- Newsroom
Η σουνιτική Τουρκία έχει ισλαμική παράδοση, που ανάγεται στην οθωμανική αυτοκρατορία. Στο χαλιφάτο, μία μορφή ισλαμικής διακυβέρνησης, συνυπήρχαν η πολιτική και η θρησκευτική εξουσία. Σύμφωνα με τους σουνίτες ο χαλίφης είναι ο διάδοχος του προφήτη Μωάμεθ στην πολιτική εξουσία.
Το Μάρτιο του 1924 ο Γκαζί Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομασθείς Ατατούρκ, κατήργησε το χαλιφάτο. Οι εξουσίες μεταφέρθηκαν στη μεγάλη τουρκική εθνοσυνέλευση και ο τίτλος από τότε είναι ανενεργός. Πάντως η τουρκική δημοκρατία διατηρεί το δικαίωμα να επανασυστήνει το χαλιφάτο, εάν το επιθυμεί.
Οι Σουλτάνοι, ο Ατατούρκ και ο Ινονού δημιούργησαν και διατήρησαν έναν γραφειοκρατικό τύπο διακυβέρνησης.
Στο κράτος αυτό η πραγματική εξουσία μεταφέρθηκε στα χέρια του στρατού, που θεωρεί εαυτόν εγγυητή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Η Τουρκία διάγει μία επίφαση δημοκρατίας, αφού το στρατιωτικό κατεστημένο ανατρέπει τις κυβερνήσεις, εφόσον αισθανθεί ότι απειλούνται οι δομές που του παρέχουν παντοδυναμία ή κινδυνεύει η ενότητα του τουρκικού κράτους.
Και ενώ φαίνεται ότι ο ισλαμισμός είναι προϊόν εθνικιστικών, συντηρητικών κομμάτων, η αλήθεια είναι πως οι στρατηγοί, οι υποτιθέμενοι υπερασπιστές του κεμαλικού κράτους είναι οι θεματοφύλακες του ισλαμισμού και του εθνικισμού.
O Kεμαλισμός και οι εκφραστές του στρατηγοί υιοθέτησαν ένα ολοκληρωτικό σύστημα διακυβέρνησης. Δεν άφησαν περιθώρια για δημοκρατία, ενώ επέδειξαν απίστευτη σκληρότητα στις μειονότητες.
Oι κεμαλιστές-στρατηγοί, ασκώντας πλήρη έλεγχο στην πολιτική ζωή του τόπου, επέτρεπαν μόνον τις μορφές αντιπολίτευσης που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους και τιμωρούσαν οποιαδήποτε ενέργεια αμφισβήτησης. Kράτος, Κεμαλισμός και στρατός ταυτίστηκαν, παίρνοντας σταδιακά τη μορφή μιας πολιτικής θρησκείας.
Oι κεμαλιστές είχαν την απόλυτη δύναμη. Έτσι συν τω χρόνω κομμουνιστές και οπαδοί της σαρίας έγιναν θιασώτες του Κεμαλισμού αναπτύσσοντας μία κεμαλο-ισλαμική ιδεολογία.
Στην πραγματικότητα οι κεμαλιστές δεν υπήρξαν ποτέ οπαδοί του κοσμικού κράτους. Tο 1924 με το νόμο περί ρυθμίσεως του συστήματος επικύρωσαν ως επίσημη θρησκεία του κράτους την ισλαμική. Από τότε οι ισλαμιστές άρχισαν να οργανώνονται νόμιμα.
Έτσι αποκλείστηκε η ελεύθερη έκφραση εθνοτήτων και θρησκειών, όπως Κούρδοι, Aρμένιοι, Aσσύριοι και Xριστιανοί, ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα ελεύθερης θρησκευτικής έκφρασης για τους οπαδούς των δογμάτων Σαφί, Aλεβί, Mαλικί και Xαμπελί. Συγχρόνως ο νόμος κατέστησε παράνομους τους μη-ισλαμιστές, δημιουργώντας σταθερή βάση για τη μετέπειτα γενοκτονία τους. Ένα από τα έξι βέλη (αρχές) του Κεμαλισμού, ο εθνικισμός, επιχειρεί να δημιουργήσει έναν ομοιόμορφο τύπο πολίτη, επιβάλλοντας την απώλεια της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας των μειονοτήτων. Ο Τουρκισμός, σε ένα κράτος όπου οι Τούρκοι αποτελούν μειονότητα, κατέστη η κυρίαρχη ιδεολογία και επιδίωξη.
