα που αρνιόμαστε χρόνια να τη δούμε, και ιδού πού φτάσαμε, σε ποια έκπτωση και διάβρωση. Έτσι, αυτά τα δύο φιλμ, με την “Ακαδημία Πλάτωνος” (που αναφέρεται στον νεοελληνικό ρατσισμό, στον φόβο απέναντι στο διαφορετικό και ξένο, στα προβλήματα ταυτότητας, στην αγωνία για επαφή με τον άλλον), προσφέρουν στο κοινό του Φεστιβάλ Βενετίας μια θαρραλέα και σύγχρονη, έντονα επικριτική αλλά και ειλικρινή ματιά για το τι σημαίνει σύγχρονη Ελλάδα. Αποφεύγοντας το τουριστικό φολκλόρ, παρακάμπτοντας τα νευρωτικά σημεία για το τι εστί ελληνικότητα, προσφέρουν (κι αυτό είναι το άκρως σημαντικό) μέσω του ελληνικού σινεμά μια διεθνή ματιά στο κοινωνικό πρόσωπο.

Μέσα από διεθνείς μνήμες
Έτσι θα κατανοηθούν καλύτερα και τα φιλμ, μιας και τα διεθνή τους “στηρίγματα” αποπνέουν ανάσες από Αντονιόνι, Φερέρι, Μπονιουέλ, γαλλική πρωτοπορία, ιταλική τοιχογραφία, βρετανικό φρι σινεμά, αλλά και αβανγκαρντιστικές αφηγηματικές καινοτομίες, δημιουργώντας ένα πεδίο συνειρμών και μνημών. Είναι τελικά το ίδιο, το ένα και ομοούσιο σινεμά, του οποίου αυτές οι τρεις ταινίες αποδεικνύονται έμπρακτα μέρος του, δημιουργικό και άξιο τμήμα. Μετά τον “πατέρα” Αγγελόπουλο, το ελληνικό σινεμά ενηλικιώνεται και βγαίνει μπροστά αποφασιστικά, για να διεκδικήσει ένα νέο στίγμα. Είναι ο δρόμος για μια άλλη ελληνικότητα, που παρακάμπτει τις ιστορικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις του εθνικού σινεμά και ξανοίγεται με αυτάρκεια στα διεθνή ύδατα της έβδομης τέχνης.

Loader