Μπάσκετ: "'Εφυγε" ο μεγάλος Ντούσαν Ίβκοβιτς
Ο θρυλικός "Ντούντα" πέθανε σε ηλικία 78 ετών, βυθίζοντας στο πένθος τους φίλους του αθλήματος στην Ευρώπη και όχι μόνο
Τα πρώτα βήματα στη Γιουγκοσλαβία, το αναπάντεχο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και μία ζηλευτή καριέρα δεκαετιών
- Newsroom
Την εποχή της άνθισης του ελληνικού μπάσκετ, τότε που τα εκατομμύρια ξοδεύονταν αφειδώς δεξιά κι αριστερά, ήταν δεδομένο πως ο δρόμος του Ντούσαν Ίβκοβιτς θα τον έβγαζε στην Ελλάδα. Ο «Ντούντα», όμως, είχε έλθει στη χώρα μας πολύ νωρίτερα, το 1980, όταν ανέλαβε τον Άρη. Ο λόγος δεν ήταν αμιγώς μπασκετικός. Ο 37χρονος τότε Σέρβος, απαστράπον μέλος της νουβέλ βαγκ της σερβικής προπονητικής, είχε απορρίψει την πρόταση της ομάδας της Θεσσαλονίκης, αλλά η βρογχίτιδα που ταλαιπωρούσε τον γιο του και η συμβουλή των γιατρών για το ευεργετικό κλίμα της Ελλάδας, τον είχε φέρει στα μέρη μας.
Ο Ίβκοβιτς, που σήμερα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, γαλούχησε γενιές σπουδαίων αθλητών και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Για τον «σοφό», όπως περιπαικτικά τον είχε χαρακτηρίσει ο Παναγιώτης Φασούλας κατά την ταραχώδη συνεργασία των δύο στον ΠΑΟΚ, θα μπορούσαν να γραφτούν εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις. Κανείς, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του καλύτερα από τον ίδιο. Ο «Ντούντα» μάς είχε κάνει την τιμή να μάς ξανασυστηθεί το 2016 μιλώντας στην ΕΡΤ, αφηγούμενος στιγμές από την τεράστια καριέρα του στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Για το πρώτο κεφάλαιο της ζωής του: «Είμαι παιδί του πολέμου, γεννήθηκα το 1943, μέσα στον πόλεμο, σε μία εποχή δύσκολη. Αυτός είναι και ο λόγος που έγινα πολεμιστής και στην καριέρα μου. Είμαι το τέταρτο παιδί της οικογένειας μου, μίας πολύ καλής οικογένειας. Εγώ προσωπικά πρώτα είμαι γεννημένος στο Βελιγράδι, σε μία περιοχή που λέγεται Ερυθρός Σταυρός. Εμείς είμαστε κλειστοί άνθρωποι εκεί. Βγήκαν σπουδαίοι άνθρωποι, σπουδαίοι παίκτες, προπονητές, ηθοποιοί, αλλά και πολλοί άλλοι. Έπαιξα μπάσκετ στην Ράντνιτσκι. Σταμάτησα το μπάσκετ στα 26-27, γιατί το μπάσκετ δεν ήταν επαγγελματικό. Δεν υπήρχε τότε μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν είχαν φιλοδοξία να γίνω προπονητής. Ο αδερφός μου ήταν πολύ μεγάλος προπονητής. Ήταν ένα τόσο μεγάλο ταλέντο που πρόσφερε πολλά στο παλιό σέρβικο και γιουγκοσλάβικο μπάσκετ. Μου είπαν κάποια στιγμή να έρθω να βοηθήσω, την ακαδημία της Ράντνιτσκι και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Ξεκίνησα βήμα-βήμα στην καριέρα μου. Ξεκίνησα από χαμηλά και έφτασα ως εκεί».
