Νομικός εκφοβισμός και τοπική περιβαλλοντική δράση. Του Μιχάλη Γουδή

Η χώρα εισέρχεται σε μία κρίση καλλιεργήσιμης γης ως συνέπεια και του χάσματος πόλης-υπαίθρου

Τα σημάδια και ο συνολικός αντίκτυπος της κλιματικής κρίσης εντείνονται χρόνο με τον χρόνο, όπως αναμενόταν, και στην Ελλάδα, με τις φωτιές, τις πλημμύρες και τα κύματα καύσωνα να διαδέχονται το ένα το άλλο.

Παράλληλα, η χώρα εισέρχεται σε μία κρίση καλλιεργήσιμης γης ως συνέπεια, συν τοις άλλοις, και του χάσματος πόλης-υπαίθρου που αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ανισόρροπης ανάπτυξης και της υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού στα αστικά κέντρα.

Συγκροτημένα μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας δεν προχωρούν στον απαραίτητο ρυθμό και η φιλοδοξία γύρω από την ενεργειακή μετάβαση εμφανίζεται ολοένα και πιο υποτονική, ενώ και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε/επιχειρείται να εφαρμοστεί, προκαλεί έντονες αντιδράσεις στις τοπικές κοινωνίες.

Η έλλειψη διαφάνειας, η ανύπαρκτη ή ελλειμματική διαβούλευση με τις κοινότητες και η επιβολή, στις περισσότερες περιπτώσεις, «αναγκαίων επενδύσεων» δεν επιτρέπουν το χτίσιμο των αναγκαίων συναινέσεων.

Σε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, προστίθεται και η ανησυχητική τάση των λεγόμενων eco-SLAPPs, στρατηγικών αγωγών κατά της δημόσιας συμμετοχής που αφορούν περιβαλλοντικά ζητήματα. Η συγκεκριμένη πρακτική που επεκτείνεται και σε περιπτώσεις υφαρπαγής γης, παρουσιάζει μία σταδιακή αύξηση ανά την επικράτεια.

Οι SLAPP αγωγές αξιοποιούνται από ισχυρούς φορείς, όταν αυτοί συναντούν αντιδράσεις και αντιστάσεις κατά την υλοποίηση των σχεδίων τους, συνήθως σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, οι εξορύξεις, ο κατασκευαστικός κλάδος κ.ά.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διεξήγαγε εκτεταμένη έρευνα γύρω από το φαινόμενο αυτό, η οποία περιλαμβάνει και ημιδομημένες συνεντεύξεις με θύματα-στόχους eco-SLAPP, δημοσιογράφους και εκπροσώπους περιβαλλοντικών οργανώσεων.

Εκτός από τη νομική διάσταση του ζητήματος, αυτό που αναδεικνύεται από την έκδοση αυτή, που υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, είναι πως σε πολλές περιοχές της χώρας καταλήγουν να εκμηδενίζονται τα περιθώρια συνεννόησης σε τοπικό επίπεδο γύρω από τις μελλοντικές προοπτικές της εκάστοτε περιοχής, σχετικά με ζητήματα περιβάλλοντος, ποιότητας ζωής και χωρικού σχεδιασμού.

Πέραν της τοπικότητας των αγωγών SLAPP, η έρευνα αναδεικνύει τη βασική ανισορροπία ισχύος μεταξύ ενάγοντος και εναγόμενου που συνοδεύεται από ένα δυσανάλογο προσωπικό, οικονομικό και επαγγελματικό κόστος που επωμίζονται τα θύματα των eco-SLAPPs που συνήθως υφίστανται και άλλες μορφές πίεσης, όπως η δημιουργία εχθρικού κλίματος στην τοπική κοινωνία, ύβρεις κ.ά.

Επίσης, καθίσταται σαφές πως σε πολλές περιπτώσεις οι αγωγές αυτές λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για την εις βάθος διερεύνηση και τη διενέργεια περαιτέρω ελέγχων σχετικά με παραβιάσεις της περιβαλλοντικής ή άλλης σχετικής νομοθεσίας, ώστε να σταματήσουν, εκτός από τις αντιδράσεις των εναγόμενων, και οι δράσεις των εναγόντων.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές πως στο συγκεκριμένο πεδίο είναι απαραίτητες δράσεις που θα διασφαλίσουν τις συνθήκες ομαλής δημοκρατικής συμμετοχής, ειδικά για ζητήματα όπως η προστασία του περιβάλλοντος που συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον.

Η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2024/1069, της λεγόμενης «anti-SLAPP» στην ελληνική νομοθεσία, είναι σίγουρα ένα ορόσημο. Φυσικά, στον πυρήνα της υπόθεσης βρίσκεται η ενίσχυση της λογοδοσίας, της διαφάνειας και των προϋποθέσεων συμμετοχής και διαβούλευσης. Η ενίσχυση, δηλαδή, της ίδιας της δημοκρατίας.