Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου: Δάσκαλος στα αμφιθέατρα, δάσκαλος και στα παρκέ (βίντεο)

O θρυλικός «κόουτς Κ» εξιστορεί τις μοναδικές εμπειρίες που αποκόμισε ως διακεκριμένος προπονητής, πανεπιστημιακός δάσκαλος και επιτελικό στέλεχος της οργανωτικής επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας

Ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου είναι μία χαρισματική και πολυσχιδής προσωπικότητα που άφησε βαθύ αποτύπωμα όχι μόνον στην αθλητική, αλλά και στην ακαδημαϊκή ζωή της χώρας. 

Με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «74 χρόνια χωρίς ανάσα», σε μορφή βίντεο, (www.youtube.com/@e-kioumourtzoglou), ο εμβληματικός «κόουτς Κ» εξιστορεί το συναρπαστικό ταξίδι της ζωής του και τις μοναδικές εμπειρίες που αποκόμισε ως διακεκριμένος προπονητής, πανεπιστημιακός δάσκαλος και επιτελικό στέλεχος της οργανωτικής επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Κόουτς, ήσουν πάντα καινοτόμος, ως προπονητής και ως ακαδημαϊκός δάσκαλος. Η απόφαση να κυκλοφορήσεις την αυτοβιογραφία σου σε μορφή βίντεο ήταν άλλη μια καινοτομία. Τι σε ώθησε σε αυτήν την επιλογή;

«Βιβλία έχω γράψει. Από την εμπειρία μου κατάλαβα λοιπόν πως οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν μόνο μερικές σελίδες και μετά το αφήνουν να σκονίζεται στο ράφι. Το βίντεο είναι, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο ελκυστικό. Η τεχνολογία καλπάζει και πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα εποχή.

Επιπλέον, το περιεχόμενο στο ίντερνετ δεν μπορεί να χαθεί. Θα είναι εκεί όσο υπάρχει διαδίκτυο και ο καθένας θα μπορεί να ανατρέχει όποτε θέλει, ακριβώς στο απόσπασμα που επιθυμεί.

Σημαντική είναι και η παράμετρος του κόστους. Το έργο αυτό κόστισε σε μένα, χρόνο και χρήμα, αλλά ο επισκέπτης δεν θα πληρώσει κάτι. Τέλος, υπάρχει και η περιβαλλοντική παράμετρος, στην οποία έδωσα έμφαση κατόπιν παρότρυνσης της κόρης μου, που είναι καθηγήτρια σε τμήμα περιβαλλοντικών σπουδών, στις ΗΠΑ. Το βιβλίο χρειάζεται χαρτί, τα βίντεο στο You Tube είναι μία επιλογή σαφώς καλύτερη για το περιβάλλον».

Πώς βίωσες την εμπειρία της δημιουργίας αυτών των αυτοβιογραφικών βίντεο;

«Εγώ, δυστυχώς, δεν είμαι από τους ανθρώπους που παρασύρονται από το συναίσθημα, δεν είμαι από αυτούς που αφήνουν τον εαυτό τους να απολαύσει τη στιγμή. Μετά από τις μεγάλες επιτυχίες του 1987 και του 1989, αντί να πάω να γλεντήσω κι εγώ όπως οι υπόλοιποι, πήγαινα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να κοιμηθώ.

Η Μαρινέλλα με παρακαλούσε να πάω μαζί τους να γιορτάσουμε αλλά εγώ τίποτα. Μετά τον θρίαμβο του 1987, πήρα τη σκηνή μου και πήγα για διακοπές στο Ποσείδι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Με έβλεπε ο κόσμος και έλεγε, καλά τι κάνει αυτός εδώ;

Λόγω και του χαρακτήρα μου λοιπόν, το «ταξίδι» της δημιουργίας αυτής της ηλεκτρονικής αυτοβιογραφίας ήταν πολύ δύσκολο. Η συλλογή του υλικού, για παράδειγμα, ήταν μία εξαιρετικά επίπονη διαδικασία.

