Η κυβέρνηση αποφάσισε να συντάξει και να παρουσιάσει Νέο Κώδικα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στην κοινή συνεδρίαση, της 28ης Απριλίου, της ΚΕΔΕ (Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας) και της ΕΝΠΕ (Ένωση Περιφερειών Ελλάδας) με την ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών (ΥΠΕΣ) και με κύριο ομιλητή τον υπουργό κ. Λιβάνιο, παρουσιάσθηκαν οι βασικές αρχές και τα ουσιαστικότερα στοιχεία των «μεταρρυθμίσεων» που, κατά την άποψη της κυβέρνησης, περιλαμβάνονται στον νέο Κώδικα.
Με τον νέο Κώδικα, σύμφωνα με την ηγεσία του ΥΠΕΣ, επιδιώκεται να αντιμετωπισθεί η πολυνομία και να ξεπεραστούν νομοθετήματα χρονικά ξεπερασμένα. Δεν αλλάζουν τα όρια και ο αριθμός ούτε των δήμων, ούτε φυσικά των περιφερειών. Ο νέος Κώδικας αποτελείται από τέσσερα (4) βιβλία τα οποία αφορούν στο εκλογικό σύστημα, τη διακυβέρνηση και την εποπτεία, τις αρμοδιότητες και την οικονομική διαχείριση σε δήμους και περιφέρειες. Στο πλαίσιο αυτό θα γίνει και επανακαθορισμός του χαρακτήρα των δήμων –ορεινοί, ημιορεινοί, μητροπολιτικοί. Αναφορικά με την εκλογική διαδικασία, προτείνεται οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες να εκλέγονται σε ένα γύρο ενώ καταργούνται οι δημοτικές ενότητες ως εκλογικές περιφέρειες στους δήμους.
Έχει κατά καιρούς έντονα προβληθεί -και είναι υπαρκτή- η ανάγκη μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιών από το «κεντρικό κράτος» προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις Περιφέρειες, όπως επίσης και η ακριβής οριοθέτηση περιεχομένου αρμοδιοτήτων και ευθυνών άσκησης εξουσίας. Όμως, δεν θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σε θετικές αποφάσεις ανταποκρινόμενες στις πραγματικές ανάγκες από την κυβέρνηση της ‘’Νέας Δημοκρατίας’’ ούτε στον πρώτο τομέα (πραγματική αποκέντρωση εξουσιών), ούτε στον δεύτερο (οριοθέτηση και ουσιαστική άσκηση των πολιτικών). Σε μια κυβέρνηση όπου όχι απλώς η ισχυρή πρωτοκαθεδρία αλλά η απόλυτη κυριαρχία ανήκει και ασκείται από τον πρωθυπουργό και το συγκεντρωτικό του κέντρο (το γνωστό για όλες τις οικονομικές και πολιτικές υποθέσεις «Μαξίμου») δεν μπορεί κανείς να αναμένει -και η 6ετής εμπειρία είναι καταλυτική- θετικές αποφάσεις εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης με περιεχόμενο αποκέντρωσης, ούτε καν με αποχρώσεις αποκέντρωσης.
Ο στόχος είναι κυρίως ο πλήρης κομματικός («νεοδημοκρατικός») έλεγχος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ο παραπέρα έλεγχος των Περιφερειών. Κι αυτό επιδιώκουν να το πετύχουν μέσω του νέου τρόπου εκλογής Δημάρχων και Περιφερειαρχών, ακυρώνοντας την δεύτερη Κυριακή μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων (δημάρχων, περιφερειαρχών) της πρώτης Κυριακής.
Είναι γεγονός ότι στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, οι αντιλήψεις, οι τακτικές και οι πρακτικές του «πελατειακού κράτους» με ασυναγώνιστο πρωταγωνιστή και ενορχηστρωτή τη ‘’Ν.Δ.’’ και την κυβέρνηση, αλλά και με εκτεταμένες μέσα στην κοινωνία ανάλογες συμπεριφορές και λογικές, αποτελούν ένα πλατύ διαβρωτικό βούρκο. Το νέο εκλογικό σύστημα της κυβέρνησης στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αυτήν την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση εκμαυλισμού εκμεταλλεύεται ώστε με δύο εναλλακτικούς (πελατειακά ελεγχόμενους) εκλογικούς συνδυασμούς να κατορθώσει με το 43% και τη δυνατότητα διπλοσταυριών να αλώσει πλήρως Δήμους και Περιφέρειες με μία και μόνη Κυριακή.
