Εξελίξεις στη ΔΕΘ: Ένα χρήσιμο μάθημα για την τοπική ηγεσία και το τεράστιο κενό της Θεσσαλονίκης

Σημαντικό ρόλο σε όλη αυτήν την εξέλιξη έπαιξε η κοινωνία της Θεσσαλονίκης η οποία, είναι αλήθεια, πως άργησε να αφυπνιστεί

Οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της ανάπλασης της ΔΕΘ, πέραν της ουσίας, αυτής καθ' αυτής, αποτελούν και ένα πρώτης τάξεως μάθημα για την τοπική ηγεσία της πόλης. Ανάλογα μαθήματα-παθήματα είχε την ατυχία να ζήσει η Θεσσαλονίκη και στο παρελθόν μόνο που η ηγεσία της αρνείται να παραδειγματιστεί. Άτολμη και άβουλη, αποδέχεται σχεδόν μοιρολατρικά ό,τι της σερβίρεται από διάφορα πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα. Χωρίς να έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να υπερασπίζεται πότε το ένα και πότε το αντίθετό του. Ό,τι ακριβώς συνέβη δηλαδή με ΔΕΘ. Για περισσότερα από δέκα χρόνια η ηγεσία της πόλης στήριζε με φανατισμό την κατασκευή ενός νέου εκθεσιακού κέντρου στη Σίνδο. Στη συνέχεια άλλαξε στάση και τάχθηκε υπέρ του περιλάλητου σχεδίου ανάπλασης in situ.

Επί δώδεκα και πλέον χρόνια δήμαρχοι (Μπουτάρης, Ζέρβας), περιφερειάρχες (Τζιτζικώστας, Αηδονά), η συντριπτική πλειονότητα των τοπικών βουλευτών (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), οι ηγεσίες των Επιμελητηρίων (ΕΒΕΘ, Επαγγελματικό, Βιοτεχνικό, ΤΕΕ/ΤΚΜ) και διαφόρων άλλων φορέων τάσσονταν ανοιχτά υπέρ ενός σχεδίου το οποίο παρέδιδε στο μπετόν τον τελευταίο ελεύθερο χώρο στο κέντρο της πόλης. Λες και η Θεσσαλονίκη δεν είχε ξενοδοχεία, δεν είχε εμπορικά κέντρα, δεν είχε αδιάθετους χώρους για γραφεία. Λες και η ΔΕΘ αντιπροσώπευε το 50% της εκθεσιακής δραστηριότητας στην Ελλάδα και είχε ανάγκη από έναν φαραωνικό εκθεσιακό χώρο για να αυξήσει την κυριαρχία της.

Παρά τις φωνές κάποιων λίγων, τουλάχιστον στην αρχή, που επισήμαναν τους κινδύνους τσιμεντοποίησης του εκθεσιακού χώρου, η ηγεσία της πόλης, είτε τασσόταν με παρρησία υπέρ του σχεδίου είτε, στην καλύτερη περίπτωση, σιωπούσε. Στους δε “αντιφρονούντες” κολλούσαν τη ρετσινιά του γραφικού ή εκείνων που ευθύνονται διαχρονικά για τη ματαίωση όλων των μεγαλόπνοων σχεδιασμών, όπως η αλήστου μνήμης υποθαλάσσια, η επέκταση της παλιάς παραλίας, για την καθυστέρηση ολοκλήρωσης του μετρό κ.ο.κ.
Και όταν μετά τις αντιδράσεις, οι οποίες στο μεταξύ γιγαντώθηκαν, η κυβέρνηση, ανέκρουσε πρύμναν, αίφνης η ηγεσία της πόλης άλλαξε κι αυτή στάση, αποκηρύσσοντας κι αυτή με τη σειρά της όσα υποστήριζε τα προηγούμενα χρόνια. Οφείλω να εξαιρέσω από αυτόν τον κανόνα τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Στέλιο Αγγελούδη ο οποίος αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι το συμφέρον της πόλης ήταν η αλλαγή του αρχικού καταστροφικού σχεδίου.

Σημαντικό ρόλο σε όλη αυτήν την εξέλιξη έπαιξε η κοινωνία της Θεσσαλονίκης η οποία, είναι αλήθεια, πως άργησε να αφυπνιστεί. Κατάφερε όμως, έστω και στο παρά πέντε, να ματαιώσει τους υπόγειους σχεδιασμούς του Υπερταμείου, το οποίο σκόπευε να αυξήσει τα “δώρα” προς τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς ομίλους ώστε να συμμετάσχουν στο ΣΔΙΤ, κι από την άλλη, εξανάγκασε κάποια μέλη της τοπικής ηγεσίας να επανεξετάσουν τη στάση τους. Έτσι, το πρότζεκτ κατέστη μη ελκυστικό για τους επιχειρηματίες, το ΣΔΙΤ πήγε περίπατο, αναγκάζοντας την κυβέρνηση σε αναδίπλωση.

Γιατί, όμως, έπρεπε να φτάσουμε ως εδώ; Γιατί έπρεπε να περάσουν άλλα δώδεκα χαμένα χρόνια; Για ποιο λόγο δεν ακολουθήθηκε εξ αρχής η ορθολογική οδός για την εκπόνηση ενός τόσο σοβαρού σχεδίου που αφορά έναν από τους εμβληματικότερους θεσμούς της Θεσσαλονίκης; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν περιορίζεται μόνον στην ανεπάρκεια της τοπικής ηγεσίας. Αφορά και την πλήρη απουσία μητροπολιτικών λειτουργιών στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Λείπει εκείνος ο φορέας, με το απαιτούμενο θεσμικό βάρος, ο οποίος θα αναλάβει να μελετήσει και να σχεδιάσει για την πόλη. Να αξιοποιήσει το επιστημονικό δυναμικό της, αλλά και να διαβουλευτεί με την κοινωνία ώστε να παραγάγει το καλύτερο αποτέλεσμα. Η δημιουργία αυτού του μητροπολιτικού φορέα πρέπει να αποτελέσει καθολικό αίτημα της ηγεσίας της πόλης. Η απουσία του μπορεί να επιτρέπει στον κάθε παράγοντα να κάνει το παιχνίδι του, όμως το τελικό αποτέλεσμα για την Θεσσαλονίκη είναι εν τέλει μηδενικό.