- Newsroom
Με αφορμή την Έκθεση Ντοκουμέντων Αντιδικτατορικής Αντίστασης στην Ιταλία, που παρουσιάζεται στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο Παύλος Νεράντζης εξιστορεί στο emakedonia.gr πώς ήταν η κατάσταση εκείνη την περίοδο, και τον αγώνα τόσων χιλιάδων ανθρώπων για ένα καλύτερο αύριο.
Ο αγώνας τον Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία - Οι δυσκολίες, η στήριξη και η αφοσίωση.
«Την δεκαετία του '70, παρότι η χούντα προσπαθούσε να παρουσιάσει διεθνώς ένα πρόσωπο δήθεν φιλελεύθερο, στην πραγματικότητα είχε επιβάλει μια στυγνή δικτατορία. Έστελνε στην εξορία χιλιάδες ανθρώπους, δίωκε κάθε δημοκρατική φωνή, έκανε λόγο για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», απαγόρευε βιβλία, επέβαλε τη λογοκρισία σε ό,τιδήποτε δεν της ήταν αρεστό.
Την ίδια εποχή στην Ιταλία, παρότι και εκεί υπήρξαν απόπειρες αποσταθεροποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος από παρακρατικές οργανώσεις της άκρας δεξιάς, και στο προσκήνιο εμφανίστηκαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο διάλογος και οι αντιπαραθέσεις, κυρίως ανάμεσα στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το PCI, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο στον δυτικό κόσμο, ήταν πλούσιος, γεμάτος επιχειρήματα.
Αντιλαμβάνεστε, συνεπώς, την αντίφαση που ζούσε ένας έλληνας φοιτητής που έφτανε στην Ιταλία για να σπουδάσει. Ήταν για πολλούς από εμάς ένα σοκ. Από τη μια πλευρά ήταν το σκοτάδι και από την άλλη, η έντονη πολιτικοποίηση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως την πρώτη ημέρα που έφτασα στη Ρώμη, έβλεπα ανθρώπους να αγοράζουν, χωρίς να φοβούνται, εφημερίδες της αριστεράς, να συζητούν, να κυκλοφορούν ελεύθερα μετά τη δύση του ηλίου» σημειώνει ο Παύλος Νεράντζης.
«Το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο στη Μπολόνια, la citta’ rossa (την κόκκινη πόλη), όπου σπούδαζα. Την εποχή εκείνη ήμασταν οκτώ με δέκα χιλιάδες Έλληνες και σ΄ όλη την Ιταλία πάνω από είκοσι χιλιάδες. Και, παρά τον μεγάλο αριθμό, οι κάτοικοι της πόλης, χωρίς υπερβολή, μας είχαν «αγκαλιάσει». Θέλετε γιατί είχε αριστερό δήμαρχο, γιατί θεωρείται η καλύτερη αυτοδιοικούμενη πόλη στην Ευρώπη, γιατί οι οργανώσεις της αριστεράς ήταν μαζικές, γιατί υπήρχε μια αίσθηση αλληλεγγύης, αλλά και δημοκρατικής παράδοσης, όλοι αυτοί ήταν παράγοντες που συνέβαλαν ώστε να νιώθουμε οικεία. Όχι ξένοι. Ακόμη και στέγη, ή οικονομική βοήθεια πρόσφεραν σε συμφοιτητές μας που είχαν διωχθεί από τη χούντα στην Ελλάδα. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν ξενόφοβες συμπεριφορές από την πλευρά κυρίως των αστυνομικών δυνάμεων σε διαδηλώσεις. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και σε άλλες πόλεις.

Κοντολογίς, τα συναισθήματα συμπαράστασης του απλού κόσμου και των πολιτικών δυνάμεων θεωρώ ότι ήταν ο σημαντικότερος λόγος που το αντιδικτατορικό κίνημα των Ελλήνων στην Ιταλία υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές και μαζικές εστίες αντίστασης εκτός συνόρων κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Σε αυτό συνετέλεσε βέβαια και ο μεγάλος όγκος της φοιτητικές μετανάστευσης, η κοινωνική προέλευση, δηλαδή το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες ήταν γόνοι μη εύπορων οικογενειών, η οργανωμένη δράση μέσα από την ΟΕΦΣΙ και συλλόγους στους οποίους συμμετείχαν το ΠΑΚ, το ΠΑΜ, το ΑΜΕΕ, η ΟΜΛΕ, κ.ά., όπως και η γεωγραφική εγγύτητα ανάμεσα στις δύο χώρες, που ευνόησε την ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας μεταξύ ομάδων αντίστασης και πολιτικών οργανώσεων σε Ελλάδα και Ιταλία» υπογραμμίζει ο Παύλος Νεράντζης.
