Η ημέρα της σφαγής των Ρομανόφ

Είναι η ημέρα που τίθεται και τυπικά τέλος στην τσαρική αυτοκρατορία, αφού η 17η Ιουλίου του 1918 αποτελεί την ημέρα που οι μπολσεβίκοι εκτέλεσαν τους Ρομανόφ, στην έπαυλη Υπάτιεφ

- Newsroom

Του Βασίλη Κεχαγιά

Είναι 2 Μαρτίου του 1917 (με το ιουλιανό ημερολόγιο), όταν ο τσάρος Νικόλαος ο Β’ αποφασίζει να παραιτηθεί από το θρόνο του αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών. Καθισμένος σε ένα μισοφωτισμένο βαγόνι της αυτοκρατορικής αμαξοστοιχίας λογάριαζε, όπως δήλωνε στους δικούς του ανθρώπους να αφήσει την εξουσία του στον γιο του Αλέξιο, αλλά τελευταία στιγμή την παραδίδει στον αδελφό του Μιχαήλ. Συγχρόνως, καταθέτει στους δύο βουλευτές της συνοδείας του το εξής τηλεγράφημα: «Στο όνομα της προσφιλέστατης πατρίδας, ζητούμε από όλα τα πιστά τέκνα της να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι του νέου τσάρου, να τον υπακούουν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, να τον βοηθήσουν, μαζί με τους αντιπροσώπους του λαού, να οδηγήσει την Ρωσία στο δρόμο της νίκης, της ευημερίας και της δόξας. Ο Θεός ας προστατεύει την Ρωσία. Νικόλαος».

Στις 8 Μαρτίου 1917 ο Νικόλαος βρίσκεται πάλι στο ίδιο τρένο, στο βαγόνι-σαλόνι, κατευθυνόμενος στην Αγία Πετρούπολη, όπου οι αντιπρόσωποι της Δούμας τον πληροφορούν ότι σύμφωνα με απόφαση της προσωρινής κυβέρνησης από εκείνη τη στιγμή ήταν κρατούμενος. Τα έγγραφά του ετίθεντο υπό κατάσχεση και ο ίδιος θα οδηγούταν στα ανάκτορα Τσαρκογε-Τσέλο. Η προσωρινή κυβέρνηση, σε μυστική συνεδρίαση, παίρνει την απόφαση σύσσωμη η οικογένεια Ρομανόφ να μεταφερθεί στην Σιβηρία, στο Τομπόλσκ. Είναι ιδέα του μετριοπαθούς Κερένσκι, με τη συγκεκριμένη επιλογή να βασίζεται στη σχετική ευημερία της πόλης και στο γεγονός ότι δε διαθέτει σιδηροδρομική σύνδεση με την υπόλοιπη Ρωσία. Η αυτοκρατορική οικογένεια ποντάρει στη σωτήρια επέμβαση κάποιων δικών της φρουρών, αλλά όπως σημειώνει ο Τρότσκι ούτε ένα σύνταγμα ή μια ταξιαρχία δε δείχνει προθυμία να πολεμήσει για τον τσάρο.

Το γρηγοριανό ημερολόγιο -πλέον- σημαδεύει την 22α Απριλίου 1918, όταν στο Τομπόλσκ καταφθάνει ο κυβερνητικός Επίτροπος Βασίλι Γιάκοβλεφ, συνοδευόμενος από 150 έφιππους στρατιώτες. Έχοντας ήδη συνυπογράψει η Ρωσία με την Γερμανία την ταπεινωτική για την πρώτη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ, ο μυστηριώδης Γιάκοβλεφ κινεί υποψίες εάν πραγματικά εκπροσωπεί την κυβέρνηση ή πρόκειται για άνθρωπο των μοναρχικών, ακόμη και για Γερμανό κατάσκοπο. Εν τούτοις συνοδεύει τον τσάρο στο σοβιέτ των Ουραλίων, τον παραδίδει στον πρόεδρο της εκτελεστικής επιτροπής αγροτών και εργατών, τον Αλέξανδρο Μπελομποντόροφ. Ο τέως αυτοκράτορας των Ρώσων, με την οικογένειά του και το υπηρετικό προσωπικό του εγκλείεται στην έπαυλη Υπάτιεφ, στο Αικατερίνεμπουργκ, ενώ ο Γιάκοβλεφ αποσύρεται από τη σκηνή, για να τον συναντήσουμε έξι μήνες αργότερα στο πλευρό των Λευκών. Ήταν, άραγε, μία τελευταία απόπειρα σωτηρίας του τσάρου;

