- Newsroom
Καθώς οι μπουλντόζες στην περιοχή της Χαριλάου συνεχίζουν για δεύτερη μέρα να κατεδαφίζουν ένα ιστορικό για τη Θεσσαλονίκη κτήριο, οι αναμνήσεις ενός απογόνου των ιδιοκτητών του «ξυπνούν», φέρνοντας στο νου γλυκόπικρα συναισθήματα. Ο Άρης Στυλιανού, καθηγητής του ΑΠΘ και πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών, θυμάται κάποιες από τις αμέτρητες ιστορίες για έναν από τους πρωτεργάτες της «Αλυσίδας», τον παππού του Σωτήρη.
Ο Σωτήρης Στυλιανού υπήρξε αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, που ξεκίνησε από φτωχά παιδικά χρόνια αλλά με τις ιδέες, το πάθος και την επιμονή του, κατάφερε να πετύχει. «Τη δεκαετία του '30 σκέφτηκε να φέρνει μεταχειρισμένα ελαστικά από τη Γαλλία -κυρίως από τη Μασσαλία- και να φτιάχνει ένα είδος αγροτικού και εργατικού… τσαρουχιού», αναφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο εγγονός του. Λίγο αργότερα, ένωσε τις δυνάμεις του με άλλους έξι βιοτέχνες της εποχής και το 1934 ιδρύθηκε η «Αλυσίδα», η οποία εγκαταστάθηκε στο κτήριο της οδού Παπαναστασίου το 1935.
Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής το κτήριο επιτάχθηκε και επαναλειτούργησε το 1945, παρουσιάζοντας μεγάλη αύξηση της παραγωγής και φτάνοντας τους 300 εργαζομένους. «Μεγάλες δόξες γνώρισε τη δεκαετία του '60 και του '70, όταν οι εργαζόμενοι έφτασαν περίπου τους 700», σημειώνει ο κ. Στυλιανού. Τότε ανέλαβε τη διοίκηση ο πατέρας του Γιάννης, και άρχισαν να χαράσσονται και οι δικές του παιδικές μνήμες από το εργοστάσιο. «Από το '70 που ανέλαβε ο πατέρας μου και έως το '80, θυμάμαι να πηγαίνω κάποιες φορές και να τον περιμένω. Στα μάτια μου, όντας μικρό παιδί, ήταν ένα μεγάλο, δαιδαλώδες κτήριο, με πολλούς εργαζόμενους, μεγάλες μηχανές γύρω γύρω που δούλευαν τα καλαπόδια και έφτιαχναν παπούτσια, και παντού η έντονη μυρωδιά του καουτσούκ», αφηγείται.
Το καουτσούκ, άλλωστε, ήταν τότε το βασικό υλικό για την κατασκευή εργατικών και αγροτικών παπουτσιών, για τις μπότες, τις γαλότσες, τα πέδιλα, αλλά και τις «αθάνατες» καφέ σαγιονάρες της εποχής. «Τη δεκαετία του '60 η Αλυσίδα εξαγόρασε την αθηναϊκή βιομηχανία "ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ" (Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικών), παράγοντας τα παπούτσια με τη λαστιχένια σόλα που πήραν το όνομά της και αποκαλούνταν ελβιέλες».

Σύμφωνα με τον Άρη Στυλιανού, για δεκαετίες ολόκληρες, η Χαριλάου ζούσε στον ρυθμό του εργοστασίου, που απασχολούσε πολλούς κατοίκους της περιοχής. Από βιομηχανική και εκτός κέντρου, η γειτονιά άρχισε σταδιακά να ανοικοδομείται και να βλέπει το κέντρο της πόλης να την πλησιάζει. «Υπήρχαν περιβαλλοντικοί λόγοι που δεν επέτρεπαν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο με τέτοια παραγωγή να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Έτσι, τη δεκαετία του '80, αναγκάστηκαν να φύγουν και να μετεγκατασταθούν στη Θέρμη, όπου, για να αντέξουν τον ανταγωνισμό, έκαναν νέες επενδύσεις, αγόρασαν μηχανές και πέρασαν κυρίως στην παραγωγή αθλητικού παπουτσιού», εξηγεί. «Μετά έγινε Ανώνυμη Εταιρεία, μπήκε στο χρηματιστήριο το '90, έφτιαχνε κυρίως αθλητικά παπούτσια και η επιτυχία τους τότε ήταν τα παπούτσια Strike», θυμάται. «Βέβαια, μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, με τις αθρόες εισαγωγές χωρίς δασμούς, η ελληνική παραγωγή δεν μπορούσε να σταθεί. Είχαν κλείσει όλες οι αντίστοιχες εταιρείες στην Αθήνα, όπως η Sportex και η Zita Hellas», προσθέτει.
Παρά τις δυσκολίες, ο πατέρας του κατάφερε να διατηρήσει την παραγωγή. Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1996, η εταιρεία παρήγαγε το 50% των παπουτσιών της και το υπόλοιπο εισαγόταν από την Ταϊβάν, την Κορέα και την Ιταλία. «Ήταν μη ρεαλιστικό να ανταγωνιστούμε τις υπερδυνάμεις των αθλητικών παπουτσιών που παρήγαν μαζικά στην Άπω Ανατολή. Το κόστος για μια ελληνική βιομηχανία ήταν τετραπλάσιο», σημειώνει. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η εταιρεία έγινε αποκλειστικά εμπορική και λίγο αργότερα, έκλεισε.

Ο Γιάννης Στυλιανού, όπως τον θυμάται ο γιος του, δεν ήταν ο τυπικός επιχειρηματίας. «Δεν τον ενδιέφερε ο πλουτισμός ή το επιχειρείν, αλλά ήταν καλλιτέχνης και σχεδίαζε ο ίδιος τα παπούτσια. Το γραφείο του, παρότι ήταν διευθύνων σύμβουλος, βρισκόταν μέσα στην παραγωγή, ανάμεσα στις μηχανές. Είχε δει τη δουλειά αυτή σχεδόν …ιεραποστολικά και παρότι θα ήθελε να ακολουθήσει πιο καλλιτεχνικές και επιστημονικές διαδρομές, αναγκάστηκε να την αναλάβει. Γι' αυτό και απέτρεψε εμένα και τον αδερφό μου από το να ασχοληθούμε με οποιονδήποτε τρόπο με την εταιρεία», λέει.
Μετά τη μετεγκατάσταση στη Θέρμη, μέρος του κτηρίου δημεύτηκε από τον δήμο Θεσσαλονίκης για να γίνουν σχολεία και πάρκα, ενώ το άλλο μισό πουλήθηκε από την «Αλυσίδα» σε ιδιώτες. «Ο Δήμος, αν είχε τα χρήματα, θα μπορούσε να αξιοποιήσει το τμήμα που κράτησε, αλλά, επειδή δεν έγινε τίποτα για δεκαετίες, αποχαρακτηρίστηκε κάποια στιγμή», σημειώνει ο κ. Στυλιανού.

Τη νέα ζωή της «Αλυσίδας» ως στέγη νυχτερινών κέντρων δεν την έζησε, ούτε από περιέργεια, καθώς τότε σπούδαζε στο εξωτερικό και, όταν επέστρεψε, είχε ήδη οικογένεια και μικρά παιδιά. Σήμερα, η εικόνα της κατεδάφισης τού προκαλεί θλίψη, τόσο για οικογενειακούς λόγους, όσο και για την άδικη μοίρα του κτηρίου. «Είναι κρίμα τέτοια κτήρια στη Θεσσαλονίκη να μην μπορούν να αξιοποιηθούν ή να κηρυχθούν νεότερα μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως γίνεται σε πολλές πόλεις του κόσμου. Θα μπορούσε να έχει διασωθεί από παλαιότερα, να γίνει χώρος πολιτισμού ή κάτι ανάλογο -και σίγουρα όχι τώρα, που επί δεκαετίες κατέρρεε», καταλήγει, εκφράζοντας την ευχή να μη δει στη θέση του πολυκατοικίες.