- Newsroom
Ένα παιδί μεγαλώνει πιο σωστά όταν έχει τη φροντίδα και των δύο γονέων, όπως ανέφερε η εισηγήτρια της ΝΔ, Άννα Μάνη Παπαδημητρίου, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια.
«Το παιδί πρέπει και μετά τον χωρισμό των γονέων του να απολαμβάνει τη φροντίδα και την αγάπη τους, να εξακολουθεί να έχει και τους δύο δίπλα του και αυτό είναι απαραίτητο για την ψυχοσωματική του υγεία, για την ομαλή ανάπτυξή του, για την ολοκληρωμένη διαμόρφωση της προσωπικότητας του. Ακριβώς τις ίδιες παραδοχές, ακριβώς τις ίδιες απόψεις, ακούσαμε και κατά την ακρόαση των φορέων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους τάχθηκαν υπέρ του νομοσχεδίου», σημείωσε η ίδια.
«Αυτό που επιχειρεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να θέσει μία βάση διαλόγου και συνεννόησης μεταξύ των γονέων. Το νομοσχέδιο έχει αποκλειστικά κοινωνικό και ανθρώπινο πρόσημο», είπε η βουλευτής της ΝΔ και κατηγόρησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι δεν επέδειξαν δημιουργικό πνεύμα διαλόγου, με συγκεκριμένες προτάσεις.
«Η συνεισφορά σας περιορίστηκε στην αποδόμηση του νομοσχεδίου, η μόνη σας πρόταση ήταν αυτή για τα οικογενειακά δικαστήρια. Όχι μόνο οικογενειακό δικαστήριο δεν ίδρυσαν, όμως, στα χρόνια που κυβέρνησαν, αλλά δεν τόλμησαν να αγγίξουν αυτό το ευαίσθητο θέμα που η δική μας κυβέρνηση το τολμά», τόνισε η κ. Παπαδημητρίου για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόσθεσε: «Ο διάλογος με τους κοινωνικούς φορείς, τα κόμματα και την κοινωνία διήρκεσε περισσότερο από 1,5 χρόνο. Οι περισσότερες προτάσεις των επίσημων φορέων έγιναν δεκτές από τον υπουργό, ενσωματώθηκαν παρατηρήσεις από τον Συνήγορο του Πολίτη, την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να συμβαδίσουμε σε αυτήν τη μεγάλη μεταρρύθμιση που δεν έχει κανένα κομματικό πρόσημο».
Η εισηγήτρια της ΝΔ απευθύνθηκε, επίσης, ξεχωριστά σε όλους τους συναδέλφους της βουλευτές και τους κάλεσε να δουν το νομοσχέδιο ως μία ειλικρινή προσπάθεια να καλλιεργήσει κουλτούρα συναίνεσης και να παραμερίσουν τον εγωισμό τους, για το καλό των παιδιών τους.
«Κόλαφο», για το σχέδιο νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση, χαρακτήρισε την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Θεόφιλος Ξανθόπουλος, λέγοντας ότι δεν αντιδρά μόνο η κοινωνία αλλά και η επιστημονική κοινότητα. Ο βουλευτής δεν αρνήθηκε το πρόβλημα για την αδυναμία επικοινωνίας και των δύο γονέων με το παιδί, αλλά επεσήμανε ότι το νομοσχέδιο «δεν απαντά στο πρόβλημα», «θα πυροδοτήσει εντάσεις», «θα οξύνει τις αντιθέσεις παρά θα τις καταλαγιάσει» και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν συζήτησε με τις γυναικείες οργανώσεις και άλλους φορείς, τη γνώμη των οποίων έπρεπε να ακούσει, και πως αγνόησε το κείμενο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί για την αναμόρφωση των διατάξεων οικογενειακού δικαίου.