Η κυβέρνηση έχοντας αφαιμάξει οικονομικά την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έχοντας εξαρτήσει κάθε έργο υποδομών ή κοινωνικής φύσεως στους δήμους από τις «καλές σχέσεις» (δηλαδή, τις σχέσεις υποταγής) με τους υπουργούς, σε τελική ανάλυση με το «Μαξίμου», και έχοντας προωθήσει (επιβάλει) ένα πλέγμα «προτιμώμενων κατασκευαστικών επιχειρήσεων» και εταιρειών συμβούλων έχει εγκαταστήσει ένα πολυπλόκαμο σύστημα ελέγχου και ευνοιοκρατίας. Όλη αυτή η επιχείρηση συναλλαγών και εξαρτήσεων μπόρεσε να προχωρήσει και να επεκταθεί, διότι -όπως προείπαμε, πλην εξαιρέσεων -στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης οι αντιλήψεις αρχών απέναντι στον «πελατειασμό», τη διαπλοκή και την μονοκρατορία της αθηναϊκής εξουσίας, καθώς και οι πολιτικές πραγματικής αποκέντρωσης, περιφερειακής ανάπτυξης και κοινωνικής δημιουργικής συμμετοχής, οι δράσεις σε παραγωγικούς τομείς κοινωνικού χαρακτήρα και οι κινητοποιήσεις έχουν υποστεί μεγάλη υποχώρηση κατά την τελευταία 20ετία.
Ένα νέο κίνημα Αυτοδιοίκησης είναι πλέον αναγκαίο.
Ένα νέο κίνημα με κεντρικά στοιχεία του:
- την ουσιαστική-πραγματική αποκέντρωση,
- την περιφερειακή-βιώσιμη ανάπτυξη με δημιουργική εμπλοκή και ανορθωτικό ρόλο της Αυτοδιοίκησης,
- την δημογραφική και παραγωγική αναζωογόνηση των περιφερειακών και των περιθωριοποιημένων περιοχών,
- την ανάταξη-ενίσχυση και ανάληψη ευθύνης για τις αστικές και περιβαλλοντικές υποδομές και τις δομές κοινωνικού χαρακτήρα.
Για αυτό το νέο κίνημα Αυτοδιοίκησης -για την ανάδειξη της ανάγκης του και την υποστήριξη της συγκρότησης και ενδυνάμωσής του- θα χρειαστούν, πρωτίστως, οι κατάλληλοι, ικανοί άνθρωποι και πρωταγωνιστικά σχήματα (συνεπείς φορείς των αρχών του και ανάπτυξης των πολιτικών του).
Εντωμεταξύ, κι ενώ οφείλουμε να έχουμε σταθερά προ οφθαλμών το σύνθετο και ζωτικής σημασίας καθήκον για το νέο κίνημα της Αυτοδιοίκησης, ορισμένα ζητήματα είναι κατεπείγοντα και κρίσιμα. Πρέπει να προβληθούν, να διεκδικηθούν για να λυθούν και να υποστηρίξουν -κατά κάποιο τρόπο- και τη δημιουργία πρωταρχικών όρων για το γενεσιουργού ξεδίπλωμα του νέου κινήματος Αυτοδιοίκησης.
