- Newsroom
Για την τεράστια σημασία που έχει ο χώρος της ΔΕΘ για την περιβαλλοντική και την κλιματική βιωσιμότητα της Θεσσαλονίκης κάνει λόγο σε επιστολή του στον πρωθυπουργό το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Περιφερειακό Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας.
Όπως τονίζεται στη σχετική επιστολή, πάγια και διαχρονική θέση του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας είναι η μετεγκατάσταση της Δ.Ε.Θ. στη δυτική Θεσσαλονίκη και η δημιουργία ενός Μητροπολιτικού πάρκου στο σημερινό χώρο της Δ.Ε.Θ. στο κέντρο της πόλης. «Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δημιουργία του Μητροπολιτικού πάρκου στο χώρο, με ή χωρίς μεταφορά της Δ.Ε.Θ. είναι το αυτονόητο χρέος σας προς τους Θεσσαλονικείς και τους επισκέπτες της Νύφης του Θερμαϊκού» καταλήγει.
Αναλυτικά η επιστολή,
«Η συμβολή της ανάπλασης της Δ.Ε.Θ. στη βιωσιμότητα της πόλης της Θεσσαλονίκης».
Αξιότιμοι κύριοι,
το θέμα της ανάπλασης του χώρου της Δ.Ε.Θ., με ή χωρίς τη μεταφορά της, έχει πολλές παραμέτρους που θα πρέπει να συνυπολογισθούν και έχει εκτεταμένως συζητηθεί στην πόλη μας. Αισθανόμαστε, όμως, την ανάγκη να απευθυνθούμε σε εσάς, λίγο πριν τις οριστικές αποφάσεις για το μέλλον του χώρου, ώστε να τονίσουμε την τεράστια σημασία που έχει ο χώρος για την περιβαλλοντική και την κλιματική βιωσιμότητα της Θεσσαλονίκης, παραμέτρους που αφορούν στο σύνολο των κατοίκων της.
Είναι γνωστό ότι ο Δήμος της Θεσσαλονίκης έχει το μικρότερο δείκτη πρασίνου (τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο) από όλους τους Δήμους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης και μάλιστα η μέση τιμή του δείκτη πρασίνου για το Δήμο Θεσσαλονίκης είναι μόλις 1,83 τ.μ. πρασίνου/κάτοικο[1], τιμή πολύ κατώτερη από το ελάχιστο όριο των 8 τ.μ. πρασίνου/κάτοικο που καθορίζεται από την Υ.Α. 10788 (ΦΕΚ 285/5.3.2004) και το ελάχιστο όριο των 9 τ.μ. πρασίνου/κάτοικο που καθορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) για να είναι μία πόλη βιώσιμη και ανθεκτική. Οι ευεργετικές ιδιότητες του αστικού πρασίνου είναι κρίσιμες για τη βιωσιμότητα της πόλης στην εποχή της κλιματικής και περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά και τεράστιας σημασίας για την ψυχοσωματική υγεία των Θεσσαλονικέων, καθώς το αστικό πράσινο συμβάλλει στον μετριασμό της κλιματικής κρίσης (βελτίωση κλίματος, μετριασμός φαινομένου θερμικής νησίδας, απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα), στη διαχείριση των ομβρίων υδάτων και στην προστασία έναντι των πλημμυρών, στο φιλτράρισμα του αέρα (σκόνη, ρύποι), στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, στην ανάδειξη του τοπίου και της ελκυστικότητας της πόλης, στη μείωση των θορύβων, στην παροχή χώρων κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εκπαίδευσης, στην αύξηση της αστικής ποιότητας σε μειονεκτικές περιοχές, στην τουριστική ανάπτυξη, και πάνω απ’ όλα στην εξασφάλιση καλύτερης ψυχικής και σωματικής υγείας των πολιτών.,
