- Newsroom
Σε ηλικία μόλις 17 χρόνων μπήκε στο στόχαστρο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Απήχθη μέσα από το σχολείο του και υπέστη φρικτά βασανιστήρια με σκοπό να ομολογήσει πως είναι μέλος της οργάνωσης Χεζμπολάχ.
Του Κώστα Καντούρη
Σε ηλικία 31 ετών σήμερα, ο Κούρδος Μεχμέτ-Σελίμ Σελτζούκ περιγράφει στη “ΜτΚ” την “οδύσσεια ενός κυνηγημένου”, την προσωπική του περιπέτεια, φωνάζοντας ότι μοναδική του επιθυμία είναι “να ζήσω χωρίς το φόβο μήπως συλληφθώ”.
Η περιπέτειά του απασχόλησε πρόσφατα την επικαιρότητα, καθώς ο 31χρονος συνελήφθη από την ελληνική αστυνομία, στην οποία ο ίδιος παρουσιάστηκε, για να τακτοποιήσει προσωπικές του υποχρεώσεις. Διωκόταν με διεθνές ένταλμα που εξέδωσαν οι τουρκικές αρχές, οι οποίες τον κατηγορούν ως μέλος της οργάνωσης Χεζμπολάχ, γεγονός το οποίο ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά. Το κατηγορητήριο που τον συνόδευε δεν είχε κανένα απολύτως στοιχείο για τρομοκρατική δράση, παρά μόνο για μία επίθεση με μαχαίρι και τον ελαφρύ τραυματισμό ομοεθνή του το 1995 στο Ντιγιαρμπακίρ της Τουρκίας. “Ούτε αυτό το έκανα”, απαντά ο ίδιος, ο οποίος μετά τη δεύτερη αίτηση για χορήγηση πολιτικού ασύλου που υπέβαλε αφέθηκε ελεύθερος, ενώ το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε το αίτημα της τουρκικής δικαιοσύνης για έκδοσή του.
ΑΠΟ ΤΟ 2003
Από το 2003, οπότε βρίσκεται στην Ελλάδα, εργάζεται ως σερβιτόρος και ως μάγειρας, εντυπωσιάζοντας με τις γνώσεις του στην ανατολίτικη κουζίνα. Ωστόσο το μυαλό του βρίσκεται συνεχώς στα βάθη της Τουρκίας, στην οικογένεια και στα δύο παιδιά του. “Βλέπω πώς μεγαλώνουν οι κόρες μου μόνον από το ίντερνετ. Θέλω κάποτε να βρεθώ κοντά τους, αλλά είναι αδύνατο να επιστρέψω στην Τουρκία. Θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου σε μια φυλακή”, τόνισε.
Μέσα σε τρία χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, άλλαξε όλη του η ζωή. Ο πρώτος του αδελφός, Αμπντούλ-Καντίρ, δέχτηκε επίθεση από ένοπλους, οι οποίοι τον άφησαν νεκρό στο Ντιγιαρμπακίρ, επειδή ήταν μέλος της Χεζμπολάχ. Ο δεύτερος αδελφός του, Μεχμέτ, φυλακίστηκε το 1994, πάλι ως μέλος της οργάνωσης, και μέχρι σήμερα δεν έχει δικαστεί, παρότι έχει ήδη κερδίσει αποζημίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ο Μεχμέτ-Σελίμ περίμενε πως θα έφτανε η σειρά του.
“ΜΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ”
“Δεν είχα καμία σχέση με τη Χεζμπολάχ. Όμως μια μέρα το 1995 ήρθαν στο σχολείο -ήμουν μαθητής στο λύκειο-, μου έκλεισαν τα μάτια και ύστερα από μία ώρα με έκλεισαν σε μια φυλακή”, περιγράφει. Εκεί έμεινε 18 ημέρες, χωρίς να ειδοποιηθούν οι συγγενείς του, παρότι ο πατέρας του εργαζόταν ως υπάλληλος στην αστυνομία. “Πέρασα φριχτά βασανιστήρια. Μου έκαναν ηλεκτροσόκ και πίεζαν τα γεννητικά μου όργανα, ήθελαν να πω ότι είμαι μέλος της Χεζμπολάχ, αλλά εγώ δεν ήμουν. Δίπλα μου άκουγα κόσμο να πεθαίνει”.
