«Ξενάγηση» στη Θεσσαλονίκη των τουριστών

Η μακραίωνη ιστορία και η ζωντάνια της πόλης «κοντράρονται» με τα κλειστά μνημεία, τα γκραφίτι και τον τρόπο που οδηγούμε. Τι βαραίνει περισσότερο στη ζυγαριά;

Πριν από 15 χρόνια, σπάνια συναντούσες τουρίστες να περιφέρονται στο κέντρο της πόλης. Σήμερα, τους συναντάς όλες τις εποχές του χρόνου, να ανακαλύπτουν τη Θεσσαλονίκη μοναχικά ή ακολουθώντας το σημαιάκι του ξεναγού.

Ζητήσαμε από τέσσερις ανθρώπου που εδώ και χρόνια «συστήνουν» την πόλη στους επισκέπτες και τους βοηθούν να κάνουν ένα ταξίδι 2.300 ετών στην ιστορία, να μας μεταφέρουν τη ματιά του τουρίστα για τη Θεσσαλονίκη. Αυτό έχει ενδιαφέρον για δύο λόγους.

Πρώτον, γιατί ο τουρισμός είναι πια ένα υπολογίσιμο κομμάτι της οικονομίας της πόλης, και είναι χρήσιμο για τους επαγγελματίες και όσους χαράσσουν πολιτικές να γνωρίζουν τα δυνατά σημεία αλλά και τις αδυναμίες του τουριστικού προϊόντος.

Δεύτερον, και σημαντικότερο ίσως, γιατί η τρίτη ματιά είναι πολύτιμη, για να αναδείξουμε τα σημαντικά και να διορθώσουμε τα στραβά. Η εικόνα που έχουν οι άλλοι για την πόλη, μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε εκ νέου την αξία της και να αντιληφθούμε ότι τα «στραβά» που έχουμε συνηθίσει στους άλλους δεν περνούν απαρατήρητα...

Όπως αναφέρουν οι ξεναγοί με τους οποίους μίλησε η «ΜτΚ», αν ένα πράγμα «μουντζουρώνει» την εικόνα της πόλης και μοιάζει ακατανόητο στους επισκέπτες, είναι τα αναρίθμητα γκραφίτι σε τοίχους και δίπλα σε μνημεία. Ο τρόπος που οδηγούμε και παρκάρουμε τους τρομάζει, η ζωντάνια της πόλης τους ενθουσιάζει και η ιστορία της τους αφήνει έκθαμβους, παρά το γεγονός πως τα κλειστά μνημεία τους απογοητεύουν.

Το «βασικό μενού» για τους επισκέπτες περιλαμβάνει μία βόλτα στον Πύργο του Τριγωνίου, τη Ροτόντα, την Καμάρα, τον Άγιο Δημήτριο, την Αρχαία Αγορά, τον Λευκό Πύργο και τους βυζαντινούς ναούς που είναι μνημεία της Unesco. Εδώ και μερικούς μήνες έχει προστεθεί και ο πανέμορφος σταθμός Βενιζέλου του Μετρό. Η πιο instagrammable εικόνα της πόλης δεν είναι κάποιο από τα μνημεία αλλά οι Ομπρέλλες του Ζογγολόπουλου. Κάποιοι εστιάζουν στον Απόστολο Παύλο, στην εβραϊκή ή οθωμανική Θεσσαλονίκη, ενώ οι πιο «ψαγμένοι» ανακαλύπτουν τη γαστρονομία, το ρεμπέτικο, τις γειτονιές του έρωτα ή τις «σκοτεινές» σελίδες της ιστορίας της πόλης.

aslanidou-efimerida.jpg

Βιβή Ασλανίδου

«Τα γκραφίτι θα τα σχολιάσουν όλοι»

