Τα προσκόμματα πριν από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο

- Newsroom



Η Ορθόδοξη Εκκλησία πορεύεται προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (18 - 26 Ιουνίου) εν μέσω συμπληγάδων. Ευρισκόμαστε δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη των εργασιών της Συνόδου και ακόμη εκδηλώνονται αδικαιολόγητα φυγόκεντρες τάσεις. Έτσι επιβεβαιώνεται ο κανόνας ότι το θεοφιλές έργο πάντοτε ευρίσκεται σε κάποιο στόχαστρο.

 

Η πρόσφατη δήλωση της Εκκλησίας της Βουλγαρίας ότι επιβάλλεται πίστωση χρόνου για να μελετηθούν βαθύτερα τα θέματα της Συνόδου, αφήνοντας περιθώρια ότι θα επανεξετάσει ακόμα και τη συμμετοχή της στη Σύνοδο, προκαλεί θλίψη για την ασυνέπεια. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας μέχρι τώρα μετείχε σε όλες τις Προσυνοδικές Διασκέψεις, συμφωνώντας και υπογράφοντας όλα τα κείμενα. Μάλιστα απέστειλε αντιπροσώπους και στην εντελώς πρόσφατη συνεδρία της Γραμματείας της Συνόδου (18-19 Μαΐου 2016) στην Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης, όπου θα γίνουν οι εργασίες της Συνόδου, χωρίς να καταθέσει οποιαδήποτε ένσταση για την επάρκεια της προετοιμασίας της Συνόδου. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι κάτι άλλο υποκρύπτεται πίσω από αυτήν τη νέα στάση της Εκκλησίας της Βουλγαρίας.

Επίσης η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αντιοχείας πριν από μία εβδομάδα αποφάσισε ότι το θέμα του Κατάρ, που δοκιμάζει εδώ και χρόνια τις σχέσεις του με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, μπορεί να συζητηθεί και μετά τη Σύνοδο προς εξεύρεση λύσης, όμως άλλαξε γνώμη. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εμίρης του Κατάρ, εδώ και περίπου είκοσι χρόνια προσκάλεσε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων να αναλάβει τη διαποίμανση όσων χριστιανών ευρίσκονται στο Κατάρ και μάλιστα δώρισε γη για να κτιστεί ναός, για πρώτη φορά, σε μια ακραιφνώς μουσουλμανική χώρα. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, εκφράζοντας εμπράκτως την εκκλησιαστική του ευθύνη. Η ένσταση του Πατριαρχείου Αντιοχείας ευρίσκεται στο ότι θεωρεί την περιοχή ότι ανήκει στη δικαιοδοσία του. Όμως ούτε οι κανονικές πηγές ούτε η ιστορική πράξη επιβεβαιώνουν αυτήν τη θέση. Έτσι καλούνται οι δύο πλευρές, με πρωτοβουλία και μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να δώσουν ένα τέλος, κοινά αποδεκτό, προκειμένου να παρακαμφθεί το πρόβλημα. Η εμπειρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η δυναμική προσωπικότητα του Πατριάρχη, καθώς και η σωφροσύνη των προκαθημένων, είναι οι σταθεροί παράγοντες που θα συμβάλουν στην υπέρβαση των προβλημάτων. Το ορθόδοξο ποίμνιο αναμένει να δει τους πνευματικούς ηγέτες να είναι αντάξιοι των Πατέρων.

Μετά από αιώνες η Ορθόδοξη Εκκλησία επιτέλους επανενεργοποιεί τον Συνοδικό Θεσμό, για να αντιμετωπίσει τα χρονίζοντα προβλήματα που την ταλαιπωρούν. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον έντονης εκκοσμίκευσης, εντός του οποίου οι αρχές και η πίστη του ορθοδόξου ποιμνίου δοκιμάζονται πολλαπλώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να εξέλθει δυναμικά προς επανευαγγελισμό του κόσμου και να μεταδώσει με ισχυρότερη φωνή το μήνυμά της. Οι καιροί επιβάλλουν να μην εγκλωβιστεί στην απομόνωση, αλλά με συστηματική πανορθόδοξη συνεργασία να δώσει δυναμική παρουσία στον κόσμο.