Το Κρεμλίνο, πάντως, αποφασίζει να δικάσει τον Νικόλαο, μα το σοβιέτ των Ουραλίων αρνείται να αναλάβει τη μεταφορά του, φοβούμενος επίθεση των Λευκών. Προτείνει εκκαθάριση, η οποία έμελλε να πραγματοποιηθεί στις 17 Ιουλίου 1918.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ


Η Μόσχα, λοιπόν, έχει συμφωνήσει στην εξόντωση των Ρομανόφ, θέλοντας να αποφύγει έναν πυρήνα υπενθύμισης της προτεραίας κατάστασης, καθώς η κυβέρνηση των μπολσεβίκων βρίσκεται υπό την πίεση του εμφύλιου πολέμου και των Γερμανών. Το σχέδιο εκτέλεσης εξυφαίνεται στο δωμάτιο 3 του ξενοδοχείου «Αμερική», σε κρυφή συνεδρίαση του αρχηγού της φρουράς Γιουρόφσκι, του απεσταλμένου της Μόσχας, με την έγκριση της εξολόθρευσης, Γκολοστσέκιν, του Μπελομποντόροφ και του εκτελεστικού οργάνου Βόικοφ. Στις 8 το βράδυ της 15ης Ιουλίου ένας-ένας βάζουν την υπογραφή τους σε ένα χαρτί, που έχει συντάξει πρόχειρα ο Μπελομποντόροφ, στο οποίο αναγράφεται συνοπτικά: «Καταδικάζονται σε θάνατο...», για να ακολουθήσουν τα ονόματα του τσάρου της οικογενείας του και των συνοδών του. Ο Μπελομποντόροφ επιμένει να μη φονευθεί ούτε ένας άνθρωπος της φρουράς, καθώς πολλοί από τους στρατιώτες της προέρχονται από την εργατική τάξη, κάτι που θα προκαλούσε ενδεχόμενη δυσαρέσκεια στο σοβιέτ.

Το επόμενο βράδυ, πάλι γύρω στις 8, ο Γιουρόφσκι καλεί τον αρχηγό της φρουράς, τον Μεντβέντιεφ, για να του ανακοινώσει: «Απόψε θα τουφεκίσουμε όλη την οικογένεια. Κάπου στις 10 να ειδοποιήσεις τους σκοπούς να μην ανησυχήσουν αν ακούσουν πυροβολισμούς. Οι δυο τους αναμένουν την ειδοποίηση των σοβιέτ για την έναρξη της επιχείρησης. Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα, όταν λαμβάνουν την εντολή από Βόικοφ, ο Γιουρόφσκι κατεβαίνει τα σκαλιά, κρούει την πόρτα στο δωμάτιο του τσάρου, για να του ανακοινώσει: «Προετοιμάζεται επίθεση κατά του σπιτιού. Πρέπει να κατεβείτε στο υπόγειο για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ίσως μάλιστα χρειαστεί να σας μεταφέρουμε. Οι φυλακισμένοι βγήκαν όλοι από τα δωμάτιά τους, κατέβηκαν τη σκάλα έφθασαν στο δωμάτιο του ισογείου, άδειο και ψυχρό, και ο Μεντβέντιεφ ανέλαβε να ειδοποιήσει τα αυτοκίνητα για την υποτιθέμενη μεταφορά. Μόνον που επανερχόμενος, δεν ανακοινώνει μετακίνηση, αλλά... θάνατο, δια στόματος Γιουρόφσκι: ‘Νικόλαε Αλεξάνδροβιτς, με απόφαση του περιφερειακού σοβιέτ των Ουραλίων, είσθε καταδικασμένος σε θάνατο’». Η αντίδραση του τσάρου, σκεπάστηκε από την πρώτη εκπυρσοκρότηση του όπλου του Επίτροπου, με τη σφαίρα να βρίσκει το κεφάλι του. Ήταν η ώρα 1.30’, μετά τα μεσάνυχτα.

Κρότοι, καπνοί και φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα, με την τσαρίνα, το γιατρό και τις μεγάλες δούκισσες να σωριάζονται στο έδαφος. Οι υπηρέτες κεραυνοβολήθηκαν και αυτοί στη γωνιά τους. Στην επιθεώρηση που ακολούθησε, όμως, η Αναστασία και η Ντεμίντοβα ήσαν ακόμη ζωντανές, για να δεχθούν αμέσως τη χαριστική βολή. Το σκηνικό διήρκεσε ελάχιστα λεπτά, ακολούθησε πλύση του χώρου και των πτωμάτων, τα οποία μεταφέρθηκαν σε ένα γειτονικό εγκαταλελειμμένο ορυχείο, όπου κατακερματίστηκαν με τσεκούρι και παραδόθηκαν στις φλόγες επί διήμερον, με την προσθήκη 80 κιλών θεϊκού οξέως. Κάποιοι θέλουν τη δούκισσα Αναστασία να έχει γλιτώσει από το μακελειό, κάτι που έθρεψε πολλούς αστικούς θρύλους για το επόμενο διάστημα...