Και προσθέτει συγκεκριμένα γεγονότα.

Η «αυτοθυσία» του Κώστα Γεωργάκη και η Λέγκα
«Πρώτο δείγμα αντίστασης, αλλά και αλληλεγγύης ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς στον αγώνα για την πτώση της χούντας στην Αθήνα ήταν η ανταπόκριση, που είχε μια έκκληση της Ειρήνης Παπά. Στις 12 Ιουλίου 1967, η Παπά από τη Ρώμη σε μία επιστολή - καταπέλτη κατά της χούντας έγραφε: “Ο ναζισμός επέστρεψε στην Ελλάδα. Η παράνομη και φαιδρή συμμορία των αγράμματων συνταγματαρχών, που επέβαλε την ...ελευθερία των πολυβόλων, διατάζοντας τη δήμευση των αγαθών της Μελίνας Μερκούρη, του Νίκου Νικολαίδη, του Πώλ Νορ, του Σωμερίτη, του Βουρνά, του Παπαδόπουλου, του Μπέικου, απέδειξε ότι δεν είναι τίποτ΄ άλλο από πραγματική συμμορία”.
Στην έκκληση της κορυφαίας Ελληνίδας, κατοίκου της Ρώμης, είχαν ανταποκριθεί αμέσως ο Αλμπέρτο Μοράβια, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Λουκίνο Βισκόντι, συνολικά 90 κορυφαίες προσωπικότητες από το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών στην Ιταλία.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1970, ένα αυτοκίνητο ανατινάζεται λίγα μέτρα από την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Σκοτώνονται οι επιβάτες του, ο Κύπριος φοιτητής Γιώργος Τσικουρής και η Ιταλίδα Έλενα Αντζελόνι της ομάδας «Άρης Βελουχιώτης», που είχαν αναλάβει την εκτέλεση της αντιστασιακής ενέργειας που οργανώθηκε στο Μιλάνο.
Εκδηλώσεις αλληλεγγύης εκφράστηκαν και στην περίπτωση του Κώστα Γεωργάκη, του φοιτητή από την Κέρκυρα, που αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Ματεόττι της Τζένοβα στις 19 Σεπτεμβρίου 1970 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δικτατορία στην Ελλάδα.
“Όρθιος με τα χέρια ανοιχτά, έβαλε φωτιά στα βρεμένα από βενζίνη ρούχα του και καθώς οι φλόγες τον τύλιγαν, κραύγαζε: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα» ανέφερε το τηλεγράφημα του Ασοσιέντιτ Πρες”.
Η κηδεία του Γεωργάκη καλύφθηκε από όλα τα ιταλικά ΜΜΕ. Και θέλω να πω ότι η αυτοθυσία αυτή δεν φόβισε, αλλά αντίθετα, όπως το συζητούσαμε αρκετές φορές, ενίσχυσε τη διάθεσή μας να αγωνιστούμε.
Το ίδιο έγινε και με την ανταρσία του αντιτορπιλικού Βέλος», που αποχώρησε στις 25 Μαΐου 1973 από τα γυμνάσια του ΝΑΤΟ και προσορμίστηκε στο Φιουμιτσίνο της Ρώμης, όπου ο κυβερνήτης του Νίκος Παππάς και το πλήρωμά του ζήτησαν πολιτικό άσυλο. Η τότε κυβέρνηση Αντρεόττι, παρά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις, ικανοποίησε το αίτημα των Ελλήνων».
Στον αγώνα τους, όμως, αυτό για να πέσει η χούντα, οι έλληνες δημοκράτες φοιτητές είχαν να αντιμετωπίσουν τη «Λέγκα των Ελλήνων Φοιτητών» στην οποία συμμετείχαν έλληνες φασίστες, φοιτητές και αυτοί, που συνεργάζονταν με ιταλούς ομοϊδεάτες τους και τα ελληνικά προξενεία.
«Η Λέγκα καθοδηγούνταν από έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στη βάση του ΝΑΤΟ στη Νάπολη και χρηματοδοτούνταν από την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Αυτό που έκαναν ήταν απλό: μας προσέγγιζαν δήθεν για να μας βοηθήσουν να εγγραφούμε στο πανεπιστήμιο, ή να βρούμε σπίτι, και μας πίεζαν να περάσουμε από το προξενείο προκειμένου να υπογράψουμε ένα έγγραφο ότι αποδεχόμαστε το καθεστώς της χούντας στην Αθήνα. Όσοι/ες δε από εμάς συμμετείχαμε σε κάποια διαδήλωση διαμαρτυρίας κατά της χούντας, μας κάρφωναν στο προξενείο. Εκατοντάδες έτσι Έλληνες στερήθηκαν το διαβατήριό τους, ή κλήθηκαν να υπηρετήσουν στο στρατό» εξηγεί ο κ. Νεράντζης.