Ζήτημα 1ο. Οικονομική αυτοδυναμία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Ανάγκη προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ο στόχος αυτός είναι ομόφωνος, συγκεντρώνει ευρύτατο συσχετισμό δύναμης και μεγάλη συσπείρωση με αγωνιστικές διαθέσεις και στα σημερινά όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα οποία την πλειοψηφία κατέχουν στελέχη της «Ν.Δ.». Πλειοψηφία, που μπορεί -και έχει αποδειχθεί- ότι μπορεί να ανασχέσει ή να υποσκάψει τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μαχητικών πρωτοβουλιών διεκδίκησης και επίτευξης του στόχου της απόδοσης των κατακρατούμενων πόρων προς την Αυτοδιοίκηση. Υπάρχουν, ωστόσο, σχετικές αποφάσεις κεντρικών και περιφερειακών οργάνων (ΚΕΔΕ και ΠΕΔΕ), υπάρχουν δημόσια κατ΄επανάληψη και με έμφαση διατυπωμένες οι θέσεις απόδοσης των νομοθετημένων πόρων προς την Αυτοδιοίκηση. Κυρίως υπάρχει μια ευρύτερη διάχυτη κοινωνική διάθεση διεκδίκησης και υποστήριξης θετικών δράσεων της Αυτοδιοίκησης.
Συνοπτικά, και χωρίς να πάμε πολύ πίσω στο παρελθόν, το ζήτημα αυτό έχει ως εξής: Σύμφωνα με τον Ν. 3852/2010, η Τοπική Αυτοδιοίκηση (οι ΟΤΑ) δικαιούται ετησίως 8,3 δισ. ευρώ από Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ). Ωστόσο, ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2025, αυθαιρέτως, προβλέπει την απόδοση μόλις 2,5 δισ. ευρώ! Για το 2025 η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει στερηθεί 5,8 δισ. ευρώ, δηλαδή το 70% των νόμιμων πόρων της! Ποσό που υπολείπεται όχι μόνο της νομοθετικής υποχρέωσης/πρόβλεψης αλλά και του ελάχιστου ορίου αποδόσεων των 3,84 δισ. ευρώ που έχει τεθεί, έχει συμφωνηθεί για τους ΟΤΑ.
Αυτή η απόκλιση έφερε έντονες αντιδράσεις από την ΚΕΔΕ (Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας). Όμως, στην καθημερινή πράξη, δημιουργεί, κυριολεκτικά, συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής ασφυξίας. Υπάρχουν, μάλιστα δήμοι που έχουν φτάσει -και το δηλώνουν εμφατικά- σε συνθήκες οικονομικής χρεοκοπίας και αδυναμίας εκτέλεσης των στοιχειωδών αρμοδιοτήτων τους.
Επιπλέον, η Τοπική Αυτοδιοίκηση ζητά την κατάργηση του πλαφόν των 3,84 δισ. ευρώ που θεσπίστηκε αυθαίρετα από την κυβέρνηση της «Ν.Δ» (άρθ. 44 του Ν. 5071/2023). Ενώ ρεαλιστικά διαρκώς επιμένει στην, έστω, σταδιακή αποπληρωμή των παρανόμως παρακρατηθέντων, μη αποδοθέντων πόρων, οι οποίοι υπολογίζονται σε περισσότερα από 12 δισ. ευρώ!
Συνοψίζοντας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση στερείται αυθαιρέτως, ετήσια 5,8 δισ. ευρώ από τους θεσμοθετημένους πόρους που νόμιμα δικαιούται, ενώ της έχουν παράνομα παρακρατηθεί περισσότερα από 12 δισ. ευρώ!
Αυτή η εικόνα οικονομικής ασφυξίας των δήμων -σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του κυβερνητικού θριάμβου για τα υπερπλεονάσματα και εν μέρει επεξηγηματική της προέλευσης των υπερπλεονασμάτων- δημιουργεί και πρόσθετα προβλήματα, στο βαθμό που η στέρηση αυτών των πόρων δρα απαγορευτικά στις συνέργειες των δήμων για την αξιοποίηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των ΠΕΠ, στην κατασκευή έργων υποδομής και περιβάλλοντος και ανάπτυξης δομών κοινωνικής και προνοιακής φύσεως.