Για την ενασχόλησή του με την προπονητική: «Στην προπονητική πρέπει να υπάρχει ειδικότητα. Είναι λάθος όλοι να θέλουν να γίνουν χεντ-κόουτς. Ο Σαράβιτσα με κάλεσε το 1977 να βοηθήσω την Παρτίζαν και κατακτήσαμε τίτλους στην Ευρώπη, κάναμε το triple-crown. Ήμουν βοηθός του τότε και ήμουν νέος προπονητής, στα 34 μου. Είχα ένα σπουδαίο παίκτη, τον Κιτσάνοβιτς, αλλά και τον Ντελίμπασιτς. Μου άρεσε πάρα πολύ να έχω μία ψηλή πεντάδα. Πάντα μου άρεσε αυτό, το είχα στην φιλοσοφία μου, γιατί μου άρεσε να δημιουργώ μις-ματς».
Για τη συμφωνία του με τον Άρη: «Το 1980 πήγα στην Θεσσαλονίκη για τον Άρη. Δεν ήμουν έτοιμος να φύγω έξω από την πατρίδα. Πήγα εκεί, γιατί ο μεγάλος μου ο γιος είχε μία βρογχίτιδα και έπρεπε να αλλάξει κλίμα. Μου είπαν οι γιατροί να πάμε κοντά κάπου στην θάλασσα, να πάω Νότια. Προέκυψε το ενδιαφέρον του Άρη, αρχικά είπα “όχι”, αλλά μετά είπα “ναι”. Ήξερα πως η Ελλάδα έχει ταλέντο και ποιότητα στο μπάσκετ. Ασχολιόμουν πάντα με τους νέους παίκτες και ήξερα την δυναμική των Ελλήνων παικτών. Βέβαια, όταν πήγα εκεί, είδα τους παίκτες να έρχονται με ποδήλατα. Ήταν ερασιτέχνες και έπρεπε να το δουλέψουμε αυτό. Βέβαια, ο Άρης ναι μεν είχε πάρει το πρωτάθλημα τότε, αλλά η ομάδα ήταν καταστρεμένη, γιατί είχαν φύγει όλοι οι μεγάλοι και καλοί παίκτες του. Κάποιοι είχαν σταματήσει κιόλας.
Είχαμε αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό θυμάμαι, που είχε Γιατζόγλου, Καστρινάκη και άλλους καλούς παίκτες. Είχε ευρωπαϊκό επίπεδο τότε ο Ολυμπιακός. Απέναντι στον Καστρινάκη είχα τον Ρωμανίδη που ήταν 16 ετών και τους κερδίσαμε στο τέλος. Μου είχε πει ο έφορος πως αν τους κερδίσεις θα σου φέρω ένα δώρο. Και μου έφερε μία πολυθρόνα μπαμπού, την έχω ακόμη.
Δεν έχασα εγώ την σεζόν 1981-82. Οι άνθρωποι του Άρη τότε αποφάσισαν να μην πάρει ο Άρης το πρωτάθλημα. Είχα πάντα καλές σχέσεις με τον Νίκο Γκάλη. Δεν ξέρουν τι έλεγαν στον Γκάλη οι άνθρωποι του Άρη. Κάποια στιγμή είχε έρθει ο Γκάλης και μου έκανε παράπονα πως κάτι είχα πει για εκείνον. Εγώ όμως δεν είχα πει ποτέ κάτι κακό για εκείνον. Όταν τέλειωσε το συμβόλαιο μου εγώ αποχώρησα. Υπήρχαν διοικητικά προβλήματα τότε στον Άρη. Υπήρχε ένα όχι καλό κλίμα. Χώρισα σαν φίλος τόσο με την ομάδα του Άρη, όσο και με τον Γκάλη. Όποιος λέει πως είχα πρόβλημα μαζί του, αυτό δεν είναι αλήθεια. Μου έλεγαν στην Ελλάδα πως δεν τα πάω καλά με τις βεντέτες. Εγώ απλά στην φιλοσοφία μου θέλω από τις βεντέτες να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Δεν έχει δεν μπορώ γιατί είμαι κουρασμένος, δεν θέλω πρωινές προπονήσεις. Δεν υπήρχαν αυτά για εμένα. Ούτε μου άρεσαν ποτέ οι κλίκες μέσα στις ομάδες, ούτε εκείνοι που έκαναν τους μάγκες. Ήθελα τάξη μέσα σε κάθε ομάδα».
