Θεσσαλονίκη: «Τα Γκρίκο είναι σήμερα μια γλώσσα περηφάνειας» τονίζει η ανθρωπολόγος της γλώσσας Μ. Πελεγκρίνο

Η διάλεκτος επιβιώνει σε Σαλέντο και Απουλία

- Newsroom

«Παλαιότερα έλεγαν για τα Γκρίκο ότι είναι μια μπάσταρδη γλώσσα. Σήμερα είναι μια γλώσσα περηφάνειας και αυτό γιατί η αντιμετώπιση έχει αλλάξει», τόνισε σήμερα η ανθρωπολόγος της γλώσσας και επισκέπτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μανουέλα Πελεγκρίνο, σε εκδήλωση για το βιβλίο της με τίτλο «Ελληνική γλώσσα, ιταλικό τοπίο», στο πλαίσιο της 21ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.

         Μιλώντας για τα Γκρίκο, μια ζωντανή διάλεκτο στην περιοχή του Σαλέντο και τα χωριά της Απουλίας στην οποία συνυπάρχουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο τα ιταλικά, τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, η κ. Πελεγκρίνο σημείωσε ότι «προέρχονται από τον κόσμο των μειονοτικών γλωσσών» και ανέφερε χαρακτηριστικά: «είμαι ανθρωπολόγος που γεννήθηκα μέσα στη γλώσσα αλλά επίσης είμαι και ένας παράξενος χαρακτήρας στην Ελλάδα. Με θεωρούν Ελληνίδα αλλά συγχρόνως πρέπει να τους εξηγήσω ότι το να είναι κανείς Γκρίκο δεν σημαίνει το να είναι Έλληνας, σημαίνει το να είναι και Έλληνας».

         Μεταφέροντας το προσωπικό της βίωμα σημείωσε ότι τα Γκρίκο δεν είναι η μητρική της γλώσσα γιατί η ίδια ασχολήθηκε μετά τα 29 της με την ανθρωπολογία και τη γλώσσα, παρότι είχε ακούσματα από τη γιαγιά της που πέθανε σε ηλικία 104 ετών και μιλούσε Γκρίκο.
«Θυμάμαι που βασάνιζα τον πατέρα μου κάθε βράδυ για να μου εξηγεί τη σημασία διαφόρων λέξεων των Γκρίκο. Λατρεύω την Ελλάδα. Έχω μια συναισθηματική σχέση με την Ελλάδα όμως αυτή η σχέση δεν βασίζεται μόνο στα Γκρίκο» είπε ενώ μιλώντας για τους μεγάλους ανθρώπους που μιλούν τα Γκρίκο, τους χαρακτήρισε ως ζωντανά μνημεία.

griko1.jpg

         «Ο όρος "ζωντανό μνημείο" περιλαμβάνει το μνημείο που είναι κάτι αδρανές και το ζωντανό που είναι κάτι ζωντανό γιατί μιλιέται ακόμη από φυσικούς ομιλητές. Αυτή η αντίθεση κατά κάποιο τρόπο επιλύεται από τις συναντήσεις ανάμεσα στον τοπικό πληθυσμό και τους επισκέπτες που έρχονται εκεί για να βυθιστούν σε αυτό το γλωσσικό περιβάλλον όπου η γλώσσα δεν είναι ένα μέσο επικοινωνίας αλλά περισσότερο μια μεταγλώσσα που συνδέει τους επισκέπτες με τους τοπικούς ομιλητές μέσα από την κοινή κληρονομιά» σχολίασε.

         Στη συνέχεια έκανε λόγο για μια αλλαγή στάσης τα τελευταία χρόνια, επισημαίνοντας ότι υπάρχει ένα καινούριο ενδιαφέρον της Ελλάδας απέναντι σε αυτές τις μειονοτικές διαλέκτους. Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε: «τα Γκρίκο είναι μια μεταγλώσσα που μπορεί να βοηθήσει να δημιουργηθούν σχέσεις ανάμεσα στη νότια Ιταλία και την Ελλάδα, πρέπει όμως να ξεπεραστεί αυτό το επίπεδο της ρητορικής και να περάσουμε σε πιο ενεργές δράσεις για την ενίσχυση αυτών των σχέσεων».

         Στο ερώτημα αν υπάρχει μια διαφορετική νοοτροπία στους Ιταλούς που μιλούν Γκρίκο απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι απλώς «υπάρχουν οσμώσεις που δημιουργούν ένα ιδιαίτερο γλωσσικό περιβάλλον». Τόνισε μάλιστα ότι η διγλωσσία είναι πλούτος και όσοι είναι δίγλωσσοι νιώθουν πλούσιοι.

         O καθηγητής Μάρκετινγκ και Καινοτομίας στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, Λουίτζι Ντε Λούκα, μίλησε για την περιοχή του Σαλέντο όπου επιβιώνει η διάλεκτος Γκρίκο, λέγοντας ότι είναι ένας υπερτόπος στον οποίο συνενώνονται αντιθετικές δυνάμεις και επιβιώνει η γλώσσα, δημιουργώντας ένα συμβολικό σύμπαν, μια κοσμοθεωρία, μια παγκοσμιότητα που ενισχύεται από τη χρήση της μουσικής για να απευθυνθεί στον κόσμο.

Με τον τρόπο αυτό, όπως είπε, περιγράφονται, μεταξύ άλλων, η ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την νότια Ιταλία, η ιστορία ενός λαού που αναζητά έναν τόπο, η ιστορία μιας γλώσσας που αιωρείται ανάμεσα σε ένα παρελθόν και σε ένα μέλλον που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.

         Ο καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Αγγελόπουλος σημείωσε ότι το βιβλίο της Μανουέλα Πελεγκρίνο έχει τη μορφή μιας εθνογραφικής μελέτης και τόνισε ότι πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εκπονείται από φυσική ομιλήτρια της γλώσσας. Επισήμανε, παράλληλα, ότι ενώ το 1960 υπήρχε ένας πληθυσμός περίπου 20.000 ανθρώπων στη νότια Ιταλία που μιλούσαν εκδοχές της ελληνικής, από το 1990 και μετά τα πράγματα άλλαξαν καθώς υπήρξε γήρανση του πληθυσμού και παραίτηση από τη γλώσσα.

         «Το βιβλίο υπερβαίνει την προσπάθεια προσδιορισμού της ταυτότητας των ομιλητών, από την οποία έχουμε υποφέρει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν έχει σημασία να δούμε τι γλώσσα μιλάνε για να δούμε ποιοι είναι. Σημασία έχει να δούμε τι γλώσσα μιλούν για να δούμε πώς τη ζουν, πώς την πονάνε, πώς τους πονάνε άλλοι για τη γλώσσα τους» είπε και πρόσθεσε: «η ανάγνωση του βιβλίου θα μας πονέσει, θα μας συγκινήσει. Ταυτόχρονα είναι ένα βιβλίο απελευθερωτικό, ένα βιβλίο που λέει να είμαστε άνθρωποι όπως είμαστε, όπως μιλάμε, με τις μπάσταρδες γλώσσες μας, τις ασάφειές μας, και τις αληθινές ζωές μας».

Loader