- Newsroom
Η Ιταλίδα ηθοποιός Κλαούντια Καρντινάλε, ένας θρύλος του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960, πέθανε σήμερα σε ηλικία 87 ετών, «έχοντας στο πλευρό της τα παιδιά της», στο Νεμούρ, κοντά στο Παρίσι, όπου είχε εγκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια, ανακοίνωσε ο ατζέντης της, Λοράν Σαβρί.

Η Καρντινάλε, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Κλοντ Ζοζεφίν Ροζ Καρντινάλε, γεννήθηκε στην Τύνιδα το 1938. Τη δεκαετία του 1960 συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως τους Λουκίνο Βισκόντι, Φεντερίκο Φελίνι, Ρίτσαρντς Μπρουκς, Σέρτζιο Λεόνε και Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Ως πρωτότοκη από τέσσερα αδέλφια, έζησε αρχικά ανέμελα στον ήλιο, άγρια και ατίθαση σαν αγοροκόριτσο, έχοντας όλα όσα θα μπορούσαν να τη κάνουν ευτυχισμένη. Όμως η ζωή της ξεκίνησε με ένα τραύμα, για να καταλήξει σε θρίαμβο.
Το 1957 υπήρξε θύμα βιασμού. Από εκείνη τη βαθιά τραυματική εμπειρία γεννήθηκε ο γιος της, Πάτρικ, γεγονός που κράτησε κρυφό, ώστε να μη σταθεί εμπόδιο στη λαμπρή καριέρα που ξεκινούσε. Από τη στιγμή που κέρδισε τον τίτλο της «Ομορφότερης Ιταλίδας της Τύνιδας» σε διαγωνισμό του ιταλικού κινηματογραφικού γραφείου και ταξίδεψε ως τουρίστρια στη Μόστρα της Βενετίας, όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. «Claudia! Claudia!» φώναζαν οι φωτογράφοι βλέποντας το φρέσκο κορίτσι με το μπικίνι που είχε ράψει η μητέρα της. Το όνομα έμεινε.
Η πρώτη της εμφάνιση στην κάμερα ήρθε από τον Μάριο Μονιτσέλι, σε μια μικρή συμμετοχή στο «Le Pigeon», την ιταλική κωμωδία με τους Βιτόριο Γκάσμαν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Τοτό. Παρ’ όλα αυτά, επέστρεψε στα μαθήματά της, με προοπτική να γίνει δασκάλα σε κάποιο σχολείο στη νότια Τυνησία.
Από το 1961 και μετά, η παρουσία της σε ταινίες με τους Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Ζακ Περρέν, Τζαν Μαρία Βολοντέ, την καθιέρωσε. Παρά τις δυσκολίες με τη γλώσσα, η λάμψη της ήταν αδιαμφισβήτητη. Με τον παραγωγό και σύζυγό της (1966-1975) Φράνκο Κριστάλντι, που την κατεύθυνε και ήλεγχε τα πάντα, έπαιξε σε έργα όπως το «Austerlitz» του Αμπέλ Γκανς και το «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του», του Λουκίνο Βισκόντι.
Ακολούθησαν θρίαμβοι όπως «Ο Γατόπαρδος» (1963), «8½» του Φελίνι και η «Ροζ Πάνθηρας» του Μπλέικ Έντουαρντς. Την ίδια χρονιά, ο Ντέιβιντ Νίβεν της είπε το αξέχαστο κομπλιμέντο: «Κλαούντια, μαζί με τα μακαρόνια, είσαι η ωραιότερη εφεύρεση των Ιταλών».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, έπαιξε σε δεκάδες διεθνείς παραγωγές δίπλα στους Τζον Γουέιν, Ρίτα Χέιγουορθ, Λι Μάρβιν, Ρόμπερτ Ράιαν. Το 1972 ξανασυναντήθηκε με τον Μπελμοντό στη «Scoumoune», με φλογερά κόκκινα μαλλιά. Η προσωπική της ζωή σημαδεύτηκε από τον σκηνοθέτη Πασκουάλε Σκουιτιέρι, με τον οποίο έζησε από το 1974 έως το 2011 και απέκτησε την κόρη της, Κλαούντια.
Στη δεκαετία του ’80 έπαιξε με τον Κλάους Κίνσκι στο «Fitzcarraldo» του Χέρτσογκ. Η καριέρα της μετρούσε πάνω από 150 ταινίες, ενώ τιμήθηκε με βραβεία όπως ο Χρυσός Λέων στη Μόστρα της Βενετίας (1993) και η Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο (2002).
Εκτός από ηθοποιός, υπήρξε και ακτιβίστρια. Δραστηριοποιήθηκε υπέρ της UNESCO, κατά της μυοπάθειας και του AIDS, στάθηκε δίπλα στον Ροκ Χάντσον λίγο πριν τον θάνατό του, και υποστήριξε την Amnesty International. Αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γυναικών, την προστασία της φύσης και ενάντια στις υπερβολές της πλαστικής χειρουργικής.
Το 2023 δημιουργήθηκε το Ίδρυμα Claudia Cardinale για την ενίσχυση νέων καλλιτεχνών. Η Καρντινάλε, με το εκθαμβωτικό χαμόγελο και τη φωνή με τη χαρακτηριστική βραχνάδα, παρέμεινε μέχρι τέλους το αιώνιο σύμβολο της μεσογειακής ομορφιάς και της κινηματογραφικής λάμψης.