Για την επιστροφή στη Γιουγκοσλαβία: «Ακολούθως επέστρεψα στην Γιουγκοσλαβία, πήγα στην Σίμπενικ και το 1987 με επέλεξαν για την θέση του ομοσπονδιακού προπονητή της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν σπουδαίος. Και ο αδελφός του, ο Αλεξάντερ, ήταν σπουδαίος παίκτης. Η Σίμπενικ είναι μία μικρή πόλη στην Κροατία, αλλά έβγαλε πολλούς παίκτες. Ο Πέτροβιτς ήταν φοβερός σουτέρ. Αγαπούσε πολύ την μπάλα. Τι Μότσαρτ; Ολόκληρη συμφωνία ήταν μόνος του. Ήταν δουλευταράς. Όταν ξεκίνησε μικρός, ήταν πάντα σοβαρός και συνεπής. Ερχόταν νωρίς, ήταν πάντα τυπικός. Είχε φοβερή αίσθηση με το καλάθι. Απίστευτος σκόρερ. Ο Ντράζεν θυμάμαι κάτι που έλεγαν οι Ρώσοι για εκείνον. Αν δεν ήταν τόσο δουλευταράς, δεν θα ήταν αυτός που έγινε. Δεν μπορώ να σου πω πως ήταν ο καλύτερος παίκτης είχα ποτέ. Είχα πολλούς παίκτες δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον.
Ήμουν πανέτοιμος για την εθνική Σερβίας. Κοίτα, εγώ σε όποια ομάδα και αν ήμουν έβλεπα συνεργασίες. Όταν μου το γνωστοποίησαν πως με θέλουν, ξεκίνησα με πανεστημιάδα του 1987. Η τότε ομάδα της Γιουγκοσλαβίας δεν είχε συμπάθειες. Παίζαμε Βαρκελώνη και Μαδρίτη και είχαμε μία εχθρική αντιμετώπιση, γιατί είχαν βγει κάποια ψέμματα για τα αδέλφια Πέτροβιτς, για βιασμούς και το κλίμα στην ομάδα ήταν χάλια. Τον μεγάλο αδερφό, λοιπόν, τον “έκοψα” από την ομάδα, όπως και ακόμη έναν, τον Γκρμποβιτς, γιατί πίσω στο “3” είχα τους πιτσιρικάδες τότε Πάσπαλιε και Κούκοτς. Αυτός τότε, ο Γκρμποβιτς, έκανε φασαρία και γκρίνιαζε. Εγώ τους έλεγα πως έχω πάρει τις αποφάσεις μου. Θα πάρω αυτούς που θέλω. Έφτιαξα μία νέα ομάδα, με νεαρούς παίκτες που θα έπαιζαν πολλά χρόνια μαζί. Τους είπα αν δεν το θέλετε αυτό, πάρτε άλλον προπονητή. Φοβόντουσαν μήπως ο Ντράζεν μου έκανε παράπονα για τον αδελφό του. Δεν μου είπε ποτέ τίποτα. Και είδατε τι ονειρική ομάδα φτιάξαμε. Όλα τα μεγάλα ταλέντα του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ σε μία ομάδα. Που έγινε αγαπητή σε όλο τον κόσμο, που έπαιξε ένα τρομερό μπάσκετ και έμεινε στην ιστορία».
Για το εμπάργκο του 1991 και την περίφημη ιστορία με τον Γιούρι Ζντοβτς: «Η βοήθεια της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας ήταν μεγάλη προς την εθνική Σερβίας. Και σας ευχαριστούμε θερμά. Είχαμε έρθει να παίξουμε κάποια φιλικά γιατί λόγω του εμπάργκο δεν μας ήθελε κανείς. Προσπαθούσαμε να παίξουμε σε κάποια διοργάνωση και παντού μας απέρριπταν. Ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της καριέρας μου ήταν όταν είπα στους παίκτες μου να φύγουμε από την Αθήνα, γιατί δεν θα παίζαμε πουθενά, σε καμία διοργάνωση ως Σερβία λόγω του εμπάργκο.