Ο ρόλος της δημοσιογραφίας στον αγώνα
Υπάρχουν επίσημα πλέον ντοκουμέντα των ελληνικών προξενικών αρχών της εποχής, αλλά και μια έκθεση, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Grecia, τα οποία τεκμηριώνουν τη δράση της Λέγκας σε βάρος Ελλήνων φοιτητών.
Με αφορμή την αναφορά στο περιοδικό Grecia, ο Παύλος Νεράντζης αναφέρεται στην πλούσια εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων στην Ιταλία.
«Ήταν οι φωνές του κινήματος, απόρροια μιας ευρύτερης πολιτικής δράσης στον αγώνα κατά της χούντας, αλλά και ενός έντονου προβληματισμού και διαλόγου, ο οποίος εμπλουτιζόταν από την ιταλική πολιτική κουλτούρα, τον πολιτικό πολιτισμό, όπως λέμε σήμερα.

Ο «Σπουδαστής», το μηνιαίο περιοδικό των φοιτητών της Ρώμης, που ήταν το πρώτο ελληνικό έντυπο, που κυκλοφόρησε σε πανεπιστημιακό χώρο στην αλλοδαπή. Και ακόμη, η «Νέα Ελλάδα», η «Ελεύθερη Πατρίδα», εβδομαδιαία εφημερίδα των Ελλήνων του εξωτερικού, που πρώτο εκδόθηκε στη Ρώμη το 1967, η «Grecia Lotta», η «Δημοκρατική Άμυνα», ο «Agonas» του ιταλικού ΠΑΚ, η «Ελεύθερη Φωνή», ο «Φοιτητικός Προβληματισμός», ο «Ρήγας», το «Πληροφοριακό Δελτίο» του «Ρήγα» Φλωρεντίας και «Η Γενιά μας», περιοδικό ανένταχτων της αριστεράς, που εκδιδόταν στη Φλωρεντία και στο οποίο συμμετείχα. Και ακόμη έντυπα, όπως το Quaderni della Resistenza, τα οποία κυκλοφορούσαν στην ιταλική γλώσσα.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές εφημερίδες, τις αγοράζαμε, κυριολεκτικά διαβάζαμε τα πάντα, αλλά γνωρίζαμε ότι ήταν λογοκριμένες».
Η έκθεση στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής
«Η ιδέα για να πραγματοποιηθεί αυτή η έκθεση ανήκει στον αρχιτέκτονα Βασίλη Κονιόρδο, φίλο μου από την παιδική ηλικία, που σπούδαζε στην Φλωρεντία. Ο Βασίλης είχε κρατήσει αρκετό υλικό σε φωτογραφίες, αφίσες, κλπ., το οποίο εμπλουτίστηκε από άλλους συμφοιτητές μας.
Έτσι με την αρωγή του καθηγητή του ΑΠΘ, Γιώργου Συνεφάκη, επίσης ιταλοσπουδαγμένου, του Τριανταφυλλου Μηταφίδη, γραμματέα του ΣΦΕΑ και πρώην βουλευτή και τη δική μου, η έκθεση στήθηκε.
Κλείνοντας αυτή τη συζήτηση, δύο πράγματα θέλω να υπογραμμίσω.
Καταρχάς ότι κυρίως οι νέοι άνθρωποι καλό θα είναι να επισκεφθούν την έκθεση, διότι αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι τίποτε δεν είναι αυτονόητο στη ζωή, ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε κάθε στιγμή για τη δημοκρατία, για τα δικαιώματά μας. Πόσο μάλλον που έχουμε εισέλθει στην εποχή των τεράτων και ηγέτες αμφισβητούν αξίες και διεθνείς συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ο μεταπολεμικός κόσμος.


Το δεύτερο, που σκέφτηκα για μια ακόμη φορά με αφορμή την ημερίδα που διοργανώσαμε την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης. Η παραμονή μας στην Ιταλία, όπως σημείωσα και σ΄ ένα άρθρο μου, δεν ήταν απλώς σπουδές στην αλλοδαπή, ή για άλλους εξορία. Ήταν μύηση σε μια στάση ζωής, στην ευθύνη, στην ενσυναίσθηση, στην ελευθερία. Προσωπικά βέβαια δεν ένιωσα ποτέ αντιστασιακός. Δεν αγωνίστηκα απλά κατά της χούντας, ή για μια επανάσταση που δεν έγινε.
Αγωνίστηκα γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να υπάρχω. Να κινούμαι και να σκέφτομαι ελεύθερα.
Γιατί όποιος θυμάται έτσι, όποιος ακόμη αντιστέκεται, δεν γερνάει ποτέ στ’ αλήθεια».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΕΣ : ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΚΟΥΜΙΔΗΣ