
0%, αυτό είναι το ποσοστό της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα. Η χώρα δεν διαθέτει καμία επίσημη εναλλακτική λύση σε σχέση με την αγορά, δεν ακολουθεί κανένα μοντέλο παροχής οικονομικά προσιτής κατοικίας, ενώ δεν υπάρχει κάποιος φορέας που να έχει τη σχετική αρμοδιότητα. Την ίδια στιγμή, στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, το μέγεθος του τομέα της κοινωνικής κατοικίας φτάνει από μερικές χιλιάδες σπίτια ως το 1/3 του συνολικού αποθέματος στην Ολλανδία. Παρά τις εξαγγελίες, τις προσπάθειες και τα μέτρα που έχουν ληφθεί (Σπίτι μου Ι & ΙΙ) δεν έχει αλλάξει η στεγαστική πραγματικότητα. Μία κατάσταση που ήταν αντίστοιχη ακόμη και πριν την οικονομική κρίση, αν εξαιρέσει κανείς την ύπαρξη τότε του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ).
Το στεγαστικό δεν θεωρούνταν, μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, πρόβλημα, αλλά αντιμετωπιζόταν ως ιδιωτική υπόθεση στην οποία ο καθένας έβρισκε εξατομικευμένη λύση. Διαχρονικά, η παρουσία του Κράτους στην κατοικία περιοριζόταν στη διευκόλυνση τέτοιων λύσεων είτε μέσω της αντιπαροχής είτε μέσω της ανοχής ακόμη και της αυθαίρετης δόμησης. Έτσι, η Ελλάδα έφτασε να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη. Σήμερα, παρά το γεγονός πως τόσο το κοινωνικό σύνολο όσο και οι πολιτικές δυνάμεις έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της στεγαστικής κρίσης, εξακολουθούν να μην υπάρχουν επαρκείς απαντήσεις σε μία τόσο ζωτική κοινωνική πρόκληση. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Διότι απουσιάζουν οι βασικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μίας «νέας αγοράς κατοικίας». Αρχικά, η χώρα δεν διαθέτει στεγαστική πολιτική που θα έπρεπε να αποτελεί τη βάση (Housing Act) για οποιαδήποτε μέτρα εφαρμόζονται και να ορίζει την κεντρική κατεύθυνση του μοντέλου. Ποια είναι η κεντρική στόχευση; Η ενίσχυση της προσφοράς; Δίνεται καθολική πρόσβαση στην κοινωνική κατοικία ή μόνο σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και με ποια κριτήρια; Ποιοι είναι οι πάροχοι; Ποια είναι τα σταθερά χρηματοδοτικά εργαλεία; Αξίζει να σημειωθεί πως τον περασμένο Μάρτιο προκηρύχθηκε διαγωνισμός από το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας με θέμα τη «Μελέτη Εθνικής Στρατηγικής Στεγαστικής Πολιτικής». Μένει να φανεί αν και πώς θα καλυφθεί αυτό το πρώτο βασικό κενό.
Δεύτερο βασικό έλλειμμα για μία πιο δομική και αποτελεσματική παρέμβαση στο στεγαστικό είναι η ύπαρξη παρατηρητηρίων της αγοράς κατοικίας που να παρέχουν δημόσια διαθέσιμα κατά τόπους δεδομένα. Το ζήτημα της κατοικίας είναι κατεξοχήν θέμα με τοπικά χαρακτηριστικά. Η παρέμβαση σε κάθε περιοχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε Περιφέρειας, ειδικά στην Ελλάδα όπου 12 από τις 13 Περιφέρειες συρρικνώνονται πληθυσμιακά με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το στεγαστικό απόθεμα. Εδώ θα ήταν απαραίτητος ένας ενισχυμένος ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των συνδεόμενων με αυτήν οργανισμών όπως των αναπτυξιακών.
Είναι κρίσιμο να καταστεί σαφές πως η ιδιοκτησία δεν είναι μονόδρομος, να ανακοπεί η εντεινόμενη τάση χρηματιστικοποίησης της κατοικίας και να διαμορφωθούν συνθήκες διαφοροποίησης της αγοράς. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε εισαγωγικά, σε ολόκληρη την Ευρώπη το στεγαστικό απόθεμα διατίθεται με διάφορους τρόπους που περιλαμβάνουν μοντέλα κοινωνικής, δημόσιας και συνεταιριστικής κατοικίας που συχνά συνδυάζονται και με μέτρα, όπως η επιδότηση ενοικίου. Ταυτόχρονα, διεθνώς ολοένα και περισσότερες μικρές κοινότητες ανθρώπων πειραματίζονται με διάφορες μορφές συγκατοίκησης (co-housing). Στη χώρα μας, αντίστοιχες πρωτοβουλίες σκοντάφτουν επάνω στην έλλειψη πλαισίου που δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση τέτοιων έργων ακόμα και από τράπεζες που μοιράζονται τις συνεργατικές αξίες, όπως οι συνεταιριστικές τράπεζες.
Η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού τομέα, πέραν της ελεύθερης αγοράς, θα προσέφερε, συν τοις άλλοις, ενισχυμένες δυνατότητες παρέμβασης σε τομείς, όπως αυτόν της ενεργειακής μετάβασης, προτεραιότητα στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών 2. Η διασκορπισμένη ιδιοκτησία ενός, σε μεγάλο ποσοστό, ηλικιωμένου οικιστικού αποθέματος δεν επιτρέπει την επίτευξη κλίμακας στις ενεργειακές αναβαθμίσεις, ενώ παράλληλα θέτει εμπόδια και σε μία γενικότερη ολιστική μετάβαση γύρω από την κατοικία που θα μπορούσε να συμπεριλάβει και μοντέλα αλληλοφροντίδας ή και συνοδήγησης.
Στη Θεσσαλονίκη, έγινε, πράγματι ένα πολύ ενθαρρυντικό βήμα, με τη λειτουργία του πρώτου φορέα κοινωνικής μίσθωσης. Παρακολουθώντας από κοντά τη συγκεκριμένη προσπάθεια τα τελευταία πέντε χρόνια μου είναι σαφές πως κατέστη εφικτή χάρη στην πολυετή επίμονη και επίπονη προσπάθεια συγκεκριμένων ανθρώπων εντός της μητροπολιτικής αναπτυξιακής Θεσσαλονίκης και του Δήμου Θεσσαλονίκης, στην οποία συστρατεύτηκαν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αλλά και φορείς όπως το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ. Θα ήταν εξαιρετικά πολύτιμο να προσφερθούν, σε κάθε τέτοια προσπάθεια, οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας, ώστε από τέτοια εμπνευστικά πιλοτικά προγράμματα να οδηγηθούμε σε αναγκαίες δομικές αλλαγές που τόσο έχουν καθυστερήσει.
* Ο Μιχάλης Γουδής είναι διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, Γραφείο Θεσσαλονίκης-Ελλάδα. Έχει διατελέσει επί σειρά ετών διευθυντής επικοινωνίας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημόσιας, Κοινωνικής & Συνεταιριστικής Κατοικίας Housing Europe.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 15.06.2025