Θεσσαλονίκη: Εργασίες σε δύο σημεία του οδικού δικτύου - Πότε και πού θα πραγματοποιηθούν
Αναλυτικά οι μέρες, οι ώρες και τα σημεία
Άρθρο του Κοινοτικού Συμβούλου, Χρήστου Αβδελλά στο emakedonia.gr
του Χρήστου Αβδελλά, Συμβούλου Α΄ Δημοτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται μπροστά σε μια από τις μεγαλύτερες αστικές τομές της σύγχρονης ιστορίας της. Η ανάπλαση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) δεν είναι απλώς ένα έργο πολεοδομικού χαρακτήρα. Είναι μια βαθιά πολιτική και κοινωνική επιλογή που αγγίζει τον πυρήνα της αστικής ζωής: τον τρόπο που ζούμε, μετακινούμαστε, αναπνέουμε, συναντιόμαστε και συστηνόμαστε στον υπόλοιπο κόσμο.
Ύστερα από δεκαετίες ακινησίας, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να αποφασίσει για το μέλλον ενός χώρου που έχει ταυτιστεί με την ίδια την ταυτότητα της. Και για πρώτη φορά, η συζήτηση αυτή διεξάγεται σε δημόσιο πεδίο, δίνοντας φωνή σε φορείς, πολίτες, οργανώσεις, επαγγελματίες, ειδικούς και αιρετούς. Αυτό από μόνο του συνιστά μια κατάκτηση. Δεν είναι αυτονόητο.
Είναι όμως κρίσιμο να θυμόμαστε: η αξία της δημόσιας διαβούλευσης κρίνεται όχι μόνο από το ποιοι συμμετέχουν, αλλά και από το πώς συμμετέχουν. Αν παραμείνουμε σε κόσμια, πολιτισμένα πλαίσια, αν επιτρέψουμε σε όλες τις απόψεις να ακουστούν χωρίς απαξίωση και χωρίς ακρότητες, τότε η συζήτηση αυτή μπορεί να αποβεί ευεργετική. Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο υγιές από μια κοινωνία που διαφωνεί με επιχειρήματα για το κοινό της μέλλον.
Το όραμα ενός μητροπολιτικού πάρκου σχεδόν 100% πράσινου είναι εύλογο και απόλυτα σεβαστό. Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να κινηθούμε εντός ενός ρεαλιστικού πλαισίου. Η μεταφορά της ΔΕΘ εκτός πόλης –όσο κι αν επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα– δεν είναι μια βιώσιμη επιλογή. Ούτε από τεχνικής άποψης, ούτε από στρατηγικής σημασίας για την πόλη, ούτε από την άποψη της διεθνούς παρουσίας της Έκθεσης ως οργανισμού. Αυτή είναι μια σταθερά που δύσκολα αλλάζει.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η στάση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης είναι θεσμικά υπεύθυνη και πολιτικά ώριμη. Δεν εμπλέκεται σε στείρες αντιπαραθέσεις και προσωπικές επιθέσεις. Εργάζεται για το εφικτό, βελτιώνοντας σημαντικά την αρχική πρόταση και φέρνοντας στο τραπέζι μια ισορροπημένη προσέγγιση, επιχειρώντας να γεφυρώσει τις αντικρουόμενες απόψεις: παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο, αλλά με το μικρότερο δυνατό κτιριακό αποτύπωμα, επανασχεδιάζοντας τη διάταξη των εγκαταστάσεων και επιτρέποντας τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου περίπου 200 στρεμμάτων. Το πάρκο θα εκτείνεται στο νότιο τμήμα του οικοπέδου, στην Αγία Φωτεινή, στον χώρο του Πεδίου του Άρεως, στο Γ.Σ.Σ. και στο πάρκο Ξαρχάκου.
Επιπλέον, η πρόταση περιλαμβάνει τη δημιουργία 2.000 θέσεων στάθμευσης – μέσω υπόγειου πάρκινγκ – που θα εξυπηρετεί τόσο την Έκθεση όσο και το κέντρο της πόλης, προσφέροντας πραγματική λύση στο χρόνιο κυκλοφοριακό πρόβλημα της περιοχής. Η αποσυμφόρηση του κέντρου, η μείωση των παράνομων σταθμεύσεων και η λειτουργική αναβάθμιση του αστικού ιστού δεν είναι δευτερεύουσες πτυχές — είναι κρίσιμοι παράγοντες για μια βιώσιμη πόλη.
