Το ποίημα Ύμνος στη νοσταλγία και την αγάπη της πατρίδας

Μία εξαιρετική συμμετοχή της Ελλάδας στην Eurovision, με επιβράβευση, υπό τη σκιά «πολιτικών»

Της Άννας Κοκκινίδου

anna-kokkinidou.jpg?v=0

Εν αρχή ην ο λόγος, λοιπόν. Για την Eurovision, εν αρχή ην το τραγούδι. Την πρώτη φορά που άκουσα την Αστερομάτα, δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου: η ποίηση των στίχων, η μεγάλη αλήθεια του ξεριζωμού/αποχωρισμού, η νοσταλγία για τα χώματα που ποτέ δεν λησμονιούνται, η απώλεια της μητέρας. Όλα ισχύουν στην περίπτωσή μου, καθώς η μητέρα μας μάς άφησε νέα, και η επιστροφή μου στην πατρίδα δεν είναι ποτέ η ίδια.

Κάθε φορά η συγκίνηση ήταν και είναι μεγάλη, στο άκουσμα αυτού του τραγουδιού, που για μένα είναι συγκλονιστικό και με φέρνει σε δάκρυα, όπως ακριβώς το «Τώρα που πας στην ξενιτιά» με τη Νάνα Μούσχουρη. Οι ξένοι φίλοι/Οι ξένες φίλες μου, εδώ, συνέκριναν τη Κλαυδία (μας) με τη Νάνα (μας), ενώ αναφέρθηκε πολύ συχνά ότι η φωνή της μοιάζει της Σελίν Ντιόν. Κι αυτά τα σχόλια, από «ξένους» ανθρώπους, αποστασιοποιημένους από το εθνικό συναίσθημα.

Εμείς, οι της ξενιτιάς, έχουμε και θα έχουμε ανάγκη για ένα ενωτικό σύμβολο, για μια τέτοια φωνή, μια προσωπικότητα, όπως της Κλαυδίας, όντως δωρική, ελληνοπρεπή, με ποίηση στη μουσική της για την εκπροσώπηση μιας χώρας που έχει διακριθεί στην ποίηση: απευθείας στην καρδιά.

Η ίδια η ερμηνεύτρια, που έχει αναγνώριση και για τα μέινστριμ τα τραγούδια της, επέλεξε την «Αστερομάτα», συμμετείχε στη σύνθεση και την επικαιροποίηση ενός τραγουδιού για τον αποχωρισμό, για την αγάπη, τη νοσταλγία. Τη νοσταλγία για ό,τι αγαπάμε και αναγκαστικά αφήνουμε πίσω, μα πάντα, πάντα, και παντού, παντού κουβαλάμε μέσα μας. Η ίδια ανέφερε πως ήθελε η μουσική της, το συναίσθημά της να έχει μια οικουμενική αποδοχή και πρόσληψη.

Το πέτυχε: τα κίνητρα είναι αγνά, το τραγούδι ιδεοτυπικά άρτιο, γιατί εκκινεί από το συναίσθημα που της ενέπνευσαν και έβαλαν μέσα της, οι γενιές της, οι ξεριζωμένοι, μετανάστες, πλάνητες ανά τον κόσμο ομοεθνείς μας με αυτό το προαιώνιο σαράκι και τη γλύκα της επιστροφής. Αυτό που έκανε τον ίδιο τον Οδυσσέα να γυρίσει.

Φέτος, ψηφίσαμε οι Έλληνες/Ελληνίδες, οι απόδημοι, όχι απλά γιατί μας απηύθυναν ένα κάλεσμα να στηρίξουμε το αηδόνι μας, που μας συγκλόνισε, κυριολεκτικά, αλλά με την καρδιά και την ψυχή μας. Με τις αναλογίες και τις ταυτίσεις μας με το μήνυμα της Αστερομάτας, με τον πόνο, τη λαχτάρα, την αγάπη στην ψυχή μας.

Ανάδευσε κάτι μέσα μας που ποτέ δεν ξεχνάμε, όσοι και όσες φύγαμε. Με το «γύρε να σε φιλήσω» και το «στα άγια σου τα δάκρυα τα χείλη μου να σβήσω», και «τα ξεχασμένα μου φτερά στερνά να ξαποστάσω», με τους στίχους αυτούς και όλο αυτό το γλυκό και τρυφερό ποίημα, έχτισε σκαλωσιά γερά μέσα μας.