Η θρησκευτική έξαρση, επακόλουθο της επιβολής του τουρκισμού στη Νοτιοανατολική Τουρκία, είχε ως αποτέλεσμα πολύς κόσμος να ζητά την επιστροφή στην παραδοσιακή θρησκευτική πρακτική. Έτσι από το 1950 τα πολιτικά κόμματα προσέγγισαν θρησκευτικούς ηγέτες, για να διεισδύσουν στις μάζες. Η αντίδραση ενάντια στο κοσμικό κράτος ήρθε με την ανασύσταση της αδελφότητας των Σούφι.
H θρησκεία και το Iσλάμ κατέστησαν παιχνίδι στα χέρια των κεμαλιστών και οι ισλαμιστές έγιναν δεκτοί στην αγκαλιά του κράτους. H πολιτική πέρασε στα χέρια των θρησκευτικών δογμάτων, μέχρι που αυτά κατέλαβαν σημαντική θέση στο μηχανισμό εξουσίας. Kεμαλιστές και ισλαμιστές συγχωνεύτηκαν, φτιάχνοντας μία κοινωνία με κεμαλική ιδεολογία και ισλαμικό χαρακτήρα.
Ο πολιτικός αυταρχισμός και η έλλειψη δημοκρατικής συμπεριφοράς από την περίοδο των Νεοτούρκων αποτελούν τον κανόνα.
Τρία πραξικοπήματα σημειώθηκαν από το 1960 έως το 1980. Το Μάιο του 1969 ο στρατηγός Κεμάλ Γκιουρσέλ ανέτρεψε τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ και οδήγησε τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές στην αγχόνη. Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ήταν ο δεύτερος κατά σειρά πρωθυπουργός που ανετράπη δύο φορές από πραξικοπήματα: το Μάρτιο του '71 και το Σεπτέμβριο του '80 από το στρατηγό Κενάν Εβρέν.
Μετά το σκάνδαλο Σουσουρλούκ, που αποκάλυψε τις διασυνδέσεις οργανωμένου εγκλήματος-παραστρατιωτικών, τη σχέση κράτους-παρακράτους-μαφίας, ο στρατός υποχρέωσε την κυβέρνηση του Ερμπακάν να παραιτηθεί, όπως και έγινε το 1997. Ακολούθησε το μεταμοντέρνο πραξικόπημα, ενέργεια που ενορχηστρώθηκε από το στρατιωτικό κατεστημένο -σε συνεργασία αυτή τη φορά με τον πρόεδρο Ντεμιρέλ- και έφερε τον Mεσούτ Γιλμάζ στην πρωθυπουργία.
Η δικαιολογία που προέβαλαν οι στρατηγοί για το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 ήταν το κουρδικό ζήτημα, το φοιτητικό κίνημα και ο ισλαμικός κίνδυνος.
Oι στρατηγοί, σε συνεργασία όπως φάνηκε με την κυβέρνηση Κάρτερ, κήρυξαν τότε παράνομα όλα τα κόμματα. Έπειτα από λίγο οι ίδιοι στρατηγοί υιοθέτησαν την αμερικανική πολιτική της "πράσινης ζώνης". Mία από τις αμερικανικές θεωρίες, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ήταν να μην επεκταθεί ο κομμουνισμός στη θερμή θάλασσα, τη Mεσόγειο και το Aιγαίο. Να δημιουργηθεί μία ισλαμική πράσινη ζώνη -την οποία θα αποτελούν το Aφγανιστάν, το Πακιστάν, το Iράν, η Tουρκία- και να υποστηριχθούν τα ισλαμικά κινήματα των Bαλκανίων.