Τα θέματα της Συνόδου

1. Ένα θεμελιώδες ζήτημα που θα απασχολήσει τη Σύνοδο είναι αυτό της ορθόδοξης διασποράς, δηλαδή των ορθοδόξων που ζουν κυρίως σε χώρες του δυτικού λεγομένου κόσμου. Μάλιστα μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, πολλοί ορθόδοξοι, προερχόμενοι από τις σλαβικές χώρες και τη Ρουμανία, μετέβησαν στη Δύση και αυξήθηκε ραγδαία η παρουσία ορθοδόξων κοινοτήτων εκεί. Το κανονικό πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι η καθεμία εθνότητα έχει το δικό της ανεξάρτητο επίσκοπο, σε αντίθεση με όσα προβλέπουν οι ιεροί κανόνες, ότι δηλαδή σε καθεμία περιοχή πρέπει να υπάρχει ένας μόνον επίσκοπος. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που μαρτυρεί πόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εγκλωβιστεί σε ένα πνεύμα εθνικισμού. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα η Δ’ Προσυνοδική Διάσκεψη (Γενεύη 2009) ομοφώνως αποφάσισε και παρέπεμψε κείμενο στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, με το οποίο προτείνεται η λύση του προβλήματος αυτού με τη σύσταση επισκοπικών συνελεύσεων, στην οποία θα μετέχουν όλοι οι κανονικοί ορθόδοξοι επίσκοποι της περιοχής. Αυτό το θέμα θα μπορούσε από μόνο του να δικαιολογήσει τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Όμως οι ενιστάμενοι παραθεωρούν ανευθύνως το ζήτημα.

2. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διασπορά ευρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο και θα πρέπει άμεσα να ληφθούν ποιμαντικά μέτρα. Για να δηλωθεί πόσο αναγκαία είναι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, προκειμένου για τη στήριξη των ορθοδόξων στη διασπορά, αρκεί κανείς να λάβει υπόψη το θέμα των μεικτών γάμων. Είναι γνωστά τα υψηλά ποσοστά συνάψεως μεικτών γάμων, δηλαδή ορθοδόξων με ετεροδόξους (ή ακόμα και αλλοπίστους, ή αθέους ή αδιαφόρους περί την πίστη) στις χώρες της ορθόδοξης διασποράς. Π.χ. στην Αμερική το ποσοστό των μεικτών γάμων ανέρχεται μέχρι το 85%, το ίδιο περίπου και στην Αυστραλία. Τα παιδιά που θα γεννηθούν από τέτοιους γάμους συνήθως έχουν χαλαρή σύνδεση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι επιβάλλεται ιδιαίτερη ποιμαντική μέριμνα, εντός βεβαίως του σεβασμού προς τη θρησκευτική ελευθερία. Αν η σύνοδος δεν συζητήσει το θέμα και δεν λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις, όπως προτείνει η Εκκλησία της Γεωργίας, τότε είναι ενδεχόμενο το πρόβλημα να διογκωθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Γεωργίας συστοιχούσα στις κανονικές επιταγές (κανόνας 72 της Πενθέκτης) υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να ιερολογείται γάμος ορθοδόξου με ετερόδοξο. Αυτό από πολλούς παρουσιάζεται ως μια συνεπής στάση σε σχέση με τις κανονικές επιταγές, όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Για το ζήτημα αυτό επιβάλλεται μια διευκρίνιση: Η Εκκλησία της Γεωργίας απήτησε να μην περιληφθεί απόφαση για τη δυνατότητα ιερολόγησης των συγκεκριμένων γάμων, πρωτίστως γιατί μία τέτοια πράξη είναι αναπόδεκτη στη συγκεκριμένη Εκκλησία. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στις σλαβικές Εκκλησίας, οι οποίες ευρέθηκαν υπό αθεϊστικό καθεστώς, γάμος μέχρι σήμερα νοείται ο πολιτικός. Συγκεκριμένα, εφόσον τελεσθεί πολιτικός γάμος, δεν απαιτείται πάντοντε στις Εκκλησίες αυτές ιερολόγηση. Οι πιστοί μάλιστα μπορούν να μετέχουν στη θεία Ευχαριστία, χωρίς να επιτιμώνται. Εξ αυτού και ευκολότερα παραπέμπουν για τη σύναψη μεικτών γάμων στα αρμόδια κρατικά όργανα. Η πράξη όμως αυτή είναι αδιανόητη για τις ελληνόφωνες Εκκλησίες και επιπλέον ποιμαντικώς απρόσφορη για τους ορθοδόξους της διασποράς. Εάν απαγορεύσουμε τους συγκεκριμένους γάμους, οι μελλόνυμφοι θα προσφεύγουν στις εκκλησίες των ετεροδόξων συζύγων ή στα αρμόδια πολιτειακά όργανα. Επικαταλέγοντες, θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτο να επικαλούμεθα ως πρότυπο την πράξη των σλαβικών Εκκλησιών, αγνοώντας το κανονικό και νομικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης συνηθείας και πράξεως αυτών. Εξάλλου η σύναψη μεικτών γάμων στηρίζεται επί της κανονικής αρχής που θέτουν οι κανόνες 7 της Β’ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης.

