
Όταν δεν θέλω να πάω κάπου τότε βρίσκω χίλιες δικαιολογίες. Στην περίπτωση της Επιδαύρου πέρσι είχα ακυρώσει τελευταία στιγμή την συμμετοχή μου στην οικογενειακή εκδρομή μετά θεατρικής μετεκπαίδευσης.
Φέτος, η θεατρόφιλη αδερφή μου είχε κλείσει εισιτήρια για την πολυαναμενόμενη Μήδεια του Φρανκ Καστόρφ. Στην αρχή επικαλέστηκα τον καύσωνα. Δεν έπιασε διότι η μαμά μου χωρίς να πτοείται από τον καύσωνα δήλωνε παρούσα. Μετά επικαλέστηκα τις πυρκαγιές. Δύο μέρες πριν όμως οι φωτιές στην Πελοπόννησο ήταν σε ύφεση.
Και έτσι ξεκινήσαμε. Και περάσαμε την Κόρινθο. Και φτάσαμε στην Επίδαυρο. Η Ελλάδα καιγόταν, η Ρόδος ήταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με συνεχείς αναζωπυρώσεις. Η Επίδαυρος καιγόταν από τη ζέστη.
Το χωριό δεν ήταν όμορφο. Οι άνθρωποι όμως ήταν ιδρωμένοι, αλλά σούπερ ευγενικοί και το κλίμα μαγικό. Ένα κοινό μυστικό πλανιόταν στους έλληνες και ξένους επισκέπτες. Είμαστε εδώ για να δούμε θέατρο, έλεγαν τα μάτια τους. Και εγώ η αμύητη, άρχισα να καταλαβαίνω.
Φτάσαμε στο αρχαίο θέατρο στις 7.30 ενώ η παράσταση άρχιζε δύο ώρες μετά. Πρώτη μου φορά και πάλι. Από το τεράστιο πάρκινγκ ανηφορίσαμε προς το θέατρο, περάσαμε πολλά καφέ, μιλιούνια κόσμου, και φτάσαμε στο Ξενία, έξω από το θέατρο. Τεράστιο καφέ εστιατόριο, μιλιούνια ανθρώπων και μιλιούνια μελισσών αναδύονταν μέσα από τους καπνούς του καφέ που έκαιγαν οι εστιάτορες για να τις διώχνουν.
Τι κι αν ο καφές μας άργησε μία ώρα. Τι κι αν περίμενα μισή ώρα στις ουρά στις τουαλέτες και μετά πήγα με άλλες δύο κοπέλες στων αντρών για να προλάβω. Τι κι αν η ζέστη έκαιγε τις πλάκες, τις καρέκλες, τον ουρανό και το χώμα. Με το που φτάσαμε πίσω από τη σκηνή του θεάτρου κατάλαβα. Ένα πολύχρωμο πλήθος γεμάτο ιδρωμένο σεβασμό είχε την ίδια ιδέα με μας και δεν είχε λακίσει. 8000 άνθρωποι περίπου γέμισαν τις κερκίδες.
Στην δεύτερη σειρά έδιναν τα διαπιστευτήρια σεβασμού τους στον Διονύση Φωτόπουλο. Αριστερά από τη σκηνή ο δεύτερος χώρος της παράστασης, ένα κόκκινο σπίτι. Η σκηνή γεμάτη πλαστικά μπουκάλια και αντίσκηνα. Μία κόκκινη επιγραφή της Coca Cola που έγερνε προς την παρακμή. Τα ρούχα των πρωταγωνιστριών κρεμασμένα πίσω από τη σκηνή προϊδέαζαν για αυτό που θα ακολουθούσε.
9.30 άρχισε και τελείωσε περίπου στη μία. Ενώ οικισμοί εκκενώνονταν στη Ρόδο, λίγο μετά τις 12 κάποια εκκένωσαν τις θέσεις τους. Η κυρία μπροστά μου έγραφε σε μήνυμα (και εγώ το διάβασα στα κρυφά: Η Κούλα δεν θέλει να φύγει και έχω εκνευριστεί). Όμως. ΟΜΩΣ. Όσοι μείναμε είδαμε, όπως είπε η αδερφή μου ένα μεγάλο έργο. Το κατάλαβα και εγώ η αμύητη. Που έχω δει κάποιες Μήδειες, κλασσικές τις περισσότερες φορές και βαρέθηκα.
Αυτή τη φορά κατάλαβα τη Μήδεια. Ταυτίστηκα. Και παρά τις ενστάσεις μου για την έκταση του έργου (θα μπορούσε ίσως να είναι κάπως συντομότερο),για κάποια brands που θεώρησα ότι ήταν διαφημιστικά, και για κάποιες ερμηνείες, το απόλαυσα.
Την επομένη, με ακόμα περισσότερη ζέστη, στο μικρό θέατρο της Επιδαύρου, χτισμένο στο πουθενά με θέα το χωριό, είδαμε το «Θήβα: A Global Civil War», εμπνευσμένο από τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου σε σύνθεση κειμένου και σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση. Μου άρεσε και αυτό.
Μπροστά μου δύο παιδιά. Ένα αγοράκι γύρω στα 10 και η αδερφή του γύρω στα 14. Η αδερφή του του έκανε αέρα με μία βεντάλια και το κρατούσε αγκαλιά. Και άντεξαν και αυτά και είδαν την παράσταση. ΟΛΗ.
Το βράδυ μετά τις παραστάσεις στο χωριό οι ταβέρνες και τα μπαράκια είναι γεμάτα ως τις 4 το πρωί. Το κρασί στο πιο ωραίο καφέ μπαρ κάνει 1 ευρώ το ποτήρι. Ο ιδιοκτήτης είναι καλτ. Από τους πελάτες του παίρνουν παραγγελία και τα διπλανά μαγαζιά, το σουβλατζίδικο και η πιτσαρία.
Πάνω που νομίζεις ότι θα φύγει ο κόσμος, γύρω στις 2 το μπαράκι, η πιτσαρία και το σουβλατζίδικο ξαναγεμίζουν. Αυτό είναι γεμάτο ελπίδα. Η νύχτα κρατάει παραπάνω. Οι μέρες επιμηκύνονται. Κερδίζεις χρόνο.
Υ.Γ. Ελπίζω να με ξαναπάρουν μαζί.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 30.07.2023