Από κάθε πλευρά, όπως κι αν εξετασθεί το ζήτημα, είναι ξεκάθαρο ότι: η κυβέρνηση αυθαιρετεί, παρακρατώντας παράνομα θεσμοθετημένους πόρους που ανήκουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η στάση της Αυτοδιοίκησης πλέον δεν μπορεί να είναι η μέχρι τώρα, των ατελέσφορων διαμαρτυριών, των αναποτελεσματικών παραπόνων και των ικεσιών για εύνοια των υπουργών και του «Μαξίμου».
Πρέπει να ακολουθηθούν με προγραμματισμό, σχεδόν ταυτόχρονα, δύο δρόμοι.
Ο πρώτος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εγκαλώντας την κυβέρνηση για την αυθαίρετη, μη νόμιμη και επαναλαμβανόμενη παρακράτηση θεσμοθετημένων πόρων της. Που έχουν ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να εκτελέσουν τα νομοθετημένα καθήκοντα της απέναντι στους πολίτες τους (που είναι και ευρωπαίοι πολίτες) και που αδυνατούν να αξιοποιήσουν κρίσιμους, πολλαπλά χρήσιμους ευρωπαϊκούς πόρους για την ανάπτυξη έργων υποδομών και ποιότητας ζωής στις τοπικές κοινωνίες τους. Στην προσφυγή αυτή, είναι βέβαιο ότι οι δυνάμεις της Αυτοδιοίκησης που ανήκουν στη «Ν.Δ.» δεν θα συμπορευτούν. Όμως το δίκαιο και η ζωτικότητα του αιτήματος -μετά μάλιστα από τη χρόνια διεκδίκηση του- θα δημιουργήσει και την θετική εκείνη οριοθέτηση μεταξύ των δυνάμεων που πράγματι πιστεύουν και υπηρετούν την αποστολή της Αυτοδιοίκησης και εκείνων που στην πραγματικότητα αποτελούν προεκτάσεις κυβερνητικών μηχανισμών υποκρινόμενοι για την αυτοδυναμία της Αυτοδιοίκησης. Η επιλογή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι η σωστή, τόσο για λόγους κύρους και βάρους της υπόθεσης και της απόφασης, όσο και υπέρβασης του αντίστοιχου ελληνικού δικαστικού τοπίου όπου η πιθανότητα εμπλοκών, διαστροφής και καθυστερήσεων είναι μεγάλη.
Ο δεύτερος είναι ο δρόμος της κοινωνικής ενημέρωσης και των κινητοποιήσεων. Ενημέρωσης των πολιτών, πυκνής, με πολλά μέσα και διάφορους τρόπους και κυρίως με παραδείγματα έργων που θα μπορούσαν να γίνουν και δεν γίνονται για το λόγο της αφαίρεσης πόρων -και, υπογραμμίζουμε, ότι δεσμευτικά οφείλουν να γίνουν από τη στιγμή που αρχίσουν να υπάρχουν οι πρόσθετοι αυτοί πόροι ή μέρος τους. Και, κινητοποιήσεων, με εφευρετικότητα κινήσεων, προγραμματισμό αλλά και αιφνιδιασμό (ο οποίος δεν θα θίγει ανάγκες και υπηρεσίες πολιτών, αλλά θα πιέζει σημαντικά την κυβέρνηση προς την οποία σταθερά θα αναφέρεται ο λόγος δράσης).
Ζήτημα 2ο. Ο «Καλλικράτης» ως σύστημα διάρθρωσης των Δήμων της χώρας πρέπει άμεσα να καταργηθεί. Να επανέλθει ως σύστημα διοικητικής διαίρεσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμοι και Κοινότητες) ο «Καποδίστριας».
Για όσους ζουν, έστω, λίγο πιο έξω από την Αθήνα, ή έχουν κάποια πραγματική σχέση, η νοιάζονται αληθινά για τη Χώρα -και δεν χρειάζεται εδώ να ξαναπούμε ‘’για την περιφέρεια της Χώρας’’ αφού χωρίς την περιφέρειά της δεν (θα) υπάρχει Χώρα-, όσοι λοιπόν νοιάζονται, δεν χρειάζεται να τους πούμε γιατί ο «Καλλικράτης» πρέπει να καταργηθεί. Και δεν χρειάζεται για αυτό κανένα ιδιαίτερο θάρρος. Μόνο μάτια που βλέπουν και απλή λογική.
Δεν μπορούμε -δεν έχουμε κανένα τέτοιο δικαίωμα και κανένας θώκος δεν το δίνει- να δημιουργούμε κακέκτυπα αντίγραφα του αθηναϊκού μινώταυρου σε κάθε νομό! Όσοι με ένα τέτοιο υπερφίαλο πνεύμα ενδύθηκαν το ένδυμα του «μεγάλου μεταρρυθμιστή» κατέληξαν νεκροθάφτες περιοχών και ελπίδων. Την τύχη τους -με τα νομοθετήματά τους- ακολούθησαν οι Ραγκούσης και Βορίδης.
Υπερσυγκέντρωση, υπερφόρτωση σε λίγα κέντρα, στην πρωτεύουσα του νομού και σε επιλεγμένους καχεκτικούς, αδιάφορους δορυφόρους της! Κι αφού αυτή είναι η κρατική γραμμή εξουσίας οι κάτοικοι ακολούθησαν τη λογική της και στην επόμενη φάση της: από του δήμους των πρωτευουσών προς τους δήμους των μεγάλων αστικών κέντρων: Αθήνα, λοιπόν -και πάλι Αθήνα (!), Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Γιάννενα… Και έτσι η υπερσυγκέντρωση μετατρέπεται σε εξαθλίωση στην περίμετρο, γύμνια και ερήμωση στην περιφέρεια, κρίση, παραβατικότητα και εγκληματικότητα στους αστικούς θύλακες, υπανάπτυξη και ελλείμματα στην παραγωγή, υπογεννητικότητα και ανασφάλεια στα σύνορα!
Η συγκριτική ματιά μεταξύ της πληθυσμιακής απογραφής 2021 έναντι εκείνης του 2011 (έτους έναρξης εφαρμογής του «Καλλικράτη») είναι εύγλωττη και επιβεβαιωτική: Δυτική Μακεδονία: - 10,3%, Ανατολική Μακεδονία-Θράκη: -7,7%, Ήπειρος: - 5%, αλλά ταυτόχρονα και νέα αύξηση στον ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, της Λάρισας, των Ιωαννίνων…
Είναι κοινή συνείδηση ότι στους δήμους του «Καλλικράτη», όποιο ενδιαφέρον επιτρέπει η οικονομική δυνατότητα του δεσπόζοντος δήμου (συνήθως του δήμου της πρωτεύουσας του νομού) εστιάζεται και εξαντλείται στο χώρο και για τους κατοίκους αυτού του δήμου, της πρωτεύουσας του νομού. Όλες οι υπόλοιπες περιοχές (κοινότητες και δημοτικές ενότητες) φυτοζωούν, βιώνουν μια διαρκή φθίνουσα, εκφυλιστική πορεία σε όλα τα επίπεδα (πληθυσμιακά, ηλικιακά, παραγωγικά, στις υποδομές, στην ποιότητα ζωής, στο περιβάλλον).
Επομένως: ας κρατηθεί η οργάνωση των Περιφερειών και η εκλογή των Περιφερειαρχών και των Περιφερειακών Συμβουλίων με τις δύο Κυριακές στις 13 Περιφέρειες της Χώρας. Και να επιστρέψει άμεσα ο «Καποδίστριας» στους Δήμους και τις Κοινότητες. Είναι μια απόλυτα αναγκαία, λογική και ρεαλιστική, γρήγορα και αποτελεσματικά εφαρμόσιμη πρόταση. Που θα ανασχέσει άμεσα τον εκφυλισμό της ελλαδικής περιφέρειας. Και σε συνδυασμό με την απαραίτητη ύπαρξη και υλοποίηση πολιτικών περιφερειακής στήριξης μπορεί, ίσως, να κερδηθεί το στοίχημα, πριν περάσουμε οριστικά το σημείο της μη αντιστροφής.
Ζήτημα 3ο. Οι θητείες Δημάρχων και Περιφερειαρχών και των Συμβουλίων πρέπει να πάψουν να είναι 5ετείς. Όλα τα άμεσα εκλεγμένα όργανα στην Ελληνική Δημοκρατία (συνεπώς, και οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες και τα αντίστοιχα συμβούλια) έχουν θητείες 4ετούς διάρκειας.
Σε μια εποχή που οι ψηφιακές ταχύτητες και η Τεχνητή Νοημοσύνη έχουν συρρικνώσει δραστικά, έχουν ελαχιστοποιήσει θεαματικά το χρόνο λήψης και εκτέλεσης των αποφάσεων, στον υψηλότερο βαθμό που μέχρι τώρα έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα και αυτό θα συνεχισθεί με αυξανόμενο ρυθμό, είναι πέρα για πέρα παράλογο και σε βάρος του δημοκρατικού δικαιώματος και της δυνατότητας εναλλαγής οι θητείες εκλεγμένων (δημάρχων και περιφερειαρχών) να διευρυνθούν στα 5 έτη (!), από 4 που ήταν μέχρι το 2011. Οι νέες συνθήκες (τεχνολογικές και άλλες) της νέας εποχής μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση υποδεικνύουν ότι πρέπει να κινηθούμε, δηλαδή προς τη σμίκρυνση των χρόνων της θητείας, κι όχι προς την επέκταση τους.
Αν σκεφθεί κανείς ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε σύγκριση με την 10ετία του 1990 κατά τη δεκαετία του 2020 το μέσο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη λήψη και εκτέλεση διοικητικής απόφασης έχει μειωθεί κατά 50 φορές(!), τότε μπορεί ο καθένας να καταλάβει ότι η ρύθμιση των θητειών 5ετούς διάρκειας εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα και επιδιώξεις και σε καμία περίπτωση των πολίτων, της παραγωγής έργου και των τοπικών κοινωνιών.
Οι «αυτοκρατορικές θητείες» 5ετίας -θυμίζοντας, κατ΄αντιπαράθεση, τον μόνο πρόεδρο στην Ευρώπη με τέτοιας διάρκειας αξίωμα, τον Πρόεδρο της Γαλλίας- όταν αυτές ασκούνται στα ελληνικά και τοπικά πλαίσια ενός περιβάλλοντος διαβρωμένου από διαπλοκή και φαινόμενα διαφθοράς, καθώς και της μάστιγας του «πελατειακού κράτους» είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να νομοθετήσει κανείς, αυξάνοντας, παγιώνοντας και επεκτείνοντας τέτοια φαινόμενα, τη στιγμή που θα έπρεπε με κάθε τρόπο να εκριζωθούν! Κι αυτό είναι ένας ακόμη λόγος να ακυρωθεί αυτή η παράλογη ρύθμιση και να επανέλθουμε στις 4ετείς θητείες. Ευθυγραμμίζοντας όλες τις αιρετές εξουσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας που αποφασίζουν και διαχειρίζονται μάλιστα δημόσιο χρήμα (σημειώνουμε, παρεμπιπτόντως, ότι η 5ετής θητεία του ΠτΔ δεν περιλαμβάνει παρόμοιου χαρακτήρα εξουσίες).
Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν, αιρετές εξουσίες που βρίσκονται πιο κοντά στον πολίτη -όπως, πρωτίστως, η Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και οι Περιφέρειες- και για τις οποίες ο έλεγχος και το δικαίωμα, η δυνατότητα αλλαγής (και εναλλαγής) πρέπει πρακτικά να οδηγούν σε δυνατότητα αλλαγής μέσω των εκλογών. Αυτό το δικαίωμα, αυτή η δυνατότητα αντί να έχει γρήγορη δυνατότητα ευεργετικής εφαρμογής τραβάει σε βάθος 5ετίας!
Ζήτημα 4ο. Να οριστεί μέγιστος αριθμός θητειών για Δημάρχους και Περιφερειάρχες.