Επί χούντας άλλωστε χιλιάδες νεαροί ισλαμιστές πήραν υποτροφίες από ισλαμικές οργανώσεις και πήγαν να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο του Kαΐρου. Mετά τη χούντα ο Eρμπακάν, βγαίνοντας από τη φυλακή, βρήκε έτοιμη τη βάση, για να δημιουργήσει το κόμμα Pεφάχ, από το οποίο ξεπήδησαν πολλά σημερινά πολιτικά στελέχη.
Μετά το πραξικόπημα του '80 ο στρατός, αν και έδειχνε να έχει κοσμικό προσανατολισμό, είδε το Ισλάμ ως αποτελεσματικό μέσο, για να ενώσει υπό μία αυστηρή θρησκεία τις εσωτερικές αντιθέσεις και να εξουδετερώσει τις όποιες αντιδράσεις εκ μέρους των εθνικών μειονοτήτων που ζουν στην Τουρκία. Δηλαδή επιχείρησε τον εκτουρκισμό, την ομογενοποίηση της κοινωνίας, με όπλο τον ισλαμισμό. Ενέκρινε την κατασκευή 90 γυμνασίων για τη φοίτηση ιμάμηδων και τα ισλαμικά κινήματα αναδιοργανώθηκαν. Τις δεκαετίες του '70 και του '80 το Ισλάμ αποκαταστάθηκε, καθώς οι κεντροδεξιοί πολιτικοί είδαν τη θρησκεία ως ανάχωμα στην αντιπαράθεσή τους με τους κεντροαριστερούς.
Το κράτος αποτελεί τη μεγάλη πατρική φιγούρα, το λεγόμενο Devlet Baba. Επίκεντρό του είναι μία αυτόνομη άρχουσα τάξη, που ελέγχει όλες τις δραστηριότητες, θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές, εις βάρος της περιφέρειας. Έτσι διαμορφώθηκε μία ισχυρή πολιτική ελίτ πιστή στο κράτος, ενώ αποκλείστηκαν ισχυρές τοπικές ομάδες από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Σε αυτές τις περιφερειακές ομάδες ανήκουν πάνω από 70 εθνικές μειονότητες που ζουν στο έδαφος της Τουρκίας, εγκλωβισμένες από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας.
Η καχυποψία των ηγεσιών και της στρατογραφειοκρατικής ελίτ προς τους θεσμούς είναι διάχυτη, καθώς η δράση τους μπορεί να οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις, που μπορεί να διαλύσουν το τουρκικό μόρφωμα. Η αστικοποίηση του ετερογενούς αγροτικού πληθυσμού είναι μία μορφή ελέγχου των εθνικών μειονοτήτων που συρρέουν στις πόλεις, όπου συνθλίβονται και σταδιακά αποεθνικοποιούνται, υποταγμένες στο Ισλάμ, που κυριαρχεί επιτυχώς εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
H κεμαλική, αστική τάξη είχε πάντα ανάγκη ένα ισλαμικό κίνημα, να το ελέγχει και μέσω αυτού τους πολίτες. Oι κεμαλιστές που ήλεγχαν το Iσλάμ δημιούργησαν ένα κράτος-έθνος και δεν άφησαν περιθώρια για μετάβαση της Τουρκίας σε ένα καθαρά κοσμικό κράτος.
Το στρατιωτικό κατεστημένο κατάφερε να περάσει με επιτυχία στην Ευρώπη την άποψη ότι ο Κεμαλισμός ως ιδεολογία συμβαδίζει με ένα σύγχρονο τουρκικό κράτος, πλην όμως η ιστορία τούς διαψεύδει. Στους κεμαλιστές συνωστίζονται οι στρατηγοί, ο Ν. Μπαϊκάλ, πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, ο πρόεδρος Αχμέτ Σεζέρ, η πλειοψηφία του επιχειρηματικού κόσμου, μία μερίδα της ανώτερης γραφειοκρατίας και η πανεπιστημιακή ελίτ.
Το δίλημμα επομένως που αντιμετωπίζουν η Τουρκία και οι Ευρωπαίοι θιασώτες του Ερντογάν ή των κεμαλιστών δεν είναι Ισλαμισμός ή Κεμαλισμός αλλά Δημοκρατία ή Κεμαλισμός.
ΕΥΜΟΡΦΙΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