- Newsroom
Πέντε βιβλία ελληνικής πεζογραφίας για τις γιορτές προτείνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, δίνοντας έστω και εν μέρει το στίγμα της χρονιάς που φεύγει ή υπενθυμίζοντας πάγιες λογοτεχνικές αξίες του παρελθόντος. Την ερχόμενη εβδομάδα θα συνεχίσουμε με ξένη πεζογραφία.
Τι ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Ο Ιωσήφ μετά» (εκδόσεις Καστανιώτη); Γιατί τόσες συσσωρευμένες αυτοκτονίες και για ποιον λόγο τόσο θανατικό; Η λογοτεχνία μπορεί να αυξήσει την πραγματικότητα όσο της χρειάζεται. Το ζήτημα πάντοτε είναι να δείξει γιατί χρειάζεται την επαύξηση. Όπως σημειώνει η συγγραφέας, το μυθιστόρημά της μεταγράφει πραγματικά γεγονότα, άρα τα λεγόμενα της Θάλειας, κεντρικής φωνής στην εξέλιξη της πλοκής, υπέχουν τη θέση, και αναλαμβάνουν τη λειτουργία, μιας έμμεσης μαρτυρίας. Ύστερα η αφήγηση αποτελεί υπόδειγμα αποδραματοποίησης: χωρίς πολλά λόγια και συναισθηματικές εξάρσεις, λιτή και με ολιγοσέλιδα κεφάλαια, έρχεται από την πρώτη στιγμή να μας συστηθεί με τη γύμνια, με την ακρίβεια και με την αμεσότητά της. Ένα βιβλίο που αντί να σηκώσει επιδεικτικά το δάχτυλο μάς ζητάει να σταθούμε κοντά του, όπως ξέρει και μπορεί να το κάνει κάθε φορά η καλή λογοτεχνία.
Οι νεαροί πρωταγωνιστές στο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Αθωότητα» (Κέδρος) είναι ο Τζώρτζης και ο Λένος, που μας κάνουν τον Τζωρτζ και τον Λένι στη νουβέλα «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937) του Τζον Στάινμπεκ (1902-1968). Ο Ραπτόπουλος διασκευάζει τον Στάινμπεκ, με άλλα λόγια τον εγκλιματίζει στα ελληνικά δεδομένα. Αντί για τη δεκαετία του 1930 και για τη μεγάλη οικονομική ύφεση του 1929 έχουμε τη σύγχρονη Αθήνα με την καθημερινή οικονομική της μιζέρια και αντί για ένα ράντσο στην Καλιφόρνια παρακολουθούμε μια αποθήκη με δέματα εντύπων για βιβλιοδεσία κάπου στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι συνθήκες, όμως, δεν διαφέρουν. Οι έννοιες της φιλίας, της αγάπης, της αδυναμίας, αλλά και της εμπιστοσύνης, της αθέλητης βίας, της παραλυτικής ανασφάλειας, της προδοσίας, της γυναικείας υποδούλωσης και ταυτοχρόνως της αφόρητης ανάγκης για ανεξαρτησία δεν θέλουν να παραδώσουν τους δυο πρωταγωνιστές στον αφανισμό ούτε όμως και να τους χαριστούν στο επίπεδο της δραματουργίας. Έτσι, εντούτοις, κερδίζει η λογοτεχνία το χτίσιμο των χαρακτήρων της και τα εύσημα της γραφής της.
Ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν εκβιάζει πολιτικά τη λογοτεχνία στο μυθιστόρημά του «Απάρνηση» (Τόπος) και δεν βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα, ακόμα λιγότερο να διδάξει ή να καθοδηγήσει. Το πολυπρόσωπο κοινόβιο όπου ζουν οι πρωταγωνιστές του είναι ταξικά και κοινωνικά αντιπροσωπευτικό και κατ’ αυτό τον τρόπο τα γυμνά πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό δεν γίνονται μηχανική μήτρα ή μηχανικό φόντο για τη ζωή των ηρώων αλλά συμπλέκονται σε διαρκή, ηθελημένα ακατάσχετη ροή με τα ερωτικά πάθη, με τις ενδοοικογενειακές αντιθέσεις και με τις υπαρξιακές αναστατώσεις τους. Κι αυτά χάρη σε μια μη γραμμική, πολυμερή και πολύτροπη αφήγηση.
Ο Ανδρέας Μήτσου έχει παρεμβάλει από πολύ παλιά στην πεζογραφία του ένα φανταστικό και παραμυθιακό στοιχείο στο οποίο επανέρχεται τώρα, δοκιμάζοντας να μιλήσει εμμέσως πλην σαφώς όχι μόνο για τον ρατσισμό και την ξενηλασία, που γεννιούνται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας, μα και για την έννοια της αλληλεγγύης και της αγάπης όταν αποκτά αίφνης τη μορφή μιας πολλαπλά σημαίνουσας παραβολής. Τα «Δυο παράξενα πλάσματα» (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι κάτι παραπάνω από μαγικός ρεαλισμός και η αναληθοφάνειά τους αγγίζει τις παράδοξες συνευρέσεις του υπερρεαλισμού μαζί με τους υπερβατικούς τόπους των παραμυθιών. Ούτε ο υπερρεαλισμός ούτε τα παραμύθια επιδιώκουν να διδάξουν κάτι χρήσιμο για την ανθρώπινη διαβίωση και για την ηθική της. Πιο πολύ ζητούν να συνεγείρουν και να συστρατεύσουν σε μια ουτοπία ευδαιμονίας, σε ένα προσκλητήριο υπέρβασης όλων των γήινων περιορισμών.
Διαβάστηκε από γενιές επί γενεών αναγνωστών και δεν έχει πάψει να διαβάζεται μέχρι και σήμερα.
Ανέβηκε στο θέατρο το 1959 διασκευασμένο από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και έγινε μεγάλη επιτυχία. Προκάλεσε πολλές συζητήσεις στον καιρό του και αποτελεί αντικείμενο της ιστορικής και της φιλολογικής έρευνας εδώ και κάποιες δεκαετίες. Προοριζόταν για παιδιά, αλλά αποτέλεσε ανέκαθεν πηγή απόλαυσης και για τους μεγάλους.
Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1910 και φέτος έκλεισε 115 χρόνια ζωής. Ευκαιρία για μια καινούργια έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης με εκτενές επίμετρο της ιστορικού Ιωάννας Πετροπούλου (ίσο σε έκταση με την έκταση του βιβλίου). Λιγότερο από παιδικό ανάγνωσμα, το «Παραμύθι χωρίς όνομα» αποτελεί, τουλάχιστον με σύγχρονα κριτήρια, ένα αλληγορικό πολιτικό μυθιστόρημα ταιριαστό όχι μόνο με τη νεότερη ελληνική ιστορία αλλά και γενικότερα με την ιστορία χωρών που ταλαιπωρήθηκαν πολύ μέχρι να εξασφαλίσουν την ισορροπία τους, μέχρι να ανοίξουν τον δρόμο προς την εδραία ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό τους. Το ζήτημα με την Πηνελόπη Δέλτα στο «Παραμύθι χωρίς όνομα» είναι το πώς έρχεται να συναρπάσει μικρούς και μεγάλους μια γκροτέσκα μα και γόνιμα διδακτική ιστορία για τις τύχες του αλλοτινού και του σημερινού ελληνισμού.