
Το σταθερό μου τηλέφωνο σπάνια το χρησιμοποιώ, κυρίως για να σχηματίσω τον αριθμό του κινητού μου για να το εντοπίσω κάπου στο σπίτι. Ακόμα σπανιότερα με καλούν σε αυτό τον αριθμό. Ακόμα και οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα που θέλουν να πουλήσουν κάποια προσφορά πακέτου ενέργειας ή τηλεπικοινωνίας με καλούν στο κινητό.
Με λίγα λόγια, ξαφνιάστηκα όταν σήμερα το πρωί άκουσα τον ήχο του σταθερού, κι ακόμα περισσότερο από τον διάλογο που ακολούθησε. Η κυρία από την άλλη άκρη της γραμμής ρώτησε αν είμαι η Σοφία Χριστοφορίδου, μου είπε το ονοματεπώνυμό της, μου συστήθηκε ως Ολυμπία Χ., μου είπε σε ποια συνοικία ζει κι ότι βρήκε το τηλέφωνό μου σε κάποιο από τα πενταψήφια νούμερα που έχουν τα δεδομένα του τηλεφωνικού καταλόγου. Έκανα μια παύση, περιμένοντας να μου πει για κάποια φοβερή προσφορά. Και εκεί ήρθε το δεύτερο ξάφνιασμα.
-Ήθελα να σε ρωτήσω πώς βλέπεις τα πράγματα.
-Τα πράγματα; Τι εννοείτε;
-Ε, να, την κατάσταση με τους πολέμους, τι σκέφτεσαι για αυτο;
Σκέφτηκα ότι ίσως είναι μια μοναχική γυναίκα που ήθελε να ακούσει μια ανθρώπινη φωνή, κι ενώ βιαζόμουν της απάντησα ότι «στην ανθρώπινη ιστορία πάντοτε γινόταν πόλεμοι, ο πόλεμος είναι κάτι που συνέβαινε, συμβαίνει και δυστυχώς θα συνεχίσει να συμβαίνει». «Μα», μου αντέτεινε, «η Βίβλος λέει ότι θα έρθει ο Θεός και θα φέρει την ειρήνη...».
Δεν τελείωσε καλά καλά τη φράση της και ο προπετής και κυνικός εαυτός μου σχολίασε ότι «αν είναι έτσι, μάλλον δεν έχει έρθει ακόμη, γιατί ακόμα κι αν έχουμε εμείς την τύχη να απολαμβάνουμε την ειρήνη, σε πολλά μέρη του κόσμου, στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, ακόμα και στην Ευρώπη οι άνθρωποι βιώνουν τα δεινά του πολέμου». Απτόητη η κ. Ολυμπία, μου υπενθύμισε το «ελθέτω η βασιλεία σου» του πάτερ ημών και ήταν βέβαιη ότι «η κυβέρνηση (sic) του Θεού θα φέρει την ειρήνη στον κόσμο».
Είτε ήταν μια μοναχική ηλικιωμένη κυρία που ήθελε να μιλήσει σε μια τυχαία άγνωστη, είτε πίστευε ότι υπηρετούσε έναν ευγενή σκοπό, η κυρία Ολυμπία κέρδισε τη συμπάθεια και το χρόνο μου. Μόνο που δεν είχα άλλο επιχείρημα να της πω, για να συνεχίσουμε αυτό το ιδιότυπο debate, κι έτσι τη ρώτησα αν έχει παιδιά και εγγόνια (είχε), με ρώτησε κι αυτή αν θα ήθελα να τα ξαναλέγαμε κάποια στιγμή... Αυτή πάντως δεν ήταν η στιγμή, γιατί είχα αργήσει στη δουλειά.
Περπατώντας σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι πια όχι να κάνουμε διάλογο, αλλά απλώς να ακούσουμε τον άλλον, κι ας μην συμφωνούμε απαραίτητα μαζί του, κι ας έχουμε τις αμφιβολίες μας, όπως εγώ με την κυρία Ολυμπία.
Ο διάλογος γίνεται σε μεγάλο βαθμό στα σόσιαλ μίντια κι εκεί όλοι ενδιαφέρονται κυρίως για τα like της επιβεβαίωσης. Αν κάποιος μπει σε διάλογο θα θελήσει επιβεβαιώσει την ορθότητα των απόψεών του, ή συχνότερα θα επιδιώξει να «την πει» στον «απέναντι» συνομιλητή του πληκτρολογίου, με κάποιον αφορισμό. Πολλοί γράφουν στα σόσιαλ απλώς για να πουν μια εξυπνάδα, να κάνουν ένα ειρωνικό σχόλιο, να έχουν τον τελευταίο λόγο σε ατέρμονους τσακωμούς χωρίς νόημα. Αυτούς τους τελευταίους ο αλγόριθμος τους εμφανίζει πολύ περισσότερο από όσους θέλουν απλώς να μοιραστούν μια ιδέα, μια σκέψη, μια απορία, ή να ανοίξουν έναν διάλογο χωρίς ειρωνείες, τσακωμούς κι εξυπνακισμούς.
Για όλα αυτά που συμβαίνουν online, τον χάρηκα αυτό τον offline διάλογο, που με ξάφνιασε και μου θύμισε με τόσο απλό τρόπο τα σημαντικά αυτής της ζωής. Κι ας μην κατέληξε πουθενά. Ποιος ξέρει, ίσως η κυρία Ολυμπία να μου ξανατηλεφωνήσει κάποια στιγμή.