Ύστερα από τα βασανιστήρια αναγκάστηκε να υπογράψει σε ένα έγγραφο, στο οποίο δεν γνώριζε τι είχαν γράψει οι τούρκοι πράκτορες. “Μου άνοιξαν λίγο τα μάτια να δω το σημείο που θα βάλω την υπογραφή μου, το είπαν και οι ίδιοι ότι με κρατούν με αυτό το χαρτί”, υποστήριξε ο 31χρονος. Στη συνέχεια του ζήτησαν, όπως ανέφερε, να υποδείξει άλλα μέλη της Χεζμπολάχ, αφού θα τον επιβίβαζαν σε αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια και θα περνούσαν από το χωριό του. “Αλλιώς θα μπεις στη φυλακή”, του είπαν. Τελικά κατέληξε στον εισαγγελέα ως φίλος της οργάνωσης και αφέθηκε ελεύθερος.
ΜΟΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ Η ΦΥΓΗ
“Τότε σκέφτηκα πως δεν έχω άλλο δρόμο παρά να φύγω. Αν συνεργαζόμουν με την τουρκική αντιτρομοκρατική θα με σκότωνε η Χεζμπολάχ και αν δεν συνεργαζόμουν θα κατέληγα στη φυλακή”, επισήμανε. Έφυγε με το τρένο και έμεινε για οκτώ χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου απέκτησε δύο παιδιά. “Φοβόμουν καθημερινά, αφού υπήρχε κίνδυνος να συλληφθώ, και αποφάσισα να φύγω στο εξωτερικό. Ήταν η μόνη λύση”. Το 2003 πλήρωσε 800 ευρώ για να περάσει τα σύνορα και να φτάσει στην Αθήνα, αλλά συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε στα κρατητήρια για τρεις μήνες, μέχρι που πήρε τη ροζ κάρτα του πολιτικού ασύλου.
“Θέλω να ζήσω, να μη φοβάμαι”
Εργάστηκε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, αλλά συνελήφθη άλλη μία φορά, το 2005, από τις ελληνικές αρχές, με το πρόσχημα ότι δεν είχε ενημερώσει την αστυνομία στην Αθήνα για την αλλαγή κατοικίας του. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος και κατέληξε πάλι στα κρατητήρια, όταν ο ίδιος πήγε στο τουρκικό προξενείο, ζητώντας να πάρει την ταυτότητά του και να μείνει στην Ελλάδα νόμιμα ως μετανάστης και όχι ως πολιτικός πρόσφυγας.
“Τότε χρησιμοποίησαν οι τουρκικές αρχές εκείνο το χαρτί και κίνησαν τις διαδικασίες”, υπογράμμισε. Αναγκάστηκε να υποβάλει νέα αίτηση πολιτικού ασύλου, περιμένοντας να γίνει δεκτή, προκειμένου να φτιάξει τη ζωή του. “Θέλω να παντρευτώ, αφού στην Τουρκία η γυναίκα μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα παιδιά μου. Αλλά εδώ χορηγείται πολιτικό άσυλο σε ανθρώπους που δεν είναι πολιτικά διωκόμενοι, ενώ εγώ ταλαιπωρούμαι”, συμπλήρωσε.
Δεν έκρυψε πως καθημερινά εξακολουθεί να ζει με τον εφιάλτη μήπως συλληφθεί. “Εκείνο το χαρτί που αναγκάστηκα να υπογράψω θα με κυνηγάει μια ζωή, θέλω όμως και εγώ να ζήσω, να βρεθώ με τα παιδιά μου και να μη φοβάμαι”, κατέληξε.