Δεν είχα πρόβλημα με τον Ζντοβτς όταν μου είπε πως δεν μπορεί να παίξει λόγω της Σλοβενίας, εξαιτίας του πολέμου τότε το 1991. Το αντιμετώπισα σαν φίλος και τον στήριξα. Θα σου πω τι έγινε: έρχεται στο δωμάτιο μου ο Ζντοβτς προβληματισμένος και μου λέει “κόουτς αν παίξω, μου είπαν στο τηλέφωνο από την Σλοβενία, πως θα είμαι προδότης για την χώρα, τι να κάνω;”. Του λέω “μη σε νοιάζει, δεν φταις εσύ, δεν είσαι έτοιμος να παίξεις κιόλας, δεν πειράζει” και δεν τον χρησιμοποίησα. Τον στήριξα και τον βοήθησα γιατί ήταν σε δύσκολη θέση. Μπήκε η πολιτική στον αθλητισμό. Κατάλαβα πολλά πράγματα εκείνη την μέρα. Ευτυχώς καταφέραμε τότε να κατακτήσουμε το Ευρωμπάσκετ το 1991 στην Ιταλία».
Για τον ΠΑΟΚ: «Μετά τον Άρη δεν σκέφτηκα ποτέ να δουλέψω ξανά στην Ελλάδα. Συμφώνησα το 1991 και ήρθα στον ΠΑΟΚ. Κάναμε ένα πλάνο τριετίας. Είχαμε μία τρομερή ομάδα, με εξαιρετικούς παίκτες. Ο ΠΑΟΚ τότε έπαιξε εξαιρετικό μπάσκετ και έπρεπε να γίνει η πρώτη ελληνική ομάδα που θα έπαιρνε το πρωταθλητριών Ευρώπης. Το 1993 δυστυχώς χάσαμε τον τίτλο στην Αθήνα. Αξίζαμε όμως να το πάρουμε το τρόπαιο, γιατί είχαμε παίξει πάρα πολύ καλό μπάσκετ. Ήταν κρίμα. Είχαμε κάνει τρομερή χρονιά. Πήραμε το πρωτάθλημα το 1992, αλλά θα μπορούμε και το ευρωπαϊκό το 1993. Φτάσαμε στο φάιναλ φορ, αλλά δεν τα καταφέραμε. Δεν είχα δει ποτέ τον ημιτελικό που χάσαμε από την Μπενετόν. Μας κόστισε ο τραυματισμός του Τσέκου. Ήταν πολύτιμος παίκτης για εμάς. Χάλασε η χημεία μας. Θυμάμαι πως ο Φασούλας δέχτηκε γρήγορα τρία φάουλ και είχαμε πρόβλημα. Μετά έβαλα πιο μέσα στην ρακέτα τον Μπάρλοου που είχε να μαρκάρει τον Κούκοτς, μετά ανέβασα τον Μπουντούρη, γενικά άλλαξε το ροτέισον, κάποιοι παίκτες κουράστηκαν γιατί έπαιξαν περισσότερο και δεν είχαμε ανάσες στο τέλος. Χάλασε η χημεία μας στο τέλος και ήταν κρίμα».
Για τη σχέση του με τον Φασούλα: «Θυμάμαι τα πάντα. Λέω πάντα πως όταν κερδίζει η ομάδα, κερδίζουν οι παίκτες. Όταν χάνει η ομάδα, λέω χάνει ο προπονητής. Με τον Φασούλα δεν είχα πρόβλημα, είχα καλή σχέση και με εκείνον και με την οικογένειά του. Απλά δεν μου άρεσαν κάποια πράγματα και είπα “τέλος”».
Για την ιστορία με τον Λέβινγκστον: «Ψάχναμε παίκτες για την θέση “3” τότε. Είχε έρθει ο Κλιφ Λέβινγκστον με κάτι δαχτυλίδια, ξεκινάμε παίζουμε, παίζουμε χάλια και βλέπω πως εδώ έχει χαθεί η χημεία. Έπιναν πορτοκαλάδες οι άλλοι και εκείνος ήθελε κόκα-κόλα. Τον έπιασα μια μέρα και του είπα “είσαι πολύ καλός παίκτης, αλλά θα ήταν καλύτερα να πάρεις μία άδεια να ηρεμήσεις για να καταλάβεις που βρίσκεσαι, γιατί εδώ είναι Ευρώπη”. Αυτός τσαντίστηκε και πήγε στον πρόεδρο. Μετά ήρθε ο πρόεδρος να μου μιλήσει για το θέμα. Ήθελε και εκείνος να παίξει. Του είπα “πρέπει να με ακούσεις για να διακριθείς”. Του είπε “φίλε, σταμάτα, άσε τους Σικάγο Μπουλς που έπαιζες. Δεν ήρθες εδώ να κάνεις τον Τζόρνταν”. Του άλλαξα θέση, τον έβαλα στο “4” και διέπρεψε. Έγινε το καλύτερο 4άρι στην Ευρώπη τότε».