Είχα σκεφτεί και να σταματήσω, αλλά ευτυχώς δεν τα παράτησα. Έπρεπε να μαζέψω φωτογραφίες, βίντεο, να επικοινωνήσω με φίλους και συνεργάτες, να οργανώσω το υλικό σε ενότητες και να φροντίσω ώστε να γίνει το σωστό μοντάζ. Δεν είχα τίποτα από πριν, οπότε χρειάστηκε πολύ μεγάλη προσπάθεια».

Πώς αισθάνθηκες όταν είδες το αποτέλεσμα;

«Όπως είπα και πριν η πίεση ήταν μεγάλη και δεν μπόρεσα να το απολαύσω. Κάποια στιγμή έφτασα σε οριακό σημείο ως προς τις αντοχές μου. Μόνον όταν άρχισα να συνειδητοποιώ την πολύ θετική ανταπόκριση του κόσμου, ένιωσα μια εσωτερική ικανοποίηση. Είναι μοναδική αυτή η στιγμή, γιατί βλέπεις κάτι που δεν γνώριζες πώς θα βγει, να παίρνει σάρκα και οστά. Αισθάνομαι ότι κάτι καινούργιο έφερα στην πιάτσα».

Τι σε ενέπνευσε ώστε να ξεκινήσεις αυτό το εγχείρημα;

«Η αφορμή ήταν κάποια βιβλία που είχαν εκδοθεί πρόσφατα, όπως του Γιαννάκη και του Ιωαννίδη. Αυτό με έκανε να σκεφτώ: “Γιατί να μην κάνω κι εγώ κάτι δικό μου;” Το YouTube μού φάνηκε πολύ καλή ιδέα γιατί, όπως προανέφερα, ήθελα κάτι που θα μείνει για πάντα και θα είναι προσβάσιμο σε όλους.

Ανατρέχοντας κανείς σε όλη την πορεία σου διαπιστώνει ότι είσαι ένας άνθρωπος που σχεδόν κάθε 10 χρόνια κατάφερνε να επανεφευρίσκει τον εαυτό του. Παίκτης, προπονητής, πανεπιστημιακός δάσκαλος, σημαντικό στέλεχος στους Ολυμπιακούς του 2004. Πώς τα πέτυχες όλα αυτά;

«Κατά βάση έχεις δίκιο, αλλά δεν θέλω να «καρπωθώ» κάτι που δεν μου αξίζει. Αυτό που σίγουρα πιστώνω στον εαυτό μου είναι ότι, να το πω λαϊκά, δεν κωλώνω. Χρειάζεται όμως και η τύχη. Αν δεν βρεις μπροστά σου την κατάλληλη ευκαιρία, την κατάλληλη στιγμή, δεν μπορείς να κάνεις όλες αυτές τις, εκ πρώτης όψεως, παράτολμες αλλαγές.

Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Μετά τη σύντομη θητεία μου στον Άρη ήμουν τόσο απογοητευμένος από τα όσα είχαν συμβεί, που είπα στον εαυτό μου ότι δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με την προπονητική κι ας ήμουν ακόμη πολύ νέος για αποχώρηση από τους πάγκους.

Θα μπορούσα να είχα μείνει αδρανής για μεγάλο διάστημα, αλλά λίγες εβδομάδες μετά προέκυψε το άνοιγμα της θέσης στην οργανωτική επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν έχασα στιγμή και έστειλα αμέσως την αίτησή μου. Αξιοποίησα όμως μία ευκαιρία που παρουσιάστηκε ξαφνικά και εδώ υπεισέρχεται ο παράγων τύχη. Είχα επομένως και τόλμη και τύχη και αυτός ο συνδυασμός με βοήθησε να επανεφευρίσκω τον εαυτό μου, όπως είπες πριν».

Ποιος από όλους αυτούς τους ρόλους που έχεις παίξει ήταν ο πιο σημαντικός;

«Δεν είναι εύκολο να επιλέξω. Ήταν όλοι σημαντικοί σταθμοί της ζωής μου. Μπορώ να σου πω όμως ότι ήμουν πάντα ένας... ποντικός του πανεπιστημίου. Μου άρεσε πολύ αυτό το περιβάλλον. Δεν μιλώ μόνον για την αίθουσα διδασκαλίας αλλά και για τη διαδικασία κατάρτισης των προγραμμάτων, την ανάπτυξή τους, τη συναναστροφή με τους φοιτητές και τους συνεργάτες.