Σύμφωνα με την εργασία του καθηγητή του Τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ. κ. Θεοδώρου Μαυρομμάτη στο πλαίσιο των Ομάδων Εργασίας του Παραρτήματός μας για την κλιματική κρίση, η Κεντρική Μακεδονία θερμαίνεται ταχύτερα από την υπόλοιπη Ελλάδα και θα πρέπει η προσαρμογή στην κλιματική κρίση να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για το σχεδιασμό του μέλλοντος για την περιοχή μας. Η καθοριστική συμβολή του αστικού πρασίνου στη μείωση της θερμοκρασίας έχει ήδη μετρηθεί στην πόλη μας, καθώς στο πάρκο της ΧΑΝΘ, κατά τις θερμές ημέρες του καλοκαιριού, καταγράφηκε θερμοκρασία αέρα μέχρι και 5,1οC χαμηλότερη σε σχέση με το κέντρο της πόλης, κάτω από την πυκνή κομοστέγη των δένδρων (με συγκόμωση > 50 %), ενώ πτώση της θερμοκρασίας καταγράφονταν και σε απόσταση δεκάδων μέτρων από το πάρκο[3]. Πάρκα με μεγαλύτερη συγκόμωση (> 70 %) μειώνουν τη θερμοκρασία αέρα κατά 7 οC ή και περισσότερο.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει, επίσης, αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση με τιμές διοξείδιου του αζώτου (NO2) μεγαλύτερες του ετήσιου ευρωπαϊκού ορίου των 40 μg/m3, με τα επικίνδυνα αιωρούμενα μικροσωματίδια PM10 σε τιμές, επίσης, μεγαλύτερες του ευρωπαϊκού ορίου των 50 μg/m3 και με τα αιωρούμενα μικροσωματίδια PM2,5 κοντά στα 20 μg/m3, δηλαδή σε τιμές σχεδόν δύο φορές πάνω από το όριο των 10,0 μg/m3 των κατευθυντήριων γραμμών του Π.Ο.Υ. Η λειτουργία του Μετρό στη Θεσσαλονίκη και η κυκλοφορία των ηλεκτρικών αστικών λεωφορείων συμβάλλουν θετικά στη μείωση των ρύπων, αλλά είναι απαραίτητη και η σημαντική αύξηση του αστικού πρασίνου (απαιτείται ο τετραπλασιασμός του δείκτη πρασίνου) για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα. Εκείνη η παράμετρος, όμως, που πρέπει, επίσης, να συνυπολογιστεί για την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης στο άμεσο μέλλον, είναι η πιθανή αρνητική επίδραση από την ολοκλήρωση του έργου του Fly Over, για το οποίο εκτιμούμε πως θα μειώσει σημαντικά την κυκλοφορία του αέρα από το Περιαστικό Δάσος της Θεσσαλονίκης (Σέιχ Σου) προς την πόλη και την αλληλεπίδρασή τους.
Η Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, στερείται αστικών δασών και μεγάλων πάρκων εντός του αστικού ιστού, τα οποία συναντάμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Χώροι συμπαγούς πρασίνου με σημαντική κάλυψη δενδρώδους βλάστησης είναι η πανεπιστημιούπολη του Α.Π.Θ., το πάρκο της ΧΑΝΘ, το πεδίο του Άρεως και το πάρκο του Λευκού Πύργου. Συνεπώς, η δημιουργία ενός Μητροπολιτικού πάρκου με κατάλληλη δενδρώδη βλάστηση και συγκόμωση τουλάχιστον πάνω από 40 % στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, όχι μόνο είναι απολύτως απαραίτητη και ζωτική για να καταστεί η Θεσσαλονίκη βιώσιμη και ανθεκτική πόλη στα δύσκολα χρόνια που έρχονται, αλλά θα λειτουργήσει συνεργιστικά με τους γειτνιάζοντες υφιστάμενους χώρους πρασίνου και θα ευεργετήσει τόσο τους κατοίκους και επισκέπτες του κέντρου της Θεσσαλονίκης, όσο και των γειτονικών περιοχών της Τριανδρίας και της 5ης Δημοτικής Κοινότητας που στερούνται αστικού πρασίνου.
Αξιότιμοι κύριοι,
πάγια και διαχρονική θέση του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας είναι η μετεγκατάσταση της Δ.Ε.Θ. στη δυτική Θεσσαλονίκη και η δημιουργία ενός Μητροπολιτικού πάρκου στο σημερινό χώρο της Δ.Ε.Θ. στο κέντρο της πόλης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δημιουργία του Μητροπολιτικού πάρκου στο χώρο, με ή χωρίς μεταφορά της Δ.Ε.Θ. είναι το αυτονόητο χρέος σας προς τους Θεσσαλονικείς και τους επισκέπτες της Νύφης του Θερμαϊκού.
Με τιμή,
Για την Διοικούσα Επιτροπή του Περιφερειακού
Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας
του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.
Ο Πρόεδρος
Δρ. Αθανάσιος Σαρόπουλος