Ψηφίσαμε με την καρδιά μας.

Ανασάναμε με την Κλαυδία.

Έχουμε παγκοσμίως διακριθεί στους αιώνες για την ποίηση την ελληνική: τον λόγο, τα μέλη του, το «ηδύμελον».

Γύρω από αυτό το εξαίσιο τραγούδι, και τη σημαντική θέση και αναγνώριση (αξίζουν να διαβαστούν τα χιλιάδες σχόλια των ξένων θεατών που επιστρέφουν και ξαναβλέπουν/ακούν ξανά το τραγούδι) υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν παρατράγουδα.

Σε όλα αυτά, τα μη-πολιτικά και τα αποστασιοποιημένα, τα βαθιά ενωτικά ως η τέχνη που αναδεικνύει το οικουμενικό έναντι του εθνικού, καιροσκοπικού, στενόχωρου έρχονται να συγκρουστούν: σιωνιστές, αντι-σιωνιστές, στοιχηματικές, καχύποπτοι και λυπημένοι, πόλωση και η εθνική μας διχόνοια και μοναξιά.

Εν αρχή ην το τραγούδι, και μοιρολόγια είναι η μισή τζαζ και η κάντρι μουσική που προέρχονται από τους καημούς των ανθρώπων και τα κέλτικα θρηνητικά τραγούδια. Είναι μοιρολόι να κλαις για την πατρίδα; Είναι μοιρολόι να τραγουδάς έναν προαιώνιο πόνο και να το σφραγίζεις με τρυφερότητα, μελωδία και νοσταλγία;

Ή υπάρχει κάτι στερεοτυπικά «γιουροβιζιονικό» που πρέπει να τηρηθεί; Όχι, δεν υπάρχει. Η Γαλλίδα ερμηνεύτρια εξίσου επικαλέστηκε τη μητέρα, ως μητέρα και κόρη, σε μια εξίσου δυνατή ερμηνεία -ας αναζητήσουν οι επαΐοντες τους στίχους-, ενώ ο νικητής εξαιρετικός Αυστριακός (που η Κλαυδία έσπευσε να συγχαρεί ως ομότιμη στη μουσική και στην τέχνη) εξίσου εξαίρει τη σημασία της αγάπης που χάθηκε.

Πρέπει ο θεσμός της Eurovision, βέβαια, να αναλογιστεί σοβαρά το πώς θα θωρακίσει την πολιτικοποίηση του διαγωνισμού, σε μια εποχή πόλωσης, ιντερνετικής υστερίας και επικράτησης του εφήμερου. Αυτή η χρονιά με την εσοδεία αρκετών αξιόλογων συμμετοχών αναδεικνύει τη σημασία της μουσικής που πρέπει να επικρατεί ως υπεράνω των πολιτικών συνθηκών: δεν τραγουδάμε το γεγονός, την πολιτική του προέκταση, τραγουδάμε το συναίσθημα, την έμπνευση, τη δημιουργία.

Κάπου ήμαρτον…ή απλά ως άλλοι σύγχρονοι Οδυσσέες, ναυτιλλόμενοι στην απέραντη αμετροέπεια του διαδικτύου και στην εφήμερη σημασία του να μιλάς άνευ ουσίας και τελικά σημασίας (μόνο για να έχεις άποψη που ρίχνει άγκυρα σε μια από τις εκδοχές της «κρυμμένης πραγματικότητας» που εντέχνως αποκρύπτεται από τους πολλούς, αλλά εμείς ξέρουμε καλύτερα), δεν ακούμε τις Σειρήνες.

Ακούμε και ακούμε ξανά και ευφραίνεται η διχαζόμενη ψυχή μας με τη μελωδική φωνή, την εξαιρετική ερμηνεία, τη σταθερότητα και την τέχνη μιας νέας ερμηνεύτριας που ήρθε για να μείνει.

Πατρίδα της είναι η μουσική, και σε αυτήν πρέπει να επιστρέφουμε όσον αφορά τον διαγωνισμό. Έχουμε απαυδήσει να γίνεται πολιτική, όχι στον χώρο της πολιτικής, αλλά παντού αλλού -ίσως για να μαλώνουμε για την ταμπακιέρα.

Μπράβο, χίλιες φορές, Κλαυδία, η πατρίδα σε ευγνωμονεί και εμείς, η καρδιά της εδώ έξω… μια καρδιά που χτυπά επίμονα, επίσης. Εμείς σ' ευχαριστούμε.