Για τον Πανιώνιο: «Ο Πανιώνιος τότε είχε πάρα πολύ καλούς παίκτες, στόχευε μέχρι και για το πρωτάθλημα. Είχε Γιαννάκη, Ντίνκινς, Φάνη, Πάσπαλιε και άλλους. Κοντέψαμε να νικήσουμε τον Παναθηναϊκό και να περάσουμε στους τελικούς. Τότε το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν το καλύτερο στην Ευρώπη. Ο Φάνης ήταν τεράστιο ταλέντο, σπουδαίος παίκτης. Ο Φάνης κάποια στιγμή έχασε την όρεξη για το μπάσκετ. Κάποια στιγμή είχε έρθει και είχε πάρει μεγάλο βάρος. Του είπα “πρέπει να πας σε ένα κέντρο να χάσεις τα κιλά”, αλλά μου έλεγε “όχι, κόουτς, θα παίξω έτσι, είμαι μια χαρά”. Θυμάμαι έχουμε αποκλείσει τον ΠΑΟΚ, προκρίθηκε ο Πανιώνιος Ευρώπη και είχαμε υποδοχή μόνο από τρία άτομα. Πολύ το χάρηκα. Τότε όλοι ήταν απλήρωτοι. Έπαιζαν τόσο καλά και ήταν απλήρωτοι. Μπράβο τους».
Για τον Ολυμπιακό το 1997: «Ήταν πολύ καλή ομάδα τότε ο Ολυμπιακός, πριν έρθω, με Ιωαννίδη προπονητή. Είχα δεχτεί κριτική όντως εκείνη την σεζόν. Έχω φιλίες σε όποια ομάδα πήγα. Ήμουν πολύ καλός φίλος και είμαι με τον Σωκράτη Κόκκαλη. Είχαμε χάσει από τον ΒΑΟ, είχαμε παίξει άσχημα. Εκείνη την χρονιά στην Ευρώπη ήταν κρίσιμο εκείνο το ματς στην Μόσχα το 1996, τα Χριστούγεννα. Πολύ σημαντική νίκη εκείνη απέναντι στην ΤΣΣΚΑ. Και μετά περάσαμε τη Παρτίζαν, πήγαμε στο φάιναλ φορ και πήραμε το Ευρωπαϊκό πανάξια, παίζοντας τρομερό μπάσκετ το 1997. Πήραμε και τα τρία τρόπαια εκείνη την σεζόν.
Μου έλεγαν ότι έκανα καταπληκτική δουλειά τότε, όταν κάναμε το triple-crown το 1997, αλλά εγώ έλεγα πως όπως δούλευα, έτσι δούλεψα και εκείνη την χρονιά. Για τον Ρίβερς έλεγαν να φύγει κατά την διάρκεια της σεζόν. Και όμως ήταν ο MVP στο τέλος. Εκείνη η ομάδα ρόλαρε πάρα πολύ δύσκολα. Πήραμε το Ευρωπαϊκό με έναν Αμερικανό.
