Σπύρος Βούγιας: Γιατί η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν είναι μία καλή ιδέα

Άρθρο του συγκοινωνιολόγου, πρώην υπουργού και πρώην βουλευτή στη «ΜτΚ»

- Newsroom

Εργάστηκα πάνω από 40 χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, απολαμβάνοντας τη χαρά της επικοινωνίας και του διαλόγου με τα νέα παιδιά αλλά και προσπαθώντας πάντοτε να παρακολουθήσω και να κατανοήσω τις συμπεριφορές, τη ρητορική και τις συνεχείς μεταλλάξεις της φοιτητικής ζωής: γκράφιτι και συνθήματα στους τοίχους, επιτηδευμένο χάος, πανό, μεταβιομηχανική αισθητική στα όρια της εγκατάλειψης, αδέσποτα που τα χαϊδεύουν παιδιά αραγμένα χαλαρά στο διάδρομο για να εκφράσουν τη μοναξιά τους και τη χαμένη επαφή με τη φύση. Το Ελληνικό Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε και κινείται ακόμη με όρους κοινωνικού διαφωτισμού και λιγότερο με προδιαγραφές επιστημονικής κατάρτισης. Η εσωτερική του διάβρωση από τη γοητευτική αλλά καθαρά φαντασιακή τελετουργία της εξέγερσης που βιώνουν θεατρικά οι φοιτητές (και κολακεύουν ιδιοτελώς κάποιοι διδάσκοντες), αδυνατίζει την αντίστασή του στην επίθεση που δέχεται από παντού.

Περνώντας καθημερινά προς τις αίθουσες διδασκαλίας ανάμεσα σε καχύποπτα βλέμματα, πάλευαν μέσα μου ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μία μεριά συμπάθεια και κατανόηση για την ανησυχία, το θυμό, ακόμη και την οργή τους και από την άλλη θλίψη και οδύνη για τα ερείπια του δημόσιου πανεπιστημίου, την εργαλειακή σχέση με τη γνώση και την απειλή της βίας που εκκρεμεί παντού. Πέρα από τις ευθύνες της πανεπιστημιακής κοινότητας (που, όμως, δεν είναι στα καθήκοντά της η αυτοδικία), η κατάσταση της έντασης συντηρείται παραδοσιακά και από πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν την τεχνητή πόλωση και τη στείρα αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο σχηματικά αφηγήματα: της «προάσπισης του νόμου και της τάξης» και της «αντίστασης στο αστυνομοκρατούμενο κράτος», επιβάλλοντας υποχρεωτικά το πλαστό δίλημμα: αστυνομική αυθαιρεσία ή «μπάχαλο».

Τα τελευταία χρόνια, πάντως, έγιναν σοβαρά θεσμικά βήματα, μέσα από τη διάγνωση της αυταπάτης, την αυτογνωσία και τη ρεαλιστική απομυθοποίηση πολλών φαντασιακών απωθημένων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, που οδήγησαν στη σταδιακή άρση της παραλυτικής αδράνειας που υπονομεύει την ηθική και πνευματική διάσταση των πανεπιστημίων. Στην αρχή ο νόμος 4485/17 (της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) και στη συνέχεια ο 4623/19 (της ΝΔ), αποδόμησαν κάποιες από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που μετέτρεπαν το «άσυλο» σε πρόσχημα για την ομηρία των πανεπιστημίων από βίαιες περιθωριακές ομάδες, κάνοντας αποδεκτό το επιθυμητό αυτονόητο: «Εντός του χώρου των ΑΕΙ, οι δημόσιες αρχές μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας παρέμβασης, όταν τελούνται αξιόποινες πράξεις» (άρθρο 64, ν.4623).

Οι αρχικές όμως, εντυπώσεις από την παρουσία της Ελληνικής Αστυνομίας στα Ελληνικά πανεπιστήμια αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αρνητικές. Ενώ υπήρξαν θετικά αποτελέσματα στον τομέα της ασφάλειας, της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας και της διακίνησης ναρκωτικών μέσα στα campus, η ΕΛΑΣ απέτυχε δραματικά στο πιο κρίσιμο ζήτημα: την αποδοχή της παρουσίας της από τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών. Στις δύσκολες αυτές εξετάσεις, εμφάνισε, όπου χρειάστηκε να παρέμβει, μία εικόνα προχειρότητας, αυθαιρεσίας ακόμη και βαναυσότητας, προκαλώντας το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ήθελε να πετύχει. Σίγουρα δεν αιτιολόγησε πειστικά, τουλάχιστον στους χώρους των πανεπιστημίων, τη συνταγματική της ιδιότητα ως ενός σώματος με θεσμοθετημένη και αποκλειστική δυνατότητα άσκησης της έννομης βίας στο όνομα της δημοκρατικής πολιτείας.

Η αγχωμένη (ίσως και προαποφασισμένη) απάντηση της κυβέρνησης ήταν να νομοθετήσει εκ νέου (σε αντίφαση με τον προηγούμενο νόμο της), ιδρύοντας την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, της οποίας η παρουσία, ανεξάρτητα από την ήπια και προληπτική αποστολή της, θα έχει κατά τη γνώμη μου ως βέβαιο αποτέλεσμα μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία: θα αναβαθμίσει, θα τροφοδοτήσει και τελικά θα παγιώσει, αυτό που υποτίθεται ότι στοχεύει να εξοβελίσει από την ακαδημαϊκή ζωή, δηλαδή τη συνήθεια και την αποδοχή μίας απειλής που θα εκκρεμεί διαρκώς. Για να το πω πιο απλά: η καθημερινή παρουσία της αστυνομίας θα καθρεφτίζει, θα αιτιολογεί και τελικά θα προκαλεί την ύπαρξη της βίας.

Γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν πρέπει να επιμείνει στην αδιέξοδη επιμονή της, που παίρνει ήδη διαστάσεις φαρσοκωμωδίας. Μπορεί να μεταθέσει τους νεοπροσληφθέντες στα επί μέρους αστυνομικά τμήματα που τόσο τους έχουν ανάγκη και να αντιμετωπιστεί το χρόνιο ζήτημα της βίας με την υπάρχουσα νομοθεσία, δείχνοντας περισσότερη σοβαρότητα και επιμένοντας στην καλύτερη και πιο δημοκρατική εκπαίδευση των νέων αστυνομικών σε συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Έτσι, θα αποκατασταθεί το κύρος του θεσμικού της ρόλου αλλά κυρίως, η ηρεμία και η ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια στα πανεπιστήμια της χώρας.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25.09.2022

Loader