3. Ως προς τον αριθμό των αρχιερέων που θα συμμετάσχουν στη Σύνοδο, ο οποίος αποφασίστηκε να είναι περιορισμένος, ήτοι 25 (συμπεριλαμβάνου και του προκαθημένου εκάστης Εκκλησίας), ασφαλώς δεν συστοιχεί προς την πρακτική των αρχαίων Οικουμενικών Συνόδων. Όμως στις Οικουμενικές Συνόδους δεν συμμετείχαν όλοι οι επίσκοποι. Από τα πρακτικά των Συνόδων συνάγεται αβιάστως ότι σε πολλές περιπτώσεις συμμετείχαν μόνο αντιπροσωπίες των τοπικών Εκκλησιών. Βεβαίως η συνοδική πρακτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν περιορίζεται μόνο στις Οικουμενικές Συνόδους. Σύνοδοι σε πανορθόδοξο επίπεδο συνεκαλούντο και κατά τη δεύτερη χιλιετία υπό τη μορφή των διευρυμένων ενδημουσών Συνόδων, στις οποίες παρίσταντο και αποφάσιζαν ενεργώς η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι πατριάρχες της Ανατολής, οι γέροντες μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οι παρεπιδημούντες στην Κωνσταντινούπολη αρχιερείς. Αυτά ήταν τα μέλη των συγκεκριμένων συνόδων και αυτοί ήταν οι λαμβάνοντες αποφάσεις και μάλιστα ενίοτε πολύ σημαντικές δι’ όλην την Ορθόδοξη Εκκλησία. Διερωτώμεθα γιατί να μη λαμβάνομεν υπόψη και τη συγκεκριμένη συνοδική πρακτική της δεύτερης χιλιετίας;

4. Ως προς το θέμα της αναγνωρίσεως της Συνόδου του 879/80 επί Μ. Φωτίου ως Η’ Οικουμενικής και της Συνόδου, η οποία καταδίκασε τις λατινόφρονες αντιησυχαστικές δοξασίες επί της εποχής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως Θ’ Οικουμενικής τίθεται το εύλογον ερώτημα: γιατί η Σύνοδος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά δεν ανεγνώρισε την προγενέστερη επί Φωτίου Σύνοδον ως Η’ Οικουμενική; Επίσης τίθεται το ερώτημα γιατί και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του 1484 δεν αναγνώρισε τις συγκεκριμένες συνόδους ως Οικουμενικές;

5. Το θέμα που πολυσυζητήθηκε στο δημόσιο διάλογο είναι εκείνο που αναφέρεται στη χρήση του όρου “εκκλησία” προκειμένου περί των ετεροδόξων. Στο κείμενο Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο δηλώνεται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορική ύπαρξη των άλλων Εκκλησιών και διαλέγεται με αυτές. Οι ενιστάμενοι έκαναν επιλεκτική αναφορά στις πηγές, χωρίς να δηλώνουν ότι στα συνοδικά κείμενα, στα επίσημα πατριαρχικά γράμματα αλλά και στη σύγχρονη θεολογική βιβλιογραφία ο όρος εκκλησία χρησιμοποιείται αδιακρίτως και για τους ετεροδόξους ως terminus technicus.

Το μεγάλο στοίχημα δεν είναι η σύγκληση της Συνόδου ούτε η αίσια περάτωση των εργασιών της, αλλά η επόμενη μέρα, δηλαδή η συνέχιση της λειτουργίας του Συνοδικού Θεσμού σε πανορθόδοξο επίπεδο.


Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» στις 5 Ιουνίου 2016

Loader