Το ΚΕΜΕΣ τιμάει τον Μίκη Θεοδωράκη με την ταινία "Μια σφαίρα στην καρδιά"

Σε ειδική πρώτη προβολή για τη Θεσσαλονίκη - Σήμερα στον Απόλλωνα το αριστούργημα του Μαρσέλ Καρνέ "Ξημερώνει"

- Newsroom


Σήμερα στις 21:00 οι «Σινεφίλ Δευτέρες» του ΚΕΜΕΣ στις 21:00 στα πλαίσια του αφιερώματος «Στα Ίχνη της ματαίωσης» παρουσιάζουν το κλασικό αριστούργημα του Μαρσέλ Καρνέ «Ξημερώνει». Πρόκειται για ένα μυθικό και απαγορευμένο φιλμ του Γαλλικού σινεμά.

Το ΚΕΜΕΣ σε συνεργασία με την CAROUSEL FILMS τιμάει τον Μίκη Θεοδωράκη και αφιερώνει στη μνήμη του μία εξτρά προβολή την Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου στις 20:30 στο θερινό ΑΠΟΛΛΩΝ (Σαρανταπόρου 4 - Βασιλέως Γεωργίου, τηλ. 2310828642). Η αρχή θα γίνει με επιλεγμένη μουσική και τραγούδια και με μια εισήγηση, ανάλυση για τη μουσική του Θεοδωράκη στις κινηματογραφικές ταινίες. Στις 21:00 θα παρουσιαστεί σε πρώτη προβολή για τη Θεσσαλονίκη το «Μία Σφαίρα στην Καρδία» (Έγχρωμο, Ελλάδα – Γαλλία, 1966, διάρκεια 81’) σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ, σε κόπια ψηφιακά αποκατεστημένη με ήχο DOLBY SURROUND. Το σενάριο έγραψαν οι Ζαν Ντανιέλ Πολέ, Πιερ Καστ, Ντίντιερ Γκουλάρ. Παίζουν οι Σάμι Φρέι, Φρανσουάζ Αρντί, Τζένη Καρέζη, Σπύρος Φωκάς, Γιώργος Μούτσιος, Άννα Ραυτοπούλου, Σωτήρης Μουστάκας, Κίμων Δημόπουλος, Φάνης Χηνάς, Νίκος Φέρμας, Σπύρος Καμπάνης, Ζαννίνο, Αντώνης Αντωνίου, Γιώργος Μαρίνος, Βιβέτα Τσιούνη, Νίκος Τσαχιρίδης.

mia-sfaira-stin-kardia-poster1.jpg


Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης Φραντσέσκο Μοντελέπρε (Σάμι Φρέι), συναντά τον μαφιόζο Ριτσάρντι (Βασίλης Διαμαντόπουλος) διεκδικώντας την περιουσία του που έχει υπεξαιρεθεί από τον γκάνγκστερ. Ο αρχιμαφιόζος απειλεί την ζωή του Μοντελέπρε κι ο τελευταίος διαφεύγει στην Ελλάδα και γνωρίζει μια τραγουδίστρια σε ένα καμπαρέ της Τρούμπας (Τζένη Καρέζη). Ο Ριτσάρντι δίνει εντολή δολοφονίας του Μοντελέπρε και η καταδίωξη ξεκινά.

Ιστορική από κάθε πλευρά ταινία, αξιομνημόνευτη για πολλούς λόγους, όπου οι διαισθητικοί ανανεωτικοί πειραματισμοί συμπλέουν με την ελληνική κουλτούρα, την αρχαία ελληνική τραγωδία και το γαλλικό φιλμ νουάρ.

Την ταινία θα προλογίσει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου και το θέμα της συζήτησης μετά την προβολή θα είναι «Η καταλυτική παρέμβαση της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη στην κουλτούρα της nouvelle vague του γαλλικού φιλμ νουάρ»

Στο κοινό θα διανεμηθεί κριτική του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου από το LIFO που είναι η ακόλουθη:

« Ένας άνδρας διασχίζει ασθμαίνοντας την καταπράσινη είσοδο μιας μεγάλης έπαυλης. Κυνηγημένος, ανεβαίνει τα σκαλιά, σαν να έχει μόλις αντικρίσει ένα φάντασμα. Ακούγεται ξαφνικός πυροβολισμός και τον βλέπουμε να κατευθύνεται προς την έξοδο, πιάνοντας το στομάχι του, τραυματισμένος. Τίτλοι αρχής και ξεκίνημα στην ίδια βίλα στο Παλέρμο.

Ο Φραντσέσκο Μοντελέπρε είναι ένας ευειδής νέος μαρκήσιος (που είδαμε στο πρώτο πλάνο), σαστισμένος στη δυσάρεστη είδηση της αρπαγής της ακίνητης περιουσίας του από έναν κανονικό μαφιόζο, που, απροειδοποίητα, έχει εισβάλει στον χώρο του με τη συμμορία του, φέρνοντάς προ τετελεσμένου. Ο Φραντσέσκο δεν έχει άλλη λύση από το να αποδράσει. Προορισμός του η Αθήνα των '60s. Κάνει δουλειές του ποδαριού, πιανίστας και κομπάρσος, και πέφτει στον έρωτα μιας πόρνης που εμφανίζεται σε καμπαρέ με στραφταλιστά φορέματα και τραγουδά τον «Καημό» και το «Να 'χα δυο χέρια δυο σπαθιά» ‒ η Τζένη Καρέζη στον τρίτο της ρόλο ως γυναίκα ελευθερίων ηθών σε τρία συναπτά έτη, και μάλιστα στο ίδιο άντρο, την Τρούμπα του Πειραιά!

Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν τέσσερις μήνες και συνέπεσαν με τα Ιουλιανά και την κοινωνική ταραχή στους δρόμους της Αθήνας, και τα τραγούδια υπέγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η ειρωνεία είναι πως αυτή ήταν και η μοναδική απόπειρα του Πολέ να φλερτάρει με έναν κινηματογράφο είδους, αποσκοπώντας σε εισιτήρια, αλλά η εμπορική απόδοση της ταινίας σε Ελλάδα και Γαλλία απογοήτευσε.

Ο ήρωας του Ζαν-Ντανιέλ Πολέ περιφέρεται σαν νεκρός τουρίστας του πεπρωμένου του, προσκαλώντας το τυχαίο, όπως ακριβώς επιθυμεί ο ελληνολάτρης σκηνοθέτης, θιασώτης των τελευταίων στιγμών, ηρώων που ρέπουν προς το επόμενο λάθος κι ενός κόσμου βωβού, στο περιθώριο του Λόγου. Πολύ πιο συγκεκριμένος σε σχέση με το συγκλονιστικό, ποιητικό δεκάλεπτο ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει έναν χρόνο νωρίτερα, τις Βάσσες, σε αφήγηση του Αλεξάντρ Αστρίκ, στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στην Αρκαδία, ο Πολέ, με τη Σφαίρα στην Καρδιά, επιβεβαιώνει πως ήταν ένας ανένταχτος δημιουργός: ψήγματα της νεωτερικής nouvelle vague και ο κορμός του ακαδημαϊκού γαλλικού σινεμά συγκατοικούν σε ένα ελεύθερο νουάρ, σκληρό και γοητευτικά περιπατητικό, εντελώς διαφορετικό σε ύφος και βλέμμα από οποιαδήποτε μυθοπλασία είχε ή έμελλε να γυριστεί στο ελληνικό τοπίο.

Ο Φραντσέσκο, απογοητευμένος και βαρύς, μετατρέπεται σε νομάδα-γκάνγκστερ για να επιβιώσει και να πάρει εκδίκηση για μια περιουσία που δεν μεταφράζεται απλώς σε ένα ωραίο, ακριβό σπίτι, αλλά ορίζει την ψυχή του και σημαίνει το παρελθόν του ‒ μια μοναδική πραγματική περιουσία ενός μοναχικού άνδρα που έχει μάθει να ελέγχει την απόγνωσή του και μοιάζει να αδράχνει τη δυσάρεστη αφορμή για να γνωρίσει τον κόσμο.

Ο Σάμι Φρέι, ένας Αλέν Ντελόν «τσέπης», λιγότερο αλήτης και αδίστακτος, πιο μελαγχολικός, αλλά φατάλ με τον τρόπο του, ενσωματώνεται στην αταξική ελληνική φιλοξενία (αλλά και στην αταξία της εποχής, αυτό το χύμα που αιφνιδιάζει ευχάριστα τους ξένους) με σταράτες, λιτές κουβέντες και την απρόθυμη διάθεση για μια αξιοπρεπή τρίτη πράξη σε μια ζωή που καθημερινά χάνει το νόημά της, δίπλα σε δύο γυναίκες, την Κάρλα της Καρέζη (που εδώ έχει την ευκαιρία να ακονίσει τα καλλιεργημένα γαλλικά της και να παίξει μακριά από τα φορσέ ελληνικά μελό), και τη Φρανσουάζ Αρντί, το σύμβολο της γιέ γιέ γενιάς, ένα δροσερό sixties κορίτσι με περιορισμένες υποκριτικές ικανότητες, αλλά ένα πρόσωπο που ταξιδεύει τον θεατή (και τον Φραντσέσκο βέβαια) με την αβίαστη ομορφιά και τις παιδιάστικες εκφράσεις της.