Με τον Ρίβερς έγινε ένα λάθος. Ήθελε να μείνει πολύ στην ομάδα, τον ήθελα και τον θέλαμε. Είπε τότε ο παίκτης πως έπρεπε να αμειφθεί με καλά λεφτά, γιατί ήταν MVP των τελικών και του φάιναλ φορ. Ήθελε να είναι από τους πιο ακριβοπληρωμένους στην Ευρώπη. Στον Ολυμπιακό τότε κάπως απομακρύνθηκαν, δεν τον πήραν τηλέφωνο άμεσα, έβγαλαν προς τα έξω ψευδώς πως υπήρχε και μία 24ωρη πρόταση, μου είπαν να αναλάβω εγώ την υπόθεση και ξαφνικά η Μπολόνια έρχεται και του κάνει προσφορά. Με πήρε τηλέφωνο ο Ρίβερς και μου λέει “κόουτς, εγώ θέλω να μείνω, αλλά δεν βρίσκω κανέναν στον τηλέφωνο. Έχω έτοιμη πρόταση από Μπολόνια και είναι καλή, δεν μπορώ να πω όχι”. Εκεί πιστεύω πως έγινε λάθος από τη διοίκηση του Ολυμπιακού. Δεν τον εκτίμησαν Έπρεπε να τον κρατήσουν. Πήραμε τον Χόκινς, αλλά δεν είχε την νοοτροπία του νικητή που είχε ο Ρίβερς. Την επόμενη χρονιά παίξαμε καλό μπάσκετ, είχαμε καλή ομάδα, αλλά όχι την χημεία που θέλαμε. Ήταν να φέρω και τον Μποντιρόγκα, αλλά μου είπαν όχι.
Με τον Σωκράτη Κόκκαλη είχα εξαιρετική σχέση. Πνευματική φιλία. Ταιριάζαμε, είχαμε άριστη επικοινωνία και καλή σχέση. Ο Ολυμπιακός μου έδωσε τις καλύτερες συνθήκες. Ο Ολυμπιακός έχει τον καλύτερο κόσμο. Τρομερός. Η διοίκηση ήταν καταπληκτική. Όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό ένιωσα ότι έπρεπε να φύγω. Ο Σωκράτης Κόκκαλης μου είπε “μην ακούς τι λένε, θα μείνεις όσο θες, σε πιστεύω”. Με ήθελε. Του είπα “όχι, σε ευχαριστώ, θα τα πούμε άλλη φορά στο μέλλον”. Μου ξαναείπε να μείνω, του είπα όχι και χωρίσαμε μπορώ να πω με δάκρυα, αλλά πάντα αγαπημένοι. Έχουμε τεράστια εκτίμηση ο ένας τον άλλον».
Για την ΑΕΚ: «Στην ΑΕΚ έχτισα μία ομάδα που έμεινε. Πήρα τον Ζήση στα 17 του χρόνια από την ΧΑΝΘ. Φτιάξαμε μία ομάδα με υψηλό επίπεδο. Με πολύ καλούς παίκτες. Πήραμε Κύπελλα Ελλάδας, πήραμε Σαπόρτα, είχαμε καλούς παίκτες, Χατζή, Ντικούδη, Κακιούζη, Κορωνιό. Θυμάμαι κερδίσαμε στον τελικό την Μπολόνια του Ντανίλοβιτς».
Για την ΤΣΣΚΑ: «Όταν πήγα στην ΤΣΣΚΑ βρήκα ένα χάος. Φτιάξαμε την ομάδα από την αρχή. Όλη την μέρα δουλεύαμε. Φαγητό έτρωγα στο πόδι. Ούτε ρούχα δεν είχαμε. Έψαχνα παίκτες και μου πρότειναν δύο παίκτες. Τον Χατζηβρέττα και τον Παπαλουκά. Είχε ένα πρόβλημα με τον Ολυμπιακό. Τότε μάλιστα του λέμε του Παπαλουκά “έλα”, αλλά η μάνα του τού έλεγε “πού να πας στην Ρωσία, εκεί πέφτουν αεροπλάνα”, αλλά τελικά τον πήραμε μαζί μας. Ακολούθως φτιάξαμε μία καλή ομάδα, αλλά υπήρχε τεράστια πίεση να πάρουμε το Ευρωπαϊκό το 2005 στην Μόσχα. Ήμασταν αήττητοι τότε, αλλά δεν παίξαμε καλά στον ημιτελικό με την Ταουγκρές. Χάσαμε 17 βολές. Είχαν σπουδαία ομάδα οι Ισπανοί. Είχαν Καλντερόν, Πριτζιόνι, Σκόλα, Ματσιγιάουσκας, τους είχαμε κερδίσει πριν έξι σερί φορές, αλλά είχαμε πίεση και δεν τα καταφέραμε. Υπήρχε μεγάλη πίεση από τον τότε πρόεδρο».