Τα τελευταία 15 χρόνια, η Βιβή Ασλανίδου ξεναγεί κυρίως Αμερικανούς και αγγλόφωνους τουρίστες από τη βόρεια Ευρώπη και το Ισραήλ. «Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ πέρα δεν έχουν ιδέα για την ιστορία των 2.300 χρόνων αστικής ζωής της πόλης. Ειδικά στους Αμερικανούς φαίνεται ασύλληπτο το εύρος της ιστορίας. Ακόμα και οι ‘διαβασμένοι’ δεν περιμένουν να δουν όλα όσα βλέπουν. Οι περισσότεροι εντυπωσιάζονται από τον συνδυασμό της ιστορίας και του vibe της πόλης. Τους αρέσει που μπορούν να κάνουν μία βόλτα έξω και να είναι ασφαλείς, που συναντούν ντόπιους και που το Κέντρο δεν είναι μόνο για τουρίστες, όπως το κέντρο της Αθήνας, που όλοι μικροί- μεγάλοι κυκλοφορούμε όλες τις πιθανές ώρες της ημέρας και της νύχτας, που είμαστε φασαριόζοι, τρώμε και πίνουμε ό,τι ώρα μας κατέβει. Τους αρέσει πολύ το φαγητό, οτιδήποτε κι αν δοκιμάσουν», λέει.

Τα πιο αρνητικά σχόλια που ακούει η ίδια είναι για τα γκραφίτι. «Τα σκουπίδια θα τα σχολιάσουν πολύ λιγότερο, αλλά τα γκραφίτι θα τα σχολιάσουν όλοι και θα ρωτήσουν γιατί δεν καθαρίζουμε αυτήν την ασχήμια». Τι τους απαντά; «Ότι είμαστε Βαλκάνιοι, ότι όταν προσπαθείς να επιβάλλεις κάτι στους Έλληνες θα κάνουν ακριβώς το αντίθετο και, φυσικά, ότι οι Αρχές δεν είναι πρόθυμες να επιβάλλουν πρόστιμα. Επίσης, τρομοκρατούνται πάντα με το πώς οδηγούμε, το πώς σταματάμε στη μέση του δρόμου, το πού παρκάρουμε, το ότι διπλοπαρκάρουμε, τους φαίνονται ακραία όλα αυτά». Τι θα ήθελε η ίδια να αλλάξει στην πόλη, για να προσελκύει περισσότερους τουρίστες; «Πρωτίστως, δεν προβάλλεται όσο θα έπρεπε. Δευτερευόντως, δεν έχει πάρα πολλές υποδομές. Φτάνει κανείς στο αεροδρόμιο και πρέπει να μαντέψει ότι ο μόνος τρόπος για να μετακινηθεί είναι το λεωφορείο. Δεν υπάρχει κάποια city card όπως έχουν όλες οι πόλεις, ένα πακέτο για μετακινήσεις και μουσεία. Με ρωτάνε πολλές φορές ‘πού μπορώ να πάρω ένα χάρτη;». Δεν υπάρχει πουθενά πληροφοριακό υλικό. Χρειαζόμαστε θέσεις πάρκινγκ σε συγκεκριμένα σημεία για τα λεωφορεία, έχουμε φοβερό πρόβλημα με αυτό. Τέλος, παρότι δεν σχολιάζουν πολύ την καθαριότητα, για μένα είναι απογοητευτικό να βλέπω βρώμικη την Αριστοτέλους ή να βρίσκω σκουπίδια στην Αρχαία Αγορά».

sfikas2-efimerida.jpg

Κωνσταντίνος Σφήκας

«Αναζητούν τον ρυθμό της ζωής της πόλης»

Ο Κωνσταντίνος Σφήκας είναι ένας από τους πιο γνωστούς ξεναγούς στην Ελλάδα, με εμπειρία 24 ετών. «Μετά τη δημαρχία Μπουτάρη έχει δημιουργηθεί ένα τουριστικό ρεύμα, μέχρι τότε η πόλη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στον τουριστικό χάρτη», λέει. «Έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε 35 θεματικές ξεναγήσεις, με κορυφαίες τον γαστρονομικό περίπατο και το εβραϊκό tour, τον βυζαντικό περίπατο και τα βήματα του Απόστολου Παύλου. Πάντοτε, ο ξεναγός επιφυλάσσει εκπλήξεις, για να μείνει ο επισκέπτης άναυδος: το βαπτιστήριο δίπλα από την Αγία Σοφία, όπου πιθανώς βαπτίστηκε ο Θεοδόσιος και από τότε ξεκίνησε ο χριστιανισμός σαν μία και μοναδική θρησκεία της Αυτοκρατορίας, η Μονή Βλατάδων, που πιθανολογούμε ότι είναι το σπίτι του Ιάσωνα ο οποίος φιλοξένησε τον Απόστολο Παύλο στην Καλαποθάκη, όπου μάλλον ήταν η μοναδική συναγωγή στην οποία δίδαξε ο Παύλος...».