Θα σου πως όμως και κάτι πιο γενικό, που έπαιξε ρόλο στην απόφασή μου να γίνω προπονητής σε νεαρή ηλικία. Μου άρεσε πάντα να σχεδιάζω κάτι, να το διδάσκω και μετά να το βλέπω να υλοποιείται. Αυτή τη διαδικασία την ακολουθεί κανείς τόσο ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, όσο και ως προπονητής.

Ο ρόλος του κόουτς περικλείει και την ιδιότητα του καθηγητή. Το κοουτσάρισμα είναι μία μορφή διδασκαλίας. Εξίσου δημιουργική ήταν πάντως και η δουλειά μου ως στελέχους της οργανωτικής επιτροπής του 2004. Γύρισα όλον τον κόσμο και έζησα από πρώτο χέρι την προετοιμασία.

Όλα προσέθεσαν κάτι στη ζωή μου. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι οι περισσότεροι στέκονται μόνον στην ιδιότητα του προπονητή και αγνοούν τις υπόλοιπες και το λέω αυτό μολονότι έζησα μεγάλες στιγμές ως προπονητής και έχω ακόμη το καλύτερο ρεκόρ στην ιστορία της Εθνικής ομάδας».

Κεφάλαιο Αμερική. Έζησες τέσσερα χρόνια, συνυπήρξες με τεράστιες προσωπικότητες όπως ο μυθικός Ντιν Σμιθ, έπαιξες μπάσκετ με τον Μάικλ Τζόρνταν. Πόσο σημαντική ήταν αυτή η εμπειρία σε επαγγελματικό και ανθρώπινο επίπεδο;

«Αυτά τα χρόνια στο Νορθ Καρολάινα ήταν ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής μου. Η εμπειρία αυτή με διαμόρφωσε ως προπονητή μπάσκετ και ως άνθρωπο. Ήταν ωραία τότε στην Αμερική, όχι όπως τώρα που έχουν αλλάξει τα πάντα προς το χειρότερο. Έχω παιδιά στην Αμερική και ο γιος μου, που ζει στο Λος Άντζελες, σκέφτεται, πλέον, να γυρίσει.

Σε μπασκετικό επίπεδο έμαθα πολλά δίπλα στον μεγάλο Ντιν Σμιθ. Καινοτομίες που εφήρμοσα και στην Ελλάδα. Τη zone press, την match up defence και άλλα. Θυμάμαι, όταν ήμουν προπονητής του Ηρακλή, είχαμε κερδίσει ένα ματς κόντρα στον Άρη του Ίβκοβιτς, παίζοντας zone press.

Την άλλη μέρα, μιλώντας σε ένα σεμινάριο στο Δελασάλ, ο Ντούντα είπε: «Είχαμε κι αυτό το ματς με τον Ηρακλή που έπαιζε μία περίεργη άμυνα». Δεν τα ήξερε κανείς αυτά τα συστήματα στην Ελλάδα. Ήταν μεγάλο σχολείο ο Ντιν Σμιθ και είχα στενή επαφή μαζί του.

Θυμάμαι ότι έμπαινα όποτε ήθελα στο γραφείο του, ενώ παίκτες όπως ο Τζόρνταν και ο Πέρκινς περίμεναν απ’ έξω και τον έβλεπαν μόνον όταν έπαιρναν τη σχετική άδεια.

Έπαιξα και μπάσκετ με τον Τζόρνταν, που ερχόταν στο πανεπιστήμιο και μετά την αποφοίτηση, ως παίκτης των Σικάγο Μπουλς πια.

