Βαγγέλης Βλάχος στη «ΜτΚ»: Το να βρω την αλήθεια είναι λύτρωση

Το πρώτο πράγμα που κάνει κάθε πρωί είναι να τσεκάρει τη συνομιλία με τους γονείς και την αδερφή του, για να δει ότι είναι καλά, και αμέσως μετά κάνει το ίδιο για την ευρύτερη οικογένειά του, τους συγγενείς θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στα Τέμπη

Το πρώτο πράγμα που κάνει κάθε πρωί ο Βαγγέλης Βλάχος είναι να τσεκάρει την ομαδική συνομιλία με τους γονείς και την αδερφή του, για να δει ότι είναι καλά, και αμέσως μετά κάνει το ίδιο για την ευρύτερη οικογένειά του, τους συγγενείς θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στα Τέμπη.

«Τα Τέμπη μάς έφεραν βίαια μαζί και έκτοτε προσπαθούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον, να προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε, γιατί θα σταθούμε δίπλα ο ένας στον άλλον στο δικαστήριο», λέει.

Ο ίδιος ζει και εργάζεται εδώ και χρόνια στην Παταγωνία. Όταν ο αδερφός του, Βάιος, ανασύρθηκε απανθρακωμένος από την επιβατική αμαξοστοιχία το μοιραίο βράδυ ένιωθε παγιδευμένος, αφού δεν μπορούσε να βρεθεί αμέσως δίπλα στους γονείς του. «Η απόσταση με έχει δυσκολεύσει πάρα πολύ. Όμως, από την άλλη με έχει βοηθήσει να κρατήσω μία ουδετερότητα από πράγματα που μπορεί να σε φορτίσουν συναισθηματικά. Το βλέπω δύο μέρες που είμαι εδώ και μετά σε όποια κουβέντα και να πέσω με κάποιον θα μιλήσει γι’ αυτό το θέμα», λέει στη «ΜτΚ».

Δεν υπάρχει μέρα που να μην ασχοληθεί με τη δικογραφία. «Δεν με ενοχλεί να διαβάσω ακόμα και το πιο σκληρό γεγονός ή να δω και την πιο σκληρή φωτογραφία. Αν ξέρω ότι αυτό το πράγμα είναι αλήθεια, με φέρνει πιο κοντά στο να μάθω τι ακριβώς συνέβη στον αδερφό μου. Το να βρω την αλήθεια είναι λύτρωση. Αν δεν φτάσουμε στην αλήθεια και συνεχίσουμε να είμαστε στο ψέμα, δεν θα φτάσουμε ποτέ στη δικαιοσύνη». Ο κ. Βλάχος βλέπει ότι τους τελευταίους μήνες η έρευνα έχει επιταχυνθεί και πιστεύει ότι θα καταδικαστούν οι περισσότεροι ένοχοι για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. «Η Δικαιοσύνη θα πρέπει να σταθεί και αυτή στο ύψος των περιστάσεων», λέει, χωρίς να το προεξοφλεί. Αν και δεν δίνει λευκή επιταγή, δηλώνει την εμπιστοσύνη του στη δικαιοσύνη «αλλιώς θα έπρεπε να έχω αποσυρθεί, να μην ασχολούμαι».

Συνθήκες Τεμπών υπάρχουν ακόμα και σήμερα

Για τον ίδιο υπάρχουν τρία βασικά κεφάλαια στην υπόθεση: η έλλειψη συστημάτων ασφαλείας, η φωτιά και η διαχείριση του χώρου μετά το δυστύχημα. «Πλέον, ξέρουμε τι πήγε λάθος εκείνη την ημέρα, τι πήγαινε λάθος τους τελευταίους μήνες και τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να επιτραπεί το αδιανόητο, να μπουν στην ίδια γραμμή δύο τρένα, να μην το καταλάβει κανένας και να συνεχίσουν για 12 λεπτά μέχρι να συγκρουστούν με φουλ ταχύτητα», λέει. Το αδιανόητο έγινε. Όμως υπάρχει και ένα αδιανόητο διαρκείας. Ακόμη και σήμερα, μεταξύ Δομοκού και Λάρισας, η κυκλοφορία συνεχίζει και γίνεται σε μονή γραμμή, δεν υπάρχουν φωτοσήματα, δεν υπάρχει τηλεδιοίκηση, άρα «οι συνθήκες είναι οι ίδιες, όπως το βράδυ των Τεμπών. Οι σταθμάρχες που διαχειρίζονται την κυκλοφορία επιλέχθηκαν σύμφωνα με τον νόμο, είναι εκπαιδευμένοι σωστά, ελέγχονται; Οι μηχανοδηγοί τηρούν τον κανονισμό; Οι ταχύτητες των τρένων και η πυκνότητα των δρομολογίων είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι;», διερωτάται.

Το τι προκάλεσε τη φωτιά απασχόλησε τη δημόσια συζήτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν λάθος; «Ο αδερφός μου ήταν ένα από τα θύματα που βρέθηκαν απανθρακωμένα, ένα από τα θύματα τα οποία ενδεχομένως να είχαν καεί ζωντανά. Επομένως για εμένα είναι ένα πολύ κομβικό ζήτημα. Απαιτώ σαφείς απαντήσεις, για να κατηγορήσω αυτόν ή αυτούς που είναι υπεύθυνοι. Δεν μπορώ να βασιστώ σε υποθέσεις, θεωρίες, σενάρια. Θέλω αποδείξεις, θέλω στοιχεία. Δεν συλλέχθηκαν στοιχεία που θα χρειαζόταν να τα έχουμε στο δικαστήριο, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι της αλήθειας να μην μπορέσουμε να το βρούμε ενδεχομένως ποτέ. Ένα από αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα είναι η ανάφλεξη και η φωτιά».

«Προσβολή στη μνήμη των ανθρώπων μας»

Όπως λέει, όμως υπάρχουν και πολλά άλλα σημαντικά ζητήματα που δεν θα πρέπει να αφεθούν στην άκρη και εντάσσονται σε αυτό που οι συγγενείς αποκαλούν «το έγκλημα πάνω στο έγκλημα των Τεμπών», δηλαδή την εσπευσμένη διαμόρφωση του χώρου του εγκλήματος. «Βλέπω τις τελευταίες μέρες κυβερνητικά στελέχη να υποβαθμίζουν αυτήν την υπόθεση, λέγοντας ότι αν τελικά δεν υπήρχε παράνομο φορτίο τότε και το μπάζωμα είναι μία θεωρία συνωμοσίας. Για τις οικογένειες είναι τόσο σημαντικό όσο και το ίδιο το δυστύχημα. Από ένα θύμα δεν έχει βρεθεί τίποτα, από έξι θύματα βρέθηκαν υπολείμματα βιολογικού υλικού πεταμένα σε δύο διαφορετικά σημεία της Λάρισας, χιλιόμετρα μακριά, παραδόθηκαν πολλούς μήνες μετά και οι συγγενείς χρειάστηκε να μπουν σε αυτήν την ψυχοφθόρο διαδικασία να ξανανοίξουν τους τάφους τους. Εμείς ακόμα αναρωτιόμαστε αν υπήρχαν υπολείμματα και κάπου αλλού. Δεν ανέχομαι και δεν θα επιτρέψω να υποβαθμίζεται αυτό το δεύτερο έγκλημα. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο που έγινε, δεν γνωρίζουμε ποιοι το αποφάσισαν και έδωσαν εντολή, αλλά γνωρίζουμε ότι έγινε το ξεμπάζωμα και μπάζωμα. Ελπίζω, αν θα γίνει η Προανακριντική Επιτροπή, να το δουν σοβαρά αυτό το ζήτημα. Για μας είναι μία κόκκινη γραμμή. Ο τρόπος με τον οποίο το διαχειρίστηκαν είναι εγκληματικός, γιατί δεν σεβάστηκαν καν το δικαίωμα που έχουμε να θάψουμε στους ανθρώπους μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω σε αυτό, γιατί για μας είναι μία προσβολή στη μνήμη των ανθρώπων μας».

«Με πονάνε όσα δεν θα ζήσω με τον αδελφό μου»

Αυτές τις ημέρες ο Βαγγέλη Βλάχος βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε και ο ίδιος και ο Βάιος και νιώθει ότι θα τον συναντήσει κάπου στην Τούμπα όπου έμεναν ή στα στέκια τους. «Ζώντας δέκα χρόνια στην Αργεντινή είχα συνηθίσει να περνάω πολύ χρόνο χωρίς να τον βλέπω και γι’ αυτό ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει το ότι έχει φύγει». Είχε να τον δει από το καλοκαίρι του 2019 -τότε ήταν και η τελευταία φορά που ο ίδιος χρησιμοποίησε το τρένο. Έπειτα ξέσπασε η πανδημία και ήταν αδύνατον να ταξιδέψει. Δέκα ημέρες πριν το δυστύχημα τα αδέρφια συζητούσαν για το πού θα πήγαιναν διακοπές μαζί... « Εγώ τον χάρηκα, μεγάλωσα μαζί του, έπαιξα μαζί του, σπούδασα μαζί του εδώ στη Θεσσαλονίκη. Αυτό που με πονάει είναι το τι θα μπορούσα να ζήσω μαζί του, πράγματα καινούρια, τα οποία τα φανταζόμουν, τα περίμενα και δεν θα τα έχω ποτέ. Περίμενα πώς και πώς να ξαναβρεθούμε μετά από αρκετά χρόνια για να περάσει χρόνο ο αδελφός μου με τον γιο μου, που τον είχε δει δύο φορές, αλλά τότε ήταν μικρός. Μου έχει μείνει αυτή η απογοήτευση, ότι δεν θα έχει ποτέ τον cool θείο που θα έπαιζε μαζί του, θα έκαναν ζαβολιές... Νιώθω ότι μείνανε στη μέση τα πράγματα. Κανείς δεν πρέπει να αναβάλει πράγματα που μπορεί να τα κάνει, γιατί ποτέ δεν ξέρεις».

* Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 02.03.2025

Loader