Παρότι ο ίδιος πίστευε ότι τα αρχαία στη Βενζέλου έπρεπε να μείνουν αλώβητα «ό,τι έγινε έγινε, δυστυχώς δεν μπορούμε να το αναστρέψουμε», λέει, προσθέτοντας ότι «ο σταθμός είναι από τους ωραιότερους στον κόσμο, όταν ξεναγούμε ανθρώπους που δεν είναι αρχαιολόγοι μένουν με το στόμα ανοιχτό».

Ο κ. Σφήκας σπάνια ακούει σχόλια απογοήτευσης για τη Θεσσαλονίκη, όμως μία φορά ένας τουρίστας σε κρουαζιερόπλοιο του είπε «τι άσχημη πόλη, γεμάτη τσιμέντο». Μετά από τρεις ώρες ξενάγησης τον ευχαριστούσε για την εμπειρία της κατάδυσης στην ιστορία.

Όμως, οι περισσότεροι τουρίστες πλέον «αναζητούν τον ρυθμό της ζωής, τη γαστρονομία και τη διασκέδαση, δεν ενδιαφέρονται για τα μουσεία», παραδέχεται. Το ιστορικό κέντρο, βέβαια, είναι ένα ανοικτό μουσείο, όμως «περπατώντας είναι ανέφικτο να μην δεις τα γκράφιτι. Με ρωτάνε ‘γιατί τόση οργή;’. Ειδικά αν ένα γκραφίτι είναι κοντά σε μνημείο, μετράει πολύ αρνητικά». Το ίδιο και κάποια αρνητικά περιστατικά σε εκκλησίες- μνημεία Unesco. «Οι καντηλανάφτες είναι κράτος εν κράτει. Μία φορά ένας δεν άφηνε να μπουν οι επισκέπτες μέσα στον εσπερινό γιατί ήταν λέει ετερόδοξοι, σε ένα μνημείο που η Unesco πλήρωσε για την αναστήλωσή του!».

Παρότι ο ίδιος βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο - «έγινε δουλειά στην καθαριότητα, το κυκλοφοριακό βελτιώθηκε με το Μετρό, λειτουργούν δημόσιες τουαλέτες και βρύσες»- αρνείται να κρύψει από τους επισκέπτες «μία πόλη η οποία έχει ελλείμματα. Μας λείπει το πάρκινγκ για τα τουριστικά λεωφορεία, πρέπει να κάνουμε δουλειά με τα γκραφίτι. Η έλλειψη πρασίνου φαίνεται από την Άνω Πόλη, κι ας θαυμάζουν όλοι τη θέα. Η πόλη πρέπει να στοχεύσει στις υποδομές, τις επεκτάσεις τους Μετρό. Χρειαζόμαστε περισσότερο πράσινο, καθαριότητα, αστυνόμευση στους δρόμους και πολλή δουλειά με τα γκράφιτι».

kiourktsoglou-efimerida.jpg

Ιωάννης Κιουρκτσόγλου

Περπατώντας, ο τουρίστας θα δει όλα τα καλά και όλα τα στραβά

«Οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται από το απόθεμα της ιστορίας στην επιφάνεια και υπογείως, τις διαφορετικές ιστορικές περιόδους αλλά και τους διαφορετικούς ανθρώπους που ζούσαν στην πόλη. Είναι πολύ ωραίο να ακούς τον κόσμο που επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη να λέει ‘μα είναι τόσο διαφορετική πόλη και δεν είχαμε ακούσει ποτέ γι’ αυτήν’», επισημαίνει ο Ιωάννης Κιουρκτσόγλου.

