Καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις συνθήκες διαβίωσης ασυνόδευτου ανηλίκου

Αντί για φιλοξενία σε κατάλληλη δομή κρατήθηκε σε αστυνομικό τμήμα, όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες και προσπάθησε να αυτοκτονήσει

- Newsroom

Εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα, ασυνόδευτου ανηλίκου και αιτούντος διεθνούς προστασία, και συνθήκες διαμονής του σε αστυνομικά τμήματα όπου είχε τεθεί υπό «επιτήρηση» καταγράφει μία νέα καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

O W.S. ήταν 16 ετών όταν έφτασε μόνος του στην Ελλάδα, αναζητώντας προστασία από τον πόλεμο στο Αφγανισταν. Χωρίς οικογένεια ή πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες, κοιμόταν στα πάρκα της Αθήνας, εκτεθειμένος στο κρύο και σε επικίδυνες συνθήκες. Κατόπιν της αίτησης διεθνούς προστασίας, η Equal Rights Beyond Borders απέστειλε επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου Πειραιά, ζητώντας να διατεθεί στον προσφεύγοντα στέγη (σημειώνοντας ότι ήταν άστεγος) και να του διοριστεί νόμιμος κηδεμόνας. Τους ενημέρωσαν επίσης ότι ο προσφεύγων επιθυμούσε να επωφεληθεί από την οικογενειακή επανένωση με τον θείο του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντ' αυτού η Ελλάδα τον έβαλε σε στο αστυνομικό τμήμα Κολωνού, όπου τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε ότι έπασχε από ψώρα. Οι συνθήκες ήταν τόσο κακές που ο ανήλικος επιχείρησε να κάνει κακό στον εαυτό του. Το ΕΕΔΑ έκρινε ότι αυτές οι συνθήκες αποτελούν παραβίαση των δικαιωμάτων του W.S.

Λίγο αργότερα ο προσφεύγων μεταφέρθηκε σε δομή φιλοξενίας. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι από τον Οκτώβριο του 2019 έως τις 23 Ιανουαρίου 2020, ημερομηνία κατά την οποία μεταφέρθηκε στη δομή φιλοξενίας, βρέθηκε σε απελπιστικές συνθήκες, άκρως αγχωτικές και ακατάλληλες για την προσωπική του κατάσταση. Ισχυρίστηκε ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως ασυνόδευτου ανήλικου αιτούντος άσυλο, ανήκε στην «κατηγορία των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας» και ότι η μεταχείριση που του επιφύλαξαν οι αρχές, ιδίως το γεγονός ότι ζούσε χωρίς στέγη και χωρίς νόμιμο κηδεμόνα ήταν εξευτελιστική.

Ειδικότερα, ανέφερε ότι, από την άφιξή του στην Ελλάδα έως τις 05.01.2020, όταν τέθηκε υπό κράτηση στο αστυνομικό τμήμα, δεν είχε πρόσβαση σε ασφαλή και κατάλληλη διαμονή. Εν προκειμένω, υποστήριξε ότι αναγκάστηκε να παραμείνει άστεγος στην Αθήνα και ότι για σχεδόν δύο μήνες διέμενε σε διαμέρισμα που ανήκε σε συμπατριώτες του. Ανέφερε επίσης ότι δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, καθώς δεν είχε τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, υπνόσακο ή έστω κουβέρτες για να περάσει τη νύχτα και ότι δεν είχε πρόσβαση σε τουαλέτες ή ντους.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει η απόφαση του ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων δήλωσε ότι είχε αναπτύξει ψυχολογικά προβλήματα και ένιωθε φόβο και αβεβαιότητα λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες τον υποδέχθηκαν στην Ελλάδα. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως ασυνόδευτου ανήλικου αιτούντος άσυλο, ανήκε στην «κατηγορία των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας» και ότι η μεταχείριση που του επιφύλαξαν οι αρχές, ιδίως το γεγονός ότι ζούσε χωρίς στέγη και χωρίς νόμιμο κηδεμόνα ήταν, ως εκ τούτου, απάνθρωπη και εξευτελιστική.

Όπως περιγράφει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «όσον αφορά την περίοδο από τις 5 έως 22 Ιανουαρίου 2020, κατά τη διάρκεια της οποίας ο προσφεύγων βρισκόταν σε αστυνομική κράτηση, ανέφερε ότι υποβλήθηκε σε συνθήκες που ήταν καταστροφικές για τον ίδιο. Υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο αστυνομικό τμήμα Κολωνού ήταν απομονωμένος από τον έξω κόσμο, χωρίς πρόσβαση σε αυλή ή χώρο αναψυχής, και ήταν αναγκασμένος να παραμείνει εντός του αστυνομικού τμήματος σε τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γεγονός που του προκάλεσε αίσθημα απομόνωσης και ακραίου στρες. Τόνισε ότι υπήρχε παντελής έλλειψη διερμηνέα, ψυχοκοινωνικής και ιατρικής βοήθειας και νομικής συνδρομής. Ανέφερε επίσης ότι, ως αποτέλεσμα των συνθηκών υπό τις οποίες κρατούνταν στο αστυνομικό τμήμα και της ηθικής βλάβης που του προκάλεσαν, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ενώ οι αρχές ενημερώθηκαν για την ιδιαίτερη κατάσταση του προσφεύγοντος και, ειδικότερα, για το γεγονός ότι ήταν ασυνόδευτος ανήλικος χωρίς σταθερή στέγη, χωρίς πρόσβαση σε βασικές ανάγκες και χωρίς μόνιμο νόμιμο κηδεμόνα τουλάχιστον από τις 17.12.2019, ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία, δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να του παράσχουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης.

Το Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν ήταν θύμα.

«Η απόφαση του δικαστηρίου για αυτή την υπόθεση είναι καλοδεχούμενη. Ωστόσο το δικαστήριο διαπιστώνει αυτά που λεν εδώ και χρόνια οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάντων που δουλεύουν στην Ελλάδα: οι συνθήκες για τα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα είναι αξιοθρήνητές. Η Ελλάδα και η Ε.Ε. πρέπει να κάνουμ περισσότερα για να προστατεύσουν νέους ανθρώπους που αναζητούν προστασία στην Ευρώπη. Αυτή η απόφαση αποτελεί υπενθύμιση ότι κάθε παιδί - ανεξαρτήτως φυλής, εθνικότητας ή μεταναστευτικού καθεστώτος- δικαιούται να ζήσει με ασφάλεια και αξιοπρέπεια» δήλωσε η Νίκη Γεωργίου εκ μέρους της Equal Rights Beyond Borders.

«Αυτή η απόφαση εκθέτει για μια ακόμη φορά τις φριχτές συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα και την Ε.Ε και την προφανή επίδραση που μπορεί να έχει η κράτηση σε ένα νέο παιδί. Τα ασυνόδευτα παιδιά είναι οι πιο ευάλωτοι στην κοινωνία μας- αλλά η αξιοπρέπεια τους αγνοείται κάθε μέρα, όχι μόνο στην Ελλάδα. Τα κράτη πρέπει να αλλάξουν» δήλωσε από την πλευρά της η Annika Schlingheider από την οργάνωση Terre des Hommes.

ΔΕΙΤΕ όλη την απόφαση affaire-ws-c-grece.pdf



Loader