Ιδίως για την έννοια «συμφέρον του τέκνου», ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι είναι μία αόριστη νομική έννοια διότι ο δικαστής είναι εκείνος που κάνει συγκεκριμένο το συμφέρον του παιδιού, με την απόφαση που θα εκδώσει, με κριτήρια αξιολογικά με βάση και τα πορίσματα της ψυχολογίας. Ο κ. Ξανθόπουλος χαρακτήρισε μείζον θέμα, τον όρο «εξίσου» στην άσκηση της γονικής μέριμνας και κάλεσε τον υπουργό Δικαιοσύνης είτε να τον απαλείψει είτε να τον αντικαταστήσει με τη λέξη «ισότιμα», διότι μπορεί να ερμηνευθεί ως «ισόχρονη» άσκηση γονικής μέριμνας.
Αναφερόμενος στο δικαίωμα επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, στο 1/3 του συνολικού χρόνου, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ επικαλέστηκε την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας περί των διαφορετικών συνθηκών στις οποίες ζει το κάθε παιδί.
«Δυστυχώς, το νομοσχέδιο δεν καταφέρνει να μείνει στο συμφέρον του παιδιού, όπως οφείλει να είναι το οικογενειακό δίκαιο», ανέφερε κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια, η ειδική αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής, Νάντια Γιαννακοπούλου.
Η βουλευτής παρατήρησε ότι «με δικαστικές αποφάσεις φασόν έχει αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό η επικοινωνία του ενός γονέα, συνήθως του πατέρα, με το παιδί του». Είπε, όμως, ότι «σε καμία περίπτωση αυτό το νομοσχέδιο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μεταρρύθμιση και έτσι όπως είναι δεν μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα».
«Το πρόβλημα είναι στη δικαστική προσέγγιση και στο δικονομικό πλαίσιο εφαρμογής του οικογενειακού δικαίου», σημείωσε η κ. Γιαννακοπούλου και πρόσθεσε ότι η από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας οφείλει να είναι βασική αρχή αλλά, όταν δεν υπάρχει συμφωνία, δεν μπορεί να επιβληθεί με αυθαίρετες ποσοστώσεις όπως η επικοινωνία με το 1/3.
«Δεν παρέχεται καμία δικονομική εγγύηση για το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη η συνεπιμέλεια», τόνισε για να επισημάνει ότι με τις διατάξεις του νομοσχεδίου μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα μεγαλύτερα από αυτά που επιχειρεί να λύσει το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο κατηγόρησε πως αγνόησε το κείμενο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και ουσιαστικά, «το υπουργείο, όπως έχει παραδεχθεί, ξαναέγραψε το κείμενο το νομοσχεδίου».
Η ειδική αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής χαρακτήρισε «κόλαφο» το κείμενο της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί των διατάξεων του νομοσχεδίου και προειδοποίησε ότι η κυβέρνηση εισάγει, από το παράθυρο, την υποχρεωτική ισόχρονη γονική μέριμνα. Για το 1/3 του συνολικού χρόνου, για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα, η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής ζήτησε να προσδιοριστεί και να αποσαφηνιστεί και προειδοποίησε ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να καταδικαστεί από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Τρεις προτάσεις υπέβαλε το ΚΚΕ με ισάριθμες τροπολογίες που κατατέθηκαν στη Βουλή.
Με την πρώτη τροπολογία, το ΚΚΕ προτείνει οικονομικά μέτρα στήριξης των διαζευγμένων γονιών, τροποποίηση των διατάξεων για το συναινετικό διαζύγιο και απάλειψη των διατάξεων για την ιδιωτική διαμεσολάβηση.
«Για εμάς έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την κοινή γονική μέριμνα. Υποστηρίζουμε την ανάγκη τροποποίησης των διατάξεων για την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας», τόνισε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, η οποία, όμως, σημείωσε ότι πρέπει να υπάρχει ολόπλευρη στήριξη των γονέων. Η βουλευτής του ΚΚΕ, η οποία ανέφερε ότι το κόμμα της θα ψηφίσει «παρών» επί της αρχής, είπε ότι το νομοσχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη του αυτήν την αναγκαιότητα και απουσιάζει η κρατική στήριξη από τις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου. Όπως, εξάλλου, επισήμανε οι καθημερινές συνθήκες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα λαϊκά στρώματα είναι τέτοιες, που δεν εξομαλύνουν τις συγκρούσεις των γονέων.