Στην συνταγματική αναθεώρηση του 2000 -01, μεταξύ άλλων, είχα υποβάλει μια πρόταση με δύο σκέλη, η οποία όμως, τότε, δεν ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα. Επιμένω, θεωρώντας την πρόταση και στα δύο σκέλη της, πολύ σημαντική και ωφέλιμη σε πολλά επίπεδα, εκτιμώντας παράλληλα ότι και οι καιροί (την) έχουν επαρκώς ωριμάσει.
1ο. Η συνολική χρονική διάρκεια της θητείας των βουλευτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 8 έτη (δηλαδή, το άθροισμα 2 ολοκληρωμένων κοινοβουλευτικών θητειών), και
2ο. Βουλευτής που ορίζεται μέλος στην Κυβέρνηση παραιτείται για τη διάρκεια της κυβερνητικής (υπουργικής ή υφυπουργικής) θητείας του από τη θέση του βουλευτή και αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή (κατά σειρά εκλογής) βουλευτή της εκλογικής του περιφέρειας. Με την αποχώρηση από την κυβέρνηση επιστρέφει στην κοινοβουλευτική έδρα και ο αντικαταστάτης του παύει να είναι βουλευτής.
Στα πλαίσια αυτή της λογικής -του ορισμένου αριθμού θητειών- και προεκτείνοντας την για τους Δημάρχους και τους Περιφερειάρχες, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να ορισθούν το μέγιστο 3 θητείες για τις δύο αυτές αιρετές θέσεις. Δηλαδή, συνολική επιτρεπόμενη διάρκεια 12 ετών για τους Δήμαρχους και τους Περιφερειάρχες.
Η ανάγκη ανανέωσης δεν πρέπει απλώς να διακηρύσσεται αλλά και θεσμικά να υπηρετηθεί και νομοθετικά να κατοχυρωθεί. Είναι ανάγκη να αναλάβουμε τη θεσμική αυτή νομοθετική πρωτοβουλία για την κίνηση, την δημιουργική ώθηση, προς τις αιρετές θέσεις της Αυτοδιοίκησης -και όχι μόνο της Αυτοδιοίκησης- νέων, διαρκώς νέων δυνάμεων.
Η ανανέωση δεν μπορεί να είναι ένα υποκριτικό σλόγκαν, ένα προεκλογικό περικάλυμμα κάτω από το οποίο θα επιβιώνουν διαβρωτικές πρακτικές και αντιλήψεις καθεστωτικές και νεποτισμού. Η ανανέωση από τη φύση της -αν όχι συνολικά, πάντως δραστικά- αποτελεί αντίδοτο, αντίμετρο στη διαπλοκή και τα «πελατειακά δίκτυα απομύζησης».
Εξάλλου, 12 χρόνια θητείας είναι υπεραρκετά για να σχεδιάσει και να υλοποιήσει κάθε Δήμαρχος και Περιφερειάρχης το πρόγραμμα και το «όραμά του» για το Δήμο του και την Περιφέρεια.
Η εναλλαγή στελεχών, η ανανέωση στελεχών σε όλο το φάσμα των αιρετών θεσμών θα συμβάλλει -με καταλυτικό τον ρόλο των νέων- στον καλύτερο συγχρονισμό και των θεσμών και των πολιτικών με τις εξελίξεις και τα νέα στοιχήματα, με την εποχή τους και τις νέες προκλήσεις (τεχνολογικές, κοινωνικές, παραγωγικές, επικοινωνιακές).
Ο παραπάνω καμβάς για το νέο κίνημα της Αυτοδιοίκησης και τα επείγοντα 4 ζητήματα, ασφαλώς, δεν εξαντλεί το θέμα, σύνθετο -εξάλλου- και βαθύ από τη φύση του. Ωστόσο, μπορεί να δώσει ευεργετική ώθηση, να επιτύχει ουσιώδη αποτελέσματα (π.χ., στο σοβαρό χρόνιο οικονομικό ζήτημα) και να δημιουργήσει ζωντανό και ζωογόνο ενδιαφέρον από δυνάμεις της κοινωνίας και ιδιαίτερα τους νέους από κάθε επαγγελματικό χώρο.
Ελευθέριος Τζιόλας
Θεσσαλονίκη, 28 Μαΐου 2025