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ


Η απόφαση του περιφερειακού σοβιέτ των Ουραλίων, η οποία οδήγησε στην εκτέλεση των Ρομανόφ, κατεγράφη ως εξής: «Το Σοβιέτ των Ουραλίων αρνείται κατηγορηματικά να αναλάβει την ευθύνη της μεταφοράς του Νικολάου Ρομανόφ στην Μόσχα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι είναι απολύτως αναγκαία η εκκαθάρισή του. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί ο πολίτης Ρομανόφ από τους Τσεχοσλοβάκους και τους αντεπαναστάτες. Η οικογένεια του τέως τσάρου και όσοι με τη θέλησή τους αποφάσισαν να μείνουν υπό τις διαταγές του πρέπει επίσης να εκκαθαριστούν ταυτόχρονα. Εάν οι σύντροφοι της Κεντρικής Επιτροπής ότι οι λόγοι που ακούγονται στην εξωτερική πολιτική επιβάλλουν την απόλυτη μυστικότητα για την εκτέλεση των μεγάλων δουκισσών και της τέλος τσαρίνας , το περιφερειακό Σοβιέτ των Ουραλίων δηλώνει ότι είναι σε θέση να οργανώσει την εκτέλεση, με τρόπο ώστε να παραμείνει απολύτως μυστική».

Η δε εφημερίδα «Πράβντα» σχολίασε την εκτέλεση ως εξής: «Οι παπάδες που παρακαλούσαν για τη σωτηρία του, δε θα μπορέσουν πλέον να τον αναστήσουν. Ο Νικόλαος υπήρξε μία άθλια μορφή, εκπρόσωπος της φοβερής αντίδρασης του πολέμου. Συνδέθηκε με τον ιμπεριαλισμό των ληστρικών κρατών της Ευρώπης κι εκεί θα τον κλάψουν».

Από την άλλη, η βρετανική εφημερίδα «Times» έγραφε ένα μήνα μετά τα γεγονότα: «Η επίσημη εκδοχή για τα γεγονότα της 16ης προς 17η Ιουλίου, που έδωσαν οι Κόκκινοι πριν εγκαταλείψουν το Αικατερίνενμπουργκ ήταν ότι ο Νικόλαιος Ρομανόφ τουφεκίστηκε μετά από δίκη, ενώ η οικογένειά του μεταφέρθηκε σε ασφαλές σημείο. Ο θρύλος αυτός έγινε πιστευτός από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και εξακολουθεί να ασκεί κάποια γοητεία. Οι συμπαθούντες τους Κόκκινους νιώθουν υποχρέωση να υποστηρίζουν αυτήν την εκδοχή, γιατί κανείς Ρώσος, έστω και εχθρός της μοναρχίας, δε θα μπορούσε να θεωρεί δικαιολογημένη την εξόντωση μιας οικογένειας με πέντε παιδιά, που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική».


Ο θρύλος της «ζωντανής» Αναστασίας


Με τη φωτιά να καίει επί διήμερο και να ολοκληρώνει το έργο της στις 19 Ιουλίου 1918, τα πτώματα πετάχτηκαν σε ένα ανοιχτό πηγάδι του ορυχείου. Στις 19 Ιουλίου, στη Συνέλευση των Επιτρόπων των Σοβιέτ, και ενώ ο Επίτροπος Σεμάσκο αναφέρεται σε μία πρόταση για θέματα υγείας, εισέρχεται στη συνεδρίαση ο σύντροφος Σβερντλόφ, κάθεται πίσω από τον Λένιν και ζητάει το χρόνο να λάβει το λόγο: «Έχω να σας ανακοινώσω μία είδηση που μόλις τώρα έφθασε. Ο Νικόλαος εκτελέστηκε στο Αικατερίνενμπουργκ, έπειτα από απόφαση του περιφερειακού σοβιέτ. Ήθελε να δραπετεύσει, ενώ οι Τσεχοσλοβάκοι προήλαυναν προς την πόλη». Το προεδρείο ενέκρινε το μέτρο και ο Λένιν επανήλθε: «Επανερχόμαστε στη συζήτηση της πρότασης του συντρόφου Σεμάσκο».