Η ιστορία έχει ως εξής: Τα καλοκαίρια, μετά το τέλος της σεζόν στο ΝΒΑ, μαζεύονταν απόφοιτοι του Νορθ Καρολάινα και γίνονταν αυτά τα πολύ ωραία ματς που τα λέγαμε «γυμνοί - ντυμένοι» γιατί οι παίκτες της μίας ομάδας έπαιζαν χωρίς φανέλες.

Σε αυτά τα ματς βρεθήκαμε με τον Τζόρνταν στο ίδιο παρκέ. Θυμάμαι ότι ξεκινούσαν τα παιχνίδια στις 2 το μεσημέρι και παίζαμε 5Χ5. Η ομάδα που κέρδιζε, συνέχιζε να παίζει και όπως καταλαβαίνεις ο Τζόρνταν ήταν στο γήπεδο μέχρι τις 8-9 το βράδυ.

Δυστυχώς δεν έχω κάποια φωτογραφία από τα παιχνίδια αυτά με τον Τζόρνταν. Βλέπαμε από τότε ότι ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο, αφού πηδούσε πιο ψηλά απ’ όλους, κάρφωνε και σκόραρε με απίστευτη ευκολία. Υπήρχαν όμως κι άλλοι σπουδαίοι παίκτες και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πώς θα εξελισσόταν, ότι θα αποκτούσε το στάτους που τελικά απέκτησε.

Στα χρόνια του Νορθ Καρολάινα, άλλωστε, δεν του επέτρεπε ο Ντιν Σμιθ να παίξει με τον τρόπο που έπαιζε μετά, στο ΝΒΑ. Για τον κόουτς πάνω απ’ όλα ήταν η ομάδα. Δεν υπήρχε χώρος για ντίβες και προσωπικά σόου. Θυμάμαι μία φορά που ήμασταν στη Νέα Υόρκη. Ο Τζόρνταν άργησε τρία λεπτά, κυριολεκτικά τρία λεπτά και τον άφησε εκτός αγώνα. Δεν καταλάβαινε τίποτα!».

kioym-23.jpg

Ας μιλήσουμε λίγο και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Η επιτυχία τους, σε αθλητικό και οργανωτικό επίπεδο, είναι αδιαμφισβήτητη. Έμεινε όμως κάτι ως παρακαταθήκη ή ήταν μία χαμένη ευκαιρία για τον ελληνικό αθλητισμό και τη χώρα γενικότερα;

«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν μία ιστορική στιγμή για την Ελλάδα, ένα μοναδικό γεγονός, που λόγω του μεγέθους και της σημασίας του, μπορεί να χαρακτηριστεί ανεπανάληπτο.

Δυστυχώς, όμως, όλο το γιγαντιαίο αυτό πρότζεκτ, που έπρεπε να αφήσει πολύτιμη παρακαταθήκη στη χώρα, δεν αξιοποιήθηκε όσο και όπως θα έπρεπε.

Κατασκευάστηκαν δεκάδες αθλητικές υποδομές που μετά τους Ολυμπιακούς αφέθηκαν στην τύχη τους. Θυμάμαι ότι στο Σίδνεϊ, που είχε διοργανώσει τους Αγώνες τέσσερα χρόνια πριν από μας, μόνον το βασικό στάδιο ήταν βαριά, μόνιμη κατασκευή. Όλα τα άλλα ήταν λυόμενα και 15 μέρες μετά την τελετή λήξης είχαν αποσυναρμολογηθεί.

Εμείς κάναμε πολλές βαριές κατασκευές, όπως π.χ. αυτό το φοβερό κωπηλατοδρόμιο στον Μαραθώνα, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Ωστόσο, σχεδόν καμία από αυτές τις υποδομές δεν μπορούσε να συντηρηθεί και να αξιοποιηθεί. Δεν είναι όμως μόνον αυτό.

Σκεφτείτε ποια ήταν η εικόνα της Αθήνας εκείνες τις ημέρες και πώς είναι η πρωτεύουσα σήμερα. Δυστυχώς, παρά τη μεγάλη και καθολικά αναγνωρισμένη αθλητική και οργανωτική επιτυχία, οι Αγώνες του 2004 ήταν ένα εθνικό στοίχημα που δεν κερδήθηκε».

Loader