
Καθαρά Δευτέρα στο καφενείο ο Λευκός Πύργος. Είμαι με παρέα που γνωρίζω εν μέρει. Η Δευτέρα είναι Καθαρά μόνο κατ’ επίφαση. Το πρωί δούλευα και το κεφάλι είναι καζάνι. Καθόμαστε με χύμα κρασί που δεν πίνω. Γνωρίζω τον τέταρτο της παρέας. Ανήκε στο διπλωματικό σώμα. Όταν είδε λέει η μαμά του ότι μπορεί να επιβιώσει από τα βασανιστήρια που του έκανε τον έστειλε στο σώμα. Είναι κοντά στα 65. Είναι πολύ περίεργο πως όταν έχεις δει έναν άνθρωπο να συμπεριφέρεται μόνο σε σχέση με σένα πώς αλάλζουν οι εντυπώσεις σου όταν τον βλέπεις να αλληλεπιδρά με τρίτους.Ο τέταρτος που δεν γνωρίζω, ανταλλάσσει εμπειρίες με τον τρίτο της παρέας, που γνωρίζω, από τα ταξίδια τους στην Αφρική, την Κούβα, την Ινδία, μέρη που πιθανώς να μην προλάβω να τα δω. Μπορεί και να προλάβω, σκέφτομαι. Εξαρτάται από τη ζωή που θα επιλέξω να ζήσω. Έλεγε ο Πεσόα, αυτός που δεν είναι ευτυχισμένος στο σπίτι του δεν είναι ευτυχισμένος πουθενά. Ο σερβιτόρος στον Πύργο μου χαμογελάει. Σπουδάζει ξεναγός αλλά λόγω δουλειάς είναι έτοιμος να τα παρατήσει. Του θυμίζω πως μου έχει υποσχεθεί να μην το κάνει. Χαμογελάει κρατώντας σαρακοστιανά.
Μέρες πριν ανοίγουμε κουβεντούλα με τον ιδιοκτήτη ενός κυριλέ εστιατορίου στην πόλη. Είναι ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου και γύρω μας βρίσκονται νεαρά ζευγάρια. Τα κορίτσια φορούν διχτυωτά καλσόν και κόκκινα κραγιόν. Έχουν τέλεια πόδια και τέλεια παπούτσια να τα στολίζουν. Στο παραδιπλανό μας τραπέζι ένα ζευγάρι τραβάει την προσοχή. Η κοπέλα είναι πανύψηλη με πάρα πολύ κοντό φόρεμα, μαλλιά ξανθά ως τη μέση και τέλειο μπούστο. Ο συνοδός της συνηθισμένος νέος άντρας, μάλλον σεμνός. Με τον ιδιοκτήτη φιλοσοφούμε ενώ την κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου.
«Ζούμε σ’ ένα καινούριο κόσμο με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας» μου λέει. «Ο νέος κόσμος είναι πιο νευρικός, υπάρχει ένταση στο τραπέζι. Παλιότερα ο κόσμος έβγαινε να πιει ένα ωραίο κρασί. Τώρα όχι».
Τον τσιγκλίζω λέγοντας του πως κάθε βράδυ θα πρέπει να βλέπει πολλά ενδιαφέροντα γεγονότα να εκτυλίσσονται στο μαγαζί του. «Δεν μπορείς να φανταστείς» μου απαντάει. «Πείτε μου ένα» του λέω. Μου δείχνει το ζευγάρι που έχει τραβήξει και τη δική μου προσοχή. «Είναι άντρας;» τον ρωτάω. «Άντρακλας» μου απαντάει.
Προς στιγμήν σοκάρομαι, μετά όμως καταλαβαίνω πως δεν έχει καμία σημασία. Μα καμία. Ποια είμαι εγώ να κρίνω. Ο καθένας ζει τη ζωή που επιλέγει να ζήσει.
Ανάμεσα στις δύο γιορτές βγήκα με δύο φίλες μου. Η μία που τη λένε Μαρία και τον άντρα της Νικηφόρο μας είπε μισογελαστά μισοθυμωμένα (προσπαθεί χρόνια να αδυνατίσει), «Πηγαίνω σε διαιτολόγο που τον λένε Νικηφόρο και τη γυναίκα του τη λένε Μαρία». Η άλλη φίλη μου πάσχει από κατάθλιψη. Παίρνει χρόνια φάρμακα. Την ξέρω από μικρό κορίτσι. Θέλω την παλιά μου φίλη πίσω. Θέλω να την ταρακουνήσω, να της φωνάξω ότι η ζωή περνάει και χάνεται. Ότι τα χρόνια δεν θα ξαναέρθουν.
Και ξανασκέφτομαι το χαζό μου μότο. Ο καθένας ζει την ζωή που επιλέγει να ζήσει. Και αναθεωρώ για άλλη μία φορά. Κάνω reset.
Πιανόμαστε από τα καθημερινά και μπαίνουμε σε περιδίνηση για να μην σκεφτόμαστε το θάνατο. Και το μόνο που καταφέρνουμε είναι ο χρόνος να περνάει και ο θάνατος να έρχεται πιο γρήγορα.
Υ.Γ. Οι γραμμές αυτές γράφτηκαν μία ημέρα πριν την τραγωδία στα Τέμπη. Λόγια παρηγοριάς δεν υπάρχουν. Η Ελλάδα θρηνεί. Θα επανέλθω.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 05.03.2023