«Δεν αρκεί να διαμορφώσετε το πλαίσιο για τη ρύθμιση των σχέσεων των γονέων. Θα παραμείνουν γράμμα κενό οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου αν δεν υπάρξει συνδρομή κρατικών δομών, συμβουλευτική των γονέων, παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες. Αν αναγνωρίζετε αυτήν την αναγκαιότητα πρέπει να εντάξετε την υποχρέωση του κράτους να παρέχει τις αναγκαίες κοινωνικές υπηρεσίες, την οικονομική στήριξη των γονεών, αλλιώς δεν εξασφαλίζεται το συμφέρον του παιδιού», υπογράμμισε.
Επίσης, η κ. Κομνηνάκα υποστήριξε ότι με το νομοσχέδιο οι γονείς σπρώχνονται στην ιδιωτική διαμεσολάβηση και τόνισε πως αυτή μόνο υπονομευτικά μπορεί να λειτουργήσει, προσθέτει νέα οικονομικά βάρη και χρόνο, και η επίλυση στερείται αντικειμενικότητας.
Τέλος, η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ ζήτησε να αποσαφηνιστούν οι έννοιες για άσκηση από κοινού και εξίσου, της γονικής μέριμνας, διότι δημιουργούνται συγχύσεις που αντικειμενικά δημιουργούν ερμηνείες για την ισόχρονη διαμονή.
«Αποφασίσατε να προσδεθείτε στο άρμα συγκεκριμένων συμφερόντων που έχουν πληρώσει εκατομμύρια για τη διαφήμιση και το lobbying που σας κάνουν. Προφανώς οι λομπίστες έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία για εσάς, από ό,τι τα παιδιά μας», ανέφερε η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25 Αγγελική Αδαμοπούλου, απευθυνόμενη στην κυβέρνηση, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια.
Η κ. Αδαμοπούλου προειδοποίησε πως όσοι ψηφίσουν σήμερα αυτό το νομοσχέδιο, «βάζουν τη σφραγίδα τους σε ένα κοινωνικό έγκλημα, το οποίο θα δημιουργήσει ένα στρατό από παιδιά κακοποιημένα και απορρυθμισμένα, από παιδιά ψυχοσυναισθηματικά διαταραγμένα και ένα στρατό από γονείς κακοποιητικούς που θα βρουν την ευκαιρία να βγάλουν την αρρώστια τους πάνω στα παιδιά». Γι' αυτό η βουλευτής του ΜέΡΑ25 κάλεσε όλους τους βουλευτές να βάλουν το συμφέρον του παιδιού πάνω από τις κομματικές γραμμές και από τα κομματικά συμφέροντα.
«Αντί να προβλέψετε ένα συμπεριληπτικό και ολιστικό υπόδειγμα εξατομικευμένης διαχείρισης και ρύθμισης των οικογενειακών υποθέσεων, εσείς κάνετε μια οριζόντια ρύθμιση, σαν να επιβάλλετε ΦΠΑ σε προϊόντα. Το ερώτημα είναι με τι υπηρετείται το συμφέρον του παιδιού; Με αυθαίρετα νομικά κριτήρια ή με την αρωγή από ειδικούς επιστήμονες που θα αγκαλιάσουν την οικογένεια, θα αφουγκραστούν τις ανάγκες της και στη συνέχεια θα καταλήξουν, για το καλύτερο δυνατό, και για το παιδί και για τους γονείς;», ανέφερε η Αγγελική Αδαμοπούλου και κατηγόρησε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι δεν λέει την αλήθεια τι ακριβώς υπηρετεί.
«Ανοίγετε διάπλατα την πόρτα στην εναλλασσόμενη κατοικία, οδηγείτε στην απορρύθμιση του παιδιού, μιλάτε στεγνά για το παιδί, αλλά ο μεγάλος σας καημός δεν είναι το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού αλλά το συμφέρον των ολίγων. Στρώνετε τον δρόμο για να ένα απορρυθμισμένο παιδί που θα γίνει μπαλάκι μεταξύ των δύο γονιών και θα γαλουχηθεί με τη νοοτροπία ότι υπάρχει ο φορτικός γονέας της καθημερινότητας και ο χαλαρός διασκεδαστικός γονέας του Σαββατοκύριακου», είπε η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25.
«Αντιμετωπίζετε τα παιδιά σαν να είναι αποκτήματα των γονέων, σαν να είναι χωράφια που πρέπει να μοιράσουν. Τα παιδιά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εξατομικευμένα, είναι αυθύπαρκτες προσωπικότητες, η γνώμη και η βούλησή του παιδιού θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Τα παιδιά ξέρουν καλύτερα από οποιονδήποτε, ποιος είναι ο κατάλληλος γονέας ακόμη και αν χειραγωγούνται», είπε η βουλευτής του ΜέΡΑ25 και πρόσθεσε ότι είναι λανθασμένο το κεντρικό πνεύμα και η φιλοσοφία αυτού του νομοσχεδίου.
«Έχετε συστρατευθεί με μια ομάδα που λασπολογούν δικαστές, απειλούν δικηγόρους, ξοδεύουν εκατομμύρια για την καμπάνια τους», είπε η κ. Αδαμοπούλου.
Στη συνέχεια, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάριας, παρουσίασε τα στοιχεία για τη γονική μέριμνα και τη διαμεσολάβηση στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο υπουργός σχολίασε και αναφορά του πρώην προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση, σε δήλωση που είχε κάνει τις προηγούμενες ημέρες, για τα προσωπικά βιώματα των βουλευτών αναφορικά με το ζήτημα της συνεπιμέλειας και της γονικής μέριμνας. «Προσωπικά βιώματα έχουμε όλοι. Προφανώς το λέω απευθυνόμενος και στην αξιότιμη πρώην υπουργό κυρία Γιαννάκου. Προφανώς δεν εμπεριείχε οποιαδήποτε μομφή η δική μου τοποθέτηση, απέναντι στα όσα ενδεχομένως η ίδια μάς προβάλει ως δικές της αντιστάσεις», είπε ο κ. Τσιάρας και προσέθεσε: «Εγώ σέβομαι τις διαφορετικές απόψεις. Θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό. Όπως επίσης έχω καταθέσει τον σεβασμό μου σε όλη την πολιτική πορεία της κυρίας υπουργού, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα αυτό να εκληφθεί με ένα λάθος τρόπο. Αντίθετα, το γεγονός ότι όλοι μας σε ένα γενικότερο οικογενειακό, ή κοινωνικό περίγυρο γινόμαστε δέκτες τέτοιου είδους καταστάσεων, νομίζω ότι είναι μια πραγματικότητα την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν επιδέχεται άλλου είδους ανάγνωση».
Νωρίτερα, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης είχε σχολιάσει ότι οι πλευρές των ενστάσεων και των διαφοροποιήσεων είναι πολλές και ανάμεσά τους και διαφοροποιήσεις από βουλευτές της συμπολίτευσης. «Πιστεύω ότι εκ παραδρομής χθες, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, κύριε υπουργέ, αναφερθήκατε στο ότι οι ενστάσεις των συναδέλφων βουλευτριών της ΝΔ, οφείλονται σε βιωματικές καταστάσεις. Επειδή αυτό δεν είναι ψόγος αλλά έπαινος, κατά τη γνώμη μου, και έτσι έπρεπε να εκληφθεί, αλλά ο λόγος που χρησιμοποιήσατε δεν κατατείνει προς τα εκεί, θα ήθελα να σας το σημειώσω και θα βρείτε την ευκαιρία ενδεχομένως να αποκαταστήσετε», είχε σχολιάσει ο Νίκος Βούτσης, απευθυνόμενος στον υπουργό Δικαιοσύνης.