Στην ταινία, η Αρντί είναι η ερωτική αφορμή για την καθαρότητα στη ματιά του Φραντσέσκο, το έναυσμα για την απαρχή μιας συντελεσμένης τραγωδίας: ο θάνατος είναι θέμα χρόνου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και ο Πολέ φέρνει κοντά δυο Γάλλους σούπερ-σταρ του γαλλικού θεάματος μετά την πιο ψυχαγωγική σκηνή της ταινίας, όπου ο Φρέι συναντά ένα ζωηρά κοκκινοφορεμένο τάγμα Γερμανών μοναχών (με επικεφαλής τον Δημήτρη Μυράτ) στο τρένο που προσπαθεί να προλάβει με έναν μπράβο, λίγο πριν φτάσουν όλοι, μαζί και η Αρντί, στους Δελφούς για να θαυμάσουν την αιώνια τελειότητα του Ηνίοχου.

Ανέκαθεν ο Πολέ επιδείκνυε μεγαλύτερη θέρμη όταν κινηματογραφούσε χώρους με πέτρες, φύση και μνημεία, παλιούς πολιτισμούς και απομεινάρια ενός πολιτισμού που χάθηκε. Οι «κομπάρσοι» των Δελφών φαντάζουν ανθρώπινα ατυχήματα, όπως επισήμαιναν καίρια τα «Cahiers du Cinema». Τα λόγια ακούγονταν φευγαλέα, παράταιρα σχόλια μιας δράσης που βρίσκεται αλλού. Ακόμη και στην πιο ανάλαφρη, θεωρητικά, ταινία του, ο Πολέ δεν παρέλειψε να τονίσει ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης πως οι ήρωές του είναι όμηροι που ψάχνουν τη διαφυγή.

Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν τέσσερις μήνες και συνέπεσαν με τα Ιουλιανά και την κοινωνική ταραχή στους δρόμους της Αθήνας, και τα τραγούδια υπέγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η ειρωνεία είναι πως αυτή ήταν και η μοναδική απόπειρα του Πολέ να φλερτάρει με έναν κινηματογράφο είδους, αποσκοπώντας σε εισιτήρια, αλλά η εμπορική απόδοση της ταινίας σε Ελλάδα και Γαλλία απογοήτευσε.

Ο σκηνοθέτης, που δεν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην ταινία, επέστρεψε στο αταξινόμητο σινεμά που τον ιντρίγκαρε ούτως ή άλλως, ξαναγυρίζοντας συχνά στην Ελλάδα για να κάνει ταινίες και να δει τους φίλους του (ο Κώστας Φέρρης παρέμεινε στενός και αγαπημένος του συνεργάτης), η Τζένη Καρέζη δεν έκανε ποτέ διεθνή καριέρα μετά την αδιάφορη αντιμετώπιση της Σφαίρας κι ένας μικρός στρατός από Έλληνες ηθοποιούς (Ζαννίνο, Μουστάκας, Φωκάς, Διαμαντόπουλος, Χηνάς, Μαρίνος) είχε την ευκαιρία να εμφανιστεί σε μικρούς ρόλους σε μια διεθνή, και μάλιστα γαλλόφωνη, παραγωγή.»

Ταινίες που πλησιάζουν την προβληματική και το στιλ του «Μια Σφαίρα στην Καρδιά» είναι: «Τα Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, «Ο Δρόμος της Κορίνθου» του Κλοντ Σαμπρόλ, «Τοπ Καπί» του Ζυλ Ντασέν, «Ο Μάγος» του Γκάι Γκριν, «Μια Γυναίκα στο Παράθυρό της» του Πιερ Γκρανιέ-Ντεφέρ, «Το Μυστικό της Χρυσής Λιμουζίνας» του Ζαν Μπεκέρ, «Pourvu qu'on ait l'ivresse» του Ρινάλντο Μπάσι, «Δολοφόνος χωρίς Αιτία» του Φιλίπ Λαμπρό.

Για τα μέλη του ΚΕΜΕΣ ως μια προσφορά η είσοδος είναι ελεύθερη

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις προβαλλόμενες ταινίες και τους συντελεστές τους, ανατρέχετε στο kemesfacebook και στο kemes.wordpress.com

Loader