Προηγουμένως, στο ορυχείο του Αικατερίνενμπουργκ, ο Γιουρόφσκι δεν κατάφερε να αναγνωρίσει, όπως είπε το κεφάλι του νεαρότερου από τα κορίτσια στον τραγικό σωρό, κάτι που άφησε στη συνέχεια ανοικτό το ενδεχόμενο της επιβίωσής της από το μακελειό. Αυτή η λεπτή αμφιβολία άνοιξε μία ατέλειωτη ιστορία, που έλαβε αφορμή από ένα περιστατικό μιας απόπειρας αυτοχειρίας, μία παγωμένη νύχτα του Φεβρουαρίου στο Βερολίνο. «Η άγνωστη του Βερολίνου», όπως βαφτίστηκε, μήνες μετά, σε ένα θάλαμο ψυχιατρείου, στο Ντέλντορφ, πάγωσε μπροστά στη θέα μιας φωτογραφίας της Berliner Zeitung, όπου απεικονιζόταν η τσαρική οικογένεια, πριν την εκτέλεση. Μία συνοσηλευόμενή της υποτίθεται ότι την αναγνώρισε, για να ξεκινήσει έτσι μία ιστορία υποθέσεων και αμφιβολιών, με κατάληξη τον πύργο του βαρόνου Κλάιστ, όπου βρέθηκε η φιλοξενούμενη η νεαρή. Ένα βάλε της πυργοδέσποινας, το οποίο ακούει στο πιάνο, και το οποίο έχει εκτελεστεί μόνο στο σαλόνι των Ρομανόφ, δίνει την αφορμή για μία σειρά τοποθετήσεων για την καταγωγή της νέας. Κάποιοι λένε ότι στα πολλά παραληρήματά της μιλάει ρωσικά, ενώ η κόρη του εκτελεσμένου γιατρού, μαρτυρά ότι είναι η Αναστασία, με την οποία έπαιζαν μαζί όταν ήταν μικρές. Ακολουθεί μία αλυσίδα ανάλογων αναγνωρίσεων, από συγγενείς της τσαρικής οικογένειας και ενός λοχαγού των δραγόνων, ενώ το 1928, έτος άφιξης της «Αναστασίας» στην Αμερική, δημιουργείται η εταιρεία «Γκράντανορ Κορπορέισον», με σκοπό τη συγκέντρωση αποδείξεων υπέρ της αυτοκρατορικής προέλευσης της «άγνωστης του Βερολίνου». Στη φάση αυτή ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ αποδεικνύει ότι η άγνωστη είναι η Πολωνίδα εργάτρια Φραντσίσκα Σαντσκόφσκι, γερνώντας αποφασιστικά την πλάστιγγα προς την πλευρά του «όχι, δεν είναι». Το σίγουρο είναι ότι το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου βρήκε την «Αναστασία» σε ένα σπιτάκι στο Μέλανα Δρυμό, να δέχεται από το Χόλιγουντ πρόταση δώδεκα χιλιάδων ευρώ για τη μεταφορά της ζωής της σε ταινία και η υπόθεση κατέληξε σε δικαστήριο, όπου παρά τις θετικές μαρτυρίες γραφολόγου και ανθρωπολόγου για την ταύτιση των δύο προσώπων, η απόφαση υπήρξε αρνητική.


Ημερολόγιο καταστρώματος


1868

Γέννηση του τσάρου Νικολάου Ρομανόφ

1904-1995

Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος, με βαριά ήττα της Ρωσίας

1917

Μάρτιος, 2 (π.ημ.)

Παραίτηση του Νικολάου Β’ από το θρόνο

Οκτώβριος, 17

Επικράτηση των μπολσεβίκων στην Ρωσία

Ο τέως τσάρος μεταφέρεται στο Τομπόλσκ

1918

Μάρτιος, 3 (νέο ημ.)

Υπογραφή της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ

Απρίλιος

Μεταφορά του τέως τσάρου στο Αικατερίνενμπουργκ

Μάιος, 23

Μεταφορά της υπόλοιπης τσαρικής οικογένειας στο Αικατρίνεμπουργκ

Ιούλιος, 15

Απόφαση για την εκτέλεση των Ρομανόφ

Βράδυ Ιουλίου, 16 προς 17

Εκτέλεση της απόφασης

Ιούλιος, 18-19

Ρίψη των πτωμάτων σε πηγάδι ορυχείου και καύση τους

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.07.2022
Loader