
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι όλο και περισσότερα καταστήματα και επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης εγκαθιστούν διαφόρων τύπων οθόνες στις βιτρίνες και τις προσόψεις τους. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να αναλύσω τη σκέψη μου σχετικά με το φαινόμενο.
Σημειολογικά μία οθόνη σε μία βιτρίνα δίνει στον περιπατητή-πελάτη την αίσθηση ότι στο μέρος αυτό υπάρχει κάτι από την Times Square της Νέας Υόρκης, άρα τεχνολογία, άρα επαγγελματισμός, άρα καλό προϊόν. Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε ότι όπου υπάρχει καλό προϊόν και επαγγελματισμός, αργά ή γρήγορα, θα μαζευτεί και πλήθος ανθρώπων, άρα ευκαιρίες για κοινωνικοποίηση και ερωτικές γνωριμίες. Αυτά, πολύ χονδρικά, για το τι μπορεί να συμβολίζει μία οθόνη σε ένα κατάστημα, πέρα από την προβολή εναλλασσόμενων διαφημίσεων.
Πώς όμως αυτό επηρεάζει, αρνητικά κατά την άποψή μου, την αισθητική της πόλης; Αν εξαιρέσουμε ότι οι οθόνες σε ένα κατάστημα απαιτούν περισσότερο ρεύμα, είναι επικίνδυνες για τους οδηγούς και εισάγουν ακόμα πιο βαθιά τους ανθρώπους στην υπερ-πραγματικότητα (hyperreality), το θέμα έχει, για εμένα, προεκτάσεις και σε αυτό που ονομάζω «το αρχιτεκτονικό πρόβλημα» της Ελλάδας, δηλαδή αυτό που υποτιμητικά ονομάζουμε στον καθημερινό λόγο: πολυκατοικίες ή τενεκεδουπόλεις. Πιο συγκεκριμένα, έχω την πεποίθηση πως η προσθήκη οθονών συμβολίζει μία βούληση να βάλουμε «κάτω από το χαλί» το αρχιτεκτονικό πρόβλημα και να στρέψουμε, να εστιάσουμε τα βλέμματα αλλού. Στις οθόνες, δηλαδή, και την εικονική πραγματικότητα. Είναι ίσως μία πρόθεση να απαλύνουμε, έστω και αποτυχημένα, τον οπτικό θόρυβο του αρχιτεκτονικού προβλήματος και να κλέψουμε λίγη από τη δόξα του Μανχάταν και του Piccadilly Circus.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» 15.06.2025