Για την αποχώρηση του από τον Ολυμπιακό το 2012: «Εγώ σε όλη την προπονητική φιλοσοφία μου έλεγα κάτι. Ποτέ στην ίδια ομάδα. Μόνο για τον Ολυμπιακό έκανα εξαίρεση το 2010. Ίσως ήταν θέλημα θεού. Θυμάμαι την πρώτη επαφή που είχα με τους Αγγελόπουλους στο σπίτι μου τότε, το 2010 όταν και τους είπα το ΟΚ. Την περασμένη σεζόν, με κόουτς Γιαννάκη, είχαν ένα μπάτζετ κοντά στα 30 εκατομμύρια ευρώ. Περίμεναν τι θα κάνουν Τσίλντρες και Κλέιζα, αλλά τελικά αποφάσισαν να επιστρέψουν στο ΝΒΑ. Είχαμε καλή ομάδα και τότε, παίξαμε καλό μπάσκετ. Θυμάμαι που κερδίσαμε την Σιένα με 50 πόντους διαφορά σχεδόν στα προημιτελικά, αλλά μετά δυστυχώς αποκλειστήκαμε. Μας κόστισε αυτό. Είχα τρεις σπουδαίους γκαρντ, που δύσκολα μπορεί να έχει ποτέ μία ομάδα, όπως τους Παπαλουκά, Σπανούλη, Τεόντοσιτς. Κάπου εκεί το χάσαμε, γιατί ο καθένας ήθελε από μία μπάλα. Έχασα κάπου εκεί την ισορροπία εκείνη την χρονιά.
Μετά, το 2011, οι Αγγελόπουλοι ήθελαν να φύγουν, γιατί ήταν θυμωμένοι με την ομοσπονδία. Τους είπα “αν και έχω έναν χρόνο ακόμη συμβόλαιο, δεν υπάρχει πρόβλημα, φεύγω, δεν το κάνω για τα λεφτά”. Μου ζήτησαν, όμως, να μείνω και να φτιάξουμε μία ομάδα με πάρα πολύ μικρό μπάτζετ. Είχαμε μόνο ένα μεγάλο συμβόλαιο του Σπανούλη, όλοι οι άλλοι έπαιρναν λίγα. Ο Πρίντεζης τότε έπαιρνε 300 χιλιάρικα που είχε επιστρέψει από Μάλαγα. Δεν παίζαμε καλά στην αρχή, αλλά μετά πήραμε τους Ντόρσεϊ και Λο, ρόλαρε η ομάδα, βρήκε ρυθμό, αλλάξαμε την άμυνα και βρήκαμε χημεία. Από εκεί και πέρα, από τον Φλεβάρη και μετά, παίξαμε εξαιρετικό μπάσκετ. Φτάσαμε στο φάιναλ φορ και πήραμε και το τρόπαιο. Δεν έγινε τυχαία αυτό. Αξίζαμε να το πάρουμε, παλέψαμε σκληρά για το να καταφέρουμε. Πρέπει ο κόσμος να ευχαριστήσει τον Χάινς για την προσφορά του. Ήταν καταπληκτικός. Κάναμε μόδα με τον Χάινς. Όλοι πλέον ήθελαν έναν αθλητικό σέντερ. Του είχα πει “έχεις σχεδόν το ύψος μου και παίζεις μπάσκετ με καρδιά, όπως λειτουργώ και εγώ”. Θυμάμαι κάτι χαρακτηριστικό. Στον τελικό του φάιναλ φορ όλοι οι Αμερικανοί τέλειωσαν άποντοι. Ήμασταν ομάδα, δεν είχε σημασία ποιος έβαλε τους πόντους. Όλοι συνεισέφεραν, ο καθένας από τον ρόλο του. Ο Σπανούλης είναι ο καλύτερος ηγέτης σε όλο τον κόσμο. Δουλευταράς και σπουδαίος παίκτης. Δεν υπάρχει άλλος ηγέτης σαν εκείνον. Είναι ο μεγαλύτερος ηγέτης. Τρομερός παίκτης.