Για τον ίδιο, είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα τα κλειστά μνημεία. «Όσα χρόνια είμαι ξεναγός στην πόλη δεν έχω καταφέρει να μπω στο Γιαχουντί Χαμάμ, που παραμένει κλειστό και μετά τις εργασίες αναστήλωσης. Δεν υπάρχει ούτε ένα τζαμί ή οθωμανικό λουτρό ανοιχτό. Τα Λουτρά Φοίνικας είναι παρατημένα, το Αλατζάι Ιμαρέτ ανοίγει μόνο για εκθέσεις. Αν οι εκκλησίες δεν ήτανε εν ενέργεια ναοί, θα ήτανε επίσης κλειστά μνημεία», σημειώνει. Στις εκκλησίες, όμως, είναι άλλο το πρόβλημα: Σε συγκεκριμένους ναούς, ιερείς και καντηλανάφτες έχουν μία στάση οριακά εχθρική, εάν το γκρουπ δεν αποτελείται από ορθόδοξους χριστιανούς, εάν δε είναι αλλόθρησκοι υπάρχει μία ατμόσφαιρα έντασης, την οποία αντιλαμβάνονται οι επισκέπτες. «Προσπαθούμε να μην το κοινωνούμε στην πραγματική του διάσταση, αλλά είναι ένα κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας, όσο κι αν είναι η εξαίρεση».

Ο ίδιος δεν αποφεύγει τις ασχήμιες της πόλης, «γιατί είναι μέρος της ζωής της πόλης». Τα γκραφίτι, όμως, δεν περνούν απαρατήρητα στους τουρίστες, κάτι που του επισημαίνουν με ευγενικό τρόπο. «Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη που για να την ανακαλύψει κάποιος και να εκτιμήσει την ιστορία της πρέπει να την περπατήσει, και περπατώντας θα δει όλα τα καλά και όλα τα στραβά. Για παράδειγμα, εμείς μπορεί να το έχουμε συνηθίσει, αλλά αυτοί σε καμία περίπτωση δεν νιώθουν ασφαλείς με πεζοδρόμια κατειλημμένα από οχήματα ή με μηχανές να κινούνται σε πεζοδρόμους όπου περπατούν. Είναι ένα από τα πράγματα που κάνει κακή εντύπωση. Και φυσικά, το ιστορικό κέντρο είναι δύσκολο για ανθρώπους που θέλουν να το περπατήσουν, αλλά έχουν δυσκολία στην κινητικότητα», λέει.

Υπάρχουν και άλλα, βασικά προβλήματα. «Γκρουπ 30-40 ατόμων που φτάνουν οδικώς στον Λευκό Πύργο, αναγκάζονται να καταφεύγουν στις τουαλέτες των καφέ. Σε ένα walking tour θέλουμε τρεις ώρες από τα ανατολικά τείχη της πόλης μέχρι την Αριστοτέλους, όπου έχει τουαλέτες».

Τέλος, κάτι που επισημαίνει, ως εργαζόμενος στον κλάδο του τουρισμού, είναι ότι θα πρέπει να μπουν κανόνες στη στάθμευση των τουριστικών λεωφορείων. «Να αποφασίσουμε π.χ. ότι όλα τα τουριστικά λεωφορεία αφήνουν τον κόσμο στον Λευκό Πύργο και φεύγουν για να παρκάρουν στο Μέγαρο Μουσικής, αλλά μπορούν να εξασφαλίσουν θέσεις για όλα τα λεωφορεία που φέρνουν κόσμο στην πόλη».

karkiti-efimerida.jpeg

Εύη Καρκίτη

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το αφήγημα της πόλης

Η Εύη Καρκίτη είναι δημιουργός και συντονίστρια της Thessaloniki Walking Tours που από το 2013 προσφέρει θεματικές ξεναγήσεις κυρίως σε Έλληνες αλλά και σε ξένους, οι οποίοι κατά κανόνα έρχονται «διαβασμένοι» και θέλουν να ανακαλύψουν άγνωστες ιστορίες της πόλης.

«Τα πρώτα χρόνια σχολίαζαν πάρα πολύ έντονα τους μουντζουρωμένους τοίχους. Υπήρχαν, βέβαια, και απίστευτα βάναυσα φαινόμενα, με γκράφιτι ακόμα και πάνω στη Ροτόντα. Δεν μπορούν να το καταλάβουν οι ξένοι. Και η αλήθεια είναι ότι ούτε και εμείς μπορούμε να το εξηγήσουμε. Επίσης, τα κλειστά μνημεία και η υποβαθμισμένη εικόνα κάποιων ανοικτών, τους είναι εν πολλοίς ακατανόητη. Κατά καιρούς, μου έχουν αναφέρει τη δυσαρέσκειά τους για την πάρα πολύ μεγάλη ηχορύπανση της Θεσσαλονίκης αλλά και για την κακή ποιότητα του αέρα», λέει.

Κάνει εντύπωση η έλλειψη μεγάλων αστικών πάρκων και ποδηλατόδρομων; «Δεν μου σχολιάζει ποτέ κανείς την απουσία του πρασίνου, αλλά η ποιότητα του αέρα, ίσως, κατά κάποιο τρόπο να σχετίζεται και με αυτό. Εξάλλου, δεν έρχονται εδώ να χαρούν τα πάρκα που έχουν στην πόλη τους, είναι προετοιμασμένοι για κάτι διαφορετικό», απαντά. Μερικές φορές, αυτό το «διαφορετικό» προσεγγίζει τα όρια του παρακμιακού, που στα μάτια των ξένων μπορεί να φαντάζει εξωτικό ή φολκλόρ... «Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι το βλέπουν και λίγο έτσι. Όμως οι νεότερες γενιές έχουν αντιρρήσεις. Θυμάμαι σε μία βόλτα στο Καπάνι, οι επισκέπτες είχαν εκπλαγεί αρνητικά με την εικόνα του εκτεθειμένου κρέατος».

Υπάρχουν πράγματα που κρύβει γιατί δεν είναι πολύ κολακευτικά για την πόλη; «Η φιλοσοφία της Thessaloniki walking tours είναι ότι δεν εξωραϊζουμε τίποτα, γι’ αυτό και θα πάμε με τουρίστες σε ‘αντιτουριστικά’ μέρη. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το αφήγημα της πόλης. Προσπαθούμε να διηγηθούμε τις ιστορίες της και να τις ‘δέσουμε’ στον αστικό ιστό. Και πράγματι, ο αστικός ιστός σε πολλές περιπτώσεις είναι απογοητευτικός, αλλά βεβαίως υπάρχουν και οι γοητευτικές πλευρές της Θεσσαλονίκης».

Μία από αυτές είναι η ζωτικότητά της. «Αν κάποιος έρθει στη Θεσσαλονίκη για να περάσει ένα Σαββατοκύριακο, θα δει μία πόλη που έχει ένταση. Η εικόνα του λιμανιού το βράδυ στην προβλήτα Α είναι απίστευτα ελκυστική. Ειδικά το φθινόπωρο, με την άφιξη των φοιτητών, αλλάζει κάτι στην εικόνα της πόλης».

Όμως για την ίδια, δεν είναι αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα. «Λίγο πολύ ο κόσμος έχει ταξιδέψει πολύ, τα έχει δει όλα, ούτε θα δει πρώτη φορά μία παραθαλάσσια πόλη, θα διασκεδάσει ή θα δει μνημεία. Για μένα το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης, που μπορεί να εξασφαλίσει επισκέπτες που θα ενδιαφέρονται για την πόλη, είναι αυτό που έλεγαν ακόμη και οι περιηγητές του 19ου αιώνα: Το παρόν και το παρελθόν μπερδεύονται διαρκώς. Υπάρχει απίστευτη εγγύτητα- η αψίδα του Γαλέριου δίπλα σε έναν δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας, η Ροτόντα και παραδίπλα το Πανεπιστήμιο. Οι διάφορες φάσεις της ιστορίας, που έφτιαξαν αυτό που είναι η πόλη σήμερα, συνυπάρχουν σε απόσταση αναπνοής και συνθέτουν το αφήγημα της διαχρονίας της πόλης. Αυτό που έχει η Θεσσαλονίκη είναι μία πάρα πολύ σύνθετη ταυτότητα, με αντιφάσεις και γκρίζες σελίδες που έχουν ενδιαφέρον για τους ταξιδιώτες που θέλουν να μάθουν περισσότερα για το τι είναι αυτή η πόλη, ποιοι την περπάτησαν και πώς οι ίδιοι βρέθηκαν να βαδίζουν πάνω της».

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 21.09.2025

Loader