Το συνολικό κόστος του έργου έχει πλέον εκτιμηθεί σε πάνω από 350 εκατομμύρια ευρώ, καθιστώντας το ένα από τα πλέον δαπανηρά αστικά εγχειρήματα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το ποσό αυτό είναι αναμφίβολα υψηλό, σχεδόν απαγορευτικό, ιδιαίτερα σε μια περίοδο δημοσιονομικών πιέσεων και αυξημένων κοινωνικών αναγκών. Επομένως, είναι επιτακτική η ανάγκη να βρεθεί μια βιώσιμη οικονομική φόρμουλα που θα εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση του έργου χωρίς να επιβαρύνει υπέρμετρα τους δημόσιους πόρους. Η αξιοποίηση Ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), καθώς και η σταδιακή υλοποίηση του έργου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ρεαλιστικές λύσεις.
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις για τα ετήσια έσοδα που θα προκύψουν από την αναβάθμιση της ΔΕΘ – τα οποία φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 350-400 εκατ. ευρώ – ενισχύουν το επιχείρημα ότι πρόκειται για μια επένδυση με μακροπρόθεσμα οφέλη για την πόλη και την τοπική οικονομία. Επιπλέον, πέραν της οικονομικής διάστασης, η ανάπλαση υπόσχεται ουσιαστικά περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη: δραστική αύξηση του πρασίνου, ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης, μείωση του οικολογικού αποτυπώματος και σημαντική συμβολή στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η συνολική προστιθέμενη αξία του έργου δεν περιορίζεται στη φυσική του διάσταση, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της βιώσιμης ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη του αύριο.
Η ανάπλαση της ΔΕΘ δεν είναι ένα έργο όπως το μετρό ή το Flyover. Δεν θυμίζει τις αποσπασματικές πεζοδρομήσεις, τη συζήτηση για τη μεταφορά του Δημαρχείου ή την ακυρωθείσα υποθαλάσσια αρτηρία. Δεν αφορά μόνο μια τεχνική κατασκευή ή μια αστική «βελτίωση». Είναι κάτι πολύ ευρύτερο: μια συνολική αναδιαμόρφωση της σχέσης της πόλης με το κέντρο της, με το περιβάλλον της, με τη συλλογική της μνήμη και την προοπτική της. Είναι ένα έργο που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, την ιστορικότητα του χώρου με τις ανάγκες της νέας γενιάς, και τη λειτουργία της πόλης με τον τρόπο που θέλουμε να ζούμε σε αυτήν. Είναι ένα έργο που μπορεί –και πρέπει– να γίνει σημείο σύνθεσης και όχι διχασμού.
Η Θεσσαλονίκη έχει μείνει για χρόνια πίσω, εγκλωβισμένη ανάμεσα στην υπεροψία του σχεδιασμού και την αδυναμία της υλοποίησης. Η ανάπλαση της ΔΕΘ μάς δίνει την ευκαιρία να προχωρήσουμε μπροστά. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν καταφέρουμε να δούμε πέρα από τα χαρακώματα. Αν αντιμετωπίσουμε ο ένας τον άλλον όχι ως πολιτικούς αντιπάλους, αλλά ως συμμέτοχους σε μια δύσκολη αλλά γόνιμη διαδικασία.
Η πόλη έχει ανάγκη από όραμα, αλλά και από σχέδιο. Από φαντασία, αλλά και από θεσμική υπευθυνότητα. Κυρίως όμως έχει ανάγκη από έναν δημόσιο διάλογο που ενώνει. Αν τα καταφέρουμε, τότε ίσως –για πρώτη φορά μετά από καιρό– να φτιάξουμε κάτι που θα μας ξεπερνάει και θα μας εμπνέει.
Αναλυτικά οι μέρες, οι ώρες και τα σημεία
Τι ρώτησε ο Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης του Κινήματος Δημοκρατίας, Μιχάλης Χουρδάκης
Στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού της Θεολογικής Σχολής
Τι περιλαμβάνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Πρόσκληση σε γεύμα - Η διατροφή πάει σχολείο»