Ο λόγος που έφυγα από τον Ολυμπιακό το 2012 ήταν ο εξής: τότε υπήρχε μία φιλοσοφία, όσο είναι απλήρωτοι παίκτες και προπονητές, τόσο καλύτερα παίζουν. Δεν συμφωνώ. Το καλοκαίρι του 2012, μετά τα πρωταθλήματα, πάω στο μίτινγκ για να μιλήσουμε για την επόμενη χρονιά. Μου είπαν οι Αγγελόπουλοι για ένα μπάτζετ κοντά στα 7 εκατομμύρια ευρώ. Μου είπαν “σε θέλουμε και για την νέα χρονιά, συνεχίζουμε, αλλά θα κόψουμε το μπάτζετ γιατί έχουμε κάποια προβλήματα. Θα κόψουμε από τους παίκτες 20% και από το προπονητικό τιμ 1 εκατομμύριο. Αυτό θα το κόψεις κυρίως από τους συνεργάτες σου”. Τους λέω “τι να κόψω από τους συνεργάτες; ”. Αυτοί έπαιρναν ελάχιστα χρήματα. Δεν μου άρεσαν αυτά που άκουσα και τότε τους είπα τα εξής: “Παιδιά, είμαι λίγο κουρασμένος, εγώ σταματώ την προπονητική. Έχω και την εθνική Σερβίας, θα συγκεντρωθώ εκεί, δεν πειράζει, ας το αφήσουμε”.
Μα μου είπαν να κόψουν το 20% στο μπάτζετ όσον αφορά τους παίκτες και αμέσως μετά μου λένε θα κόψουμε 1 εκατομμύριο από το προπονητικό-τιμ. Γινόταν όλο αυτό να το δεχτώ; Δεν έκανα αυτή την δουλειά για τα χρήματα, δεν με ενδιέφεραν, αλλά η πρότασή τους δεν μου άρεσε καθόλου. Έβγαλαν μετά μία ανακοίνωση, αλλά έτσι όπως βγήκε, κανένας δεν κατάλαβε τους λόγους που έφυγα.
Μετά θυμάμαι με πήρε στο τηλέφωνο ο Σπανούλης και μου λέει “κόουτς γιατί μας αφήνεις, γιατί φεύγεις, τι έγινε;”. Του εξήγησα τι έγινε και κατάλαβε. Θυμάμαι τον Πρίντεζη μου είπε κάποτε, με τον οποίο είμαστε φίλοι, “κόουτς εμείς παίζαμε παλιά για τα λεφτά, τώρα παίζουμε για να μάθουμε το μπάσκετ”.
Αυτό που δεν κατάλαβε ο κόσμος, είναι πως εγώ με την αποχώρησή μου ουσιαστικά βοήθησα τον Ολυμπιακό. Γιατί με το που έφυγα ο Ολυμπιακός δεν έκανε μεγάλη μείωση στο μπάτζετ και κράτησε χρήματα για τους παίκτες. Θα πω και κάτι ακόμη. Είμαι σίγουρος πως τότε υπήρχε μία κοινή συμφωνία, μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Ήταν συνεννοημένοι Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός να αφήνουν απλήρωτους τους παίκτες για τουλάχιστον τρεις μήνες. Ήταν κάτι που γινόταν συχνά, γιατί έτσι νόμιζαν πως οι παίκτες θα απέδιδαν καλύτερα. Δεν είναι όμως έτσι. Τέλος πάντων, εγώ τον Ολυμπιακό τον έχω στην καρδιά μου».
Ο θρυλικός "Ντούντα" πέθανε σε ηλικία 78 ετών, βυθίζοντας στο πένθος τους φίλους του αθλήματος στην Ευρώπη και όχι μόνο
Ο σύλλογος παρέδωσε τιμητική πλακέτα στη σύζυγό του εκλιπόντος, Νένα
Ο φόργουορντ του Παναθηναϊκού «έβγαλε» μέρος της προπόνησης και η συμμετοχή του θα κριθεί λίγο πριν ξεκινήσει ο ημιτελικός του Ευρωμπάσκετ
Η διοργάνωση θα διεξαχθεί στο Τόκιο από τις 13 μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου