- Newsroom
Του Θεοχάρη Χαλυβόπουλου*
Με το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας εύλογα στραμμένο προς τη Μέση Ανατολή και τη διαμόρφωση των νέων εύθραυστων ισορροπιών μετά την επίτευξη της ειρηνευτικής συμφωνίας για τη Γάζα, ο προσωπικός θρίαμβος του Προέδρου Trump επισκίασε κάθε άλλη εξέλιξη στη σφαίρα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, η πρόσφατη διμερής συνάντηση ανάμεσα στον Αμερικανό Πρόεδρο και τον Αργεντινό ομόλογο του στον Λευκό Οίκο, μια μόλις μέρα μετά τη Σύνοδο Ειρήνης στην Αίγυπτο, είναι δηλωτική της ταχύρρυθμης και πολυεπίπεδης προσπάθειας των ΗΠΑ να διευρύνουν όχι μόνο τη γεωπολιτική ή την οικονομική αλλά και την ιδεολογική επιρροή τους στο διεθνές στερέωμα (ακόμη κι αν η ιδεολογική τους ταυτότητα υφίσταται πρωτοφανή επίθεση από την αμερικανική κυβέρνηση στο εσωτερικό).
Η σύναψη μιας «σύμβασης ανταλλαγής νομισμάτων» (currency swap agreement) ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την κεντρική τράπεζα της Αργεντινής, που επιτρέπει στην Αργεντινή να ανταλλάξει το εθνικό της νόμισμα με το δολάριο ΗΠΑ, συνιστά μόλις τη τέταρτη φορά από το 1996 που οι ΗΠΑ αγοράζουν απευθείας το νόμισμα μιας ξένης χώρας. Πρόκειται περί επιλογής που εύλογα επικρίνεται ως δημοσιονομικά ριψοκίνδυνη και κυρίως πολιτικά υποκινούμενη, καθώς η εξαιρετικά εύθραυστη κατάσταση της αργεντινής οικονομίας από κοινού με την αποδυναμωμένη πολιτική θέση του κυβερνώντος κόμματος ενόψει των επερχόμενων ενδιάμεσων νομοθετικών εκλογών για το αργεντινό Κογκρέσο, καθιστούν «επισφαλή επένδυση» το αμερικανικό πακέτο διάσωσης.
Κατά τη διάρκεια της διμερούς συνάντησης στον Λευκό Οίκο όμως, ο ίδιος ο Πρόεδρος Trump έσπευσε να αποκρυσταλλώσει το σκεπτικό πίσω από την εν λόγω πρωτοβουλία. «Πραγματικός σκοπός του (πακέτου διάσωσης) είναι να βοηθήσει μια καλή οικονομική φιλοσοφία» και ταυτόχρονα «Αν χάσει (ο Μιλέι), δεν θα είμαστε γενναιόδωροι με την Αργεντινή». Σαφής, συνειδητή, ιδεολογική επιλογή. Μολονότι μπορεί (δικαίως) να εκληφθεί ως άμεση, ολίγον εκβιαστική και σίγουρα θεσμικά άκομψη παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα μιας τρίτης χώρας, η στάση Trump στο εν λόγω ζήτημα είναι αναζωογονητικά τολμηρή.
Υπερβαίνοντας τα στεγανά του υπεραπλουστευτικού δόγματος “America First” το οποίο ταύτιζε την διαφύλαξη των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ με τον απομονωτισμό και την αποχή από κάθε παγκόσμια κρίση, ο Πρόεδρος Trump επιδεικνύει εντυπωσιακή πολιτική ωριμότητα ως προς την αξιολόγηση της ανάγκης για διεθνή παρουσία των ΗΠΑ ως μέσο αναχαίτισης του μεγαλύτερου γεωπολιτικού κινδύνου της εποχής μας, δηλαδή της διευρυμένης κινεζικής επιρροής (και στη Λατινική Αμερική). Ταυτόχρονα, παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης σε ένα ιδεολογικό πρόγραμμα κοινωνό του αμερικανικού οράματος περί ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αγοράς και ατομικής ελευθερίας, δίχως άμεσο, χειροπιαστό αντίκρισμα για τις ΗΠΑ, όπως επέβαλλε η μέχρι πρότινος στενά ανταλλακτική φιλοσοφία της τραμπικής εξωτερικής πολιτικής.
Το πολιτικό βάρος του εν λόγω πακέτου διάσωσης λοιπόν ξεπερνά κατά πολύ το απλό ενδιαφέρον για τις δημοσιονομικές επιδόσεις μιας λατινοαμερικανικής χώρας. Πρόκειται για μια ελπιδοφόρα αναβίωση ψηγμάτων αμερικανικού ορθολογισμού και ιδεαλισμού, σε μια περίοδο που αμφότεροι έδειχναν να εκλείπουν (και δη στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής). Είναι η επιβράβευση μιας φιλόδοξης ελευθεριακής πρωτοβουλίας, ενός κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού εγχειρήματος του οποίου η επιτυχία πρέπει να διασφαλιστεί πάση θυσία.
Ο τερματισμός της αιματηρής αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης αποτελεί αναντίρρητα σημαντική προσθήκη στη τροπαιοθήκη του ειρηνευτικού στρατοπέδου στο οποίο διατείνεται ότι ανήκει ο Donald Trump, ωστόσο η μακροημέρευση της παγκόσμιας ειρήνης δεν μπορεί να περιορίζεται στην επίλυση εκκολαπτόμενων πολεμικών συρράξεων αλλά πρέπει να αφορά και στην εδραίωση των κοινωνικοοικονομικών προϋποθέσεων της σε κάθε πλάτος και μήκος της υφηλίου.
*Ο Θεοχάρης Χαλυβόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Αναλυτής