Πριν από λίγο από το βήμα της Ολομέλειας, ο γραμματέας της ΚΟ της ΝΔ Ιωάννης Μπούγας υπερασπίστηκε τις διατάξεις του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια σημειώνοντας ότι «στην πολιτική είναι δυσκολότερο να αντιμετωπίζεις με τρόπο προσεκτικό, ήπιο και μετριοπαθή μεγάλα και σοβαρά κοινωνικά ζητήματα και να αποπειράσαι ριζοσπαστικές τομές από το να επιτρέπεις τη διαιώνιση παθογενειών, χωρίς να αναλαμβάνεις πρωτοβουλίες για τη διαιώνισή τους».
Ο Ιωάννης Μπούγας υπογράμμισε ότι «η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης αποδεικνύει ότι δεν διστάζει να φέρει σε δημόσιο διάλογο θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία και να προτείνει στην εθνική αντιπροσωπεία ρεαλιστικές λύσεις για την αντιμετώπισή τους».
Ο γραμματέας της ΚΟ της ΝΔ απευθύνθηκε σε προσωπικό τόνο στον υπουργό Δικαιοσύνης: «Κύριε υπουργέ, να είστε βέβαιος ότι το σχέδιο νόμου που εισηγείσθε θα επιδράσει θετικά σε κανονιστικό αλλά, κυρίως, σε παιδαγωγικό επίπεδο, στον ευαίσθητο τομέα των σχέσεων γονέων και τέκνων. Ελπίζω όσοι σήμερα κάνουν κριτική, για τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, όταν διαπιστωθεί η θετική επίδρασή τους στην ελληνική κοινωνία, να έχουν το θάρρος να ομολογήσουν το λάθος τους», σημείωσε ο κ. Μπούγας.
«Το νομοσχέδιο εμφορείται από μια κυνική, ιδιοκτησιακή αντίληψη για τα παιδιά. Έρχεται να εκμεταλλευτεί τα γονεϊκά συναισθήματα κάποιων πατεράδων, μη λέγοντάς τους και την πλήρη αλήθεια», ανέφερε η γραμματέας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, Όλγα Γεροβασίλη.
Η βουλευτής παρατήρησε ότι το καθεστώς προστασίας της οικογένειας και των παιδιών μπορεί να χρειάζεται βελτιώσεις, «σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η κατάργηση κεκτημένων δικαιωμάτων των παιδιών», όπως είπε.
Όπως κατήγγειλε, στο επίκεντρο των νέων διατάξεων είναι ο γονέας, τα «ιδιοκτησιακού τύπου» δικαιώματά του στο παιδί και ενώ τα δικαιώματα του γονιού δεν θα κρίνονται ad hoc, κατά περίπτωση, αλλά οριζόντια, εκ των προτέρων για κάθε περίπτωση.
«Αυτή είναι μια κραυγαλέα παρανομία, σύμφωνα με όλα τα διεθνή δεδομένα, σύμφωνα με την "Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού", την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», είπε η γραμματέας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
«Δεν μπορεί ο νομοθέτης να καθιερώνει 50/50 ισόχρονη εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού. Ούτε υποχρεωτικούς χρόνους επικοινωνίας, χωρίς να εξετάσει για ποιους γονείς πρόκειται και τι ανάγκες έχει το παιδί. Αυτά δεν γίνονται σε καμιά χώρα, δεν υπάρχει σε κανένα δίκαιο», είπε η Όλγα Γεροβασίλη.
«Οι φορείς κατακεραύνωσαν το νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση δεν ακούει τίποτα. Επεμβαίνει στη δικαστική εξουσία και θεσπίζει τον "κακό γονέα" του διαβάσματος, των υποχρεώσεων και τον "καλό γονέα" των διακοπών, δίνοντας υποχρεωτικά το 1/3 της επικοινωνίας», είπε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρόσθεσε: «Η κυβέρνηση, έχουμε αντιληφθεί, ότι δουλεύει πυρετωδώς για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Το χειρότερο είναι ότι τώρα η Νέα Δημοκρατία δεν διστάζει να προωθήσει τα όποια συμφέροντα ακόμη και στον ευαίσθητο τομέα του οικογενειακού δικαίου και μάλιστα εις βάρος των παιδιών».