Θεσσαλονίκη: 2 προσαγωγές και 1 σύλληψη στον δήμο Κορδελιού-Ευόσμου
Κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης σε οικισμούς
- Newsroom
Γράφει η Πέλλη Μάστορα, αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης Τον τελευταίο καιρό πυκνά σύννεφα επιστημονικής διχογνωμίας μαζεύονται επάνω από τη Ροτόντα, το λαμπρότερο όλων των μνημείων της Θεσσαλονίκης, που εδώ και έναν αιώνα περίπου ταλανίζεται από έριδες, προκαταλήψεις και άλλα θλιβερά φαινόμενα, που αν μη τι άλλο προκαλούν απορία και σύγχυση στο ευρύ κοινό, το οποίο παρακολουθεί σιωπηλό αναμένοντας απαντήσεις από τους ειδικούς. Πότε χτίστηκε η Ροτόντα, ποια η χρήση της, πώς ερμηνεύεται ο πρωτότυπος, αριστουργηματικός διάκοσμός της και πολλά άλλα ερωτήματα δέχθηκαν ποικίλες ερμηνείες, συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες, χωρίς η έρευνα να καταλήξει σε κοινώς αποδεκτά πορίσματα. Η πολυφωνία είναι βέβαια θεμιτή, όταν εντάσσεται στο πλαίσιο του επιστημονικού διαλόγου. Όταν όμως περιορίζεται στη διχογνωμία είναι προβληματική, προσβλητική και επιζήμια για το ίδιο το μνημείο, το οποίο, παρά τη σπουδαιότητά του, δεν έχει πραγματικά λάβει τη θέση που του αξίζει στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού. Επιπλέον, η χαοτική διατύπωση θεωριών επί θεωριών καθιστά δυσνόητη τη σημασία του μνημείου και των ψηφιδωτών του για τον κάθε φορολογούμενο πολίτη, ο οποίος επιβαρύνεται για τη διατήρηση των έργων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και οπωσδήποτε δικαιούται μια εξήγηση για το φαινόμενο αυτό των αντικρουόμενων απόψεων. “Επιδημία” απόψεων για τη Ροτόντα και τα ψηφιδωτά της Τι συμβαίνει λοιπόν με τη Ροτόντα; Πώς και γιατί αναζωπυρώθηκε το επιστημονικό ενδιαφέρον, ώστε μέσα στο τρέχον έτος να διατυπωθούν νέες απόψεις και να αναδιατυπωθούν παλαιότερες θεωρίες για τη χρονολόγηση και την ερμηνεία των ψηφιδωτών; Όπως υποστηρίχθηκε από τον Γ. Βελένη σε τέσσερις ανακοινώσεις, μετά την ίδρυσή της από τον Γαλέριο (αρχές 4ου αι.), η Ροτόντα λειτούργησε ως επισκοπικός ναός κατά τη βασιλεία του Θεοδόσιου Α’ (379-395), ενώ τα ψηφιδωτά κατασκευάστηκαν αργότερα, στους χρόνους του Αναστασίου Α’ (491-518). Τις απόψεις παλαιότερων ερευνητών για τη χρονολόγηση των ψηφιδωτών στον 6ο αι. επανέλαβε σε δύο ανακοινώσεις η Σ. Ακριβοπούλου. Την ταύτιση της Ροτόντας με ανακτορικό μαρτύριο-προσκύνημα του Αγίου Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) πρότειναν οι Β. Κατσαρός και Σ. Γουλούλης, ενώ ο H. Torp παραμένει στις απόψεις του για τη μετατροπή της Ροτόντας σε χριστιανικό ναό και την κατασκευή των ψηφιδωτών από τον Θεοδόσιο Α’. Για ποιο λόγο τόσες διαφορετικές απόψεις; Πού οφείλεται η επιστημονική διχογνωμία; Αφορμή για την ανάγκη διασαφήνισης των ζητημάτων αυτών δίνει η έκδοση του βιβλίου των νορβηγών καθηγητών της Ιστορίας της Τέχνης B. Kiilerich και H. Torp, “Η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης και τα ψηφιδωτά της”, από τις εκδόσεις Kαπόν, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 2016 (όχι το 2017, όπως αναφέρεται). Στην εισαγωγή του βιβλίου διακρίνεται αφενός η αμηχανία των συγγραφέων, οι οποίοι επιχειρούν να δικαιολογήσουν τον λόγο ύπαρξης και τον χαρακτήρα του βιβλίου τους, και αφετέρου η προσπάθεια απαξίωσης του σημαντικού έργου της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων/Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης στα εντοίχια ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, το οποίο έργο ωστόσο χρησιμοποιούν και, τολμώ να πω, καταχρώνται. Τι είναι το βιβλίο των B. Kiilerich και Η. Torp; Όπως αναφέρουν οι B. Kiilerich και Η. Torp, “συνέλαβαν” την ιδέα συγγραφής του βιβλίου “σαν ένα είδος εισαγωγής στην ιστορία της Ροτόντας, σαν οδηγό για μια επίσκεψη στο κτίριο και σαν μια σύντομη παρουσίαση των μέχρι σήμερα πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας για το κτίριο”. Ας δούμε λοιπόν σαν τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο... Ήδη από την ανάγνωση των περιεχομένων καθίσταται σαφές ότι το βιβλίο δεν είναι ούτε “οδηγός” ούτε και “εισαγωγή” στην ιστορία της Ροτόντας, δεδομένου ότι στο σύνολο των 63 σελίδων (συμπεριλαμβανομένων ολοσέλιδων και άλλων φωτογραφιών) μόνο τέσσερις αφορούν στην ιστορία και στην αρχιτεκτονική του μνημείου, ενώ το υπόλοιπο επικεντρώνεται αποκλειστικά στον ψηφιδωτό διάκοσμο. Πολύ περισσότερο το βιβλίο δεν αποτελεί “σύντομη παρουσίαση των πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας”, γιατί σε κανένα σημείο δεν αναφέρονται πορίσματα της έρευνας, παρά μόνο οι απόψεις των συγγραφέων διατυπωμένες με πολλά “εάν”, “πιθανόν” και “μάλλον”. Αντιθέτως η έρευνα αποσιωπάται, ακόμη και στην “Επιλεγμένη βιβλιογραφία (μετά το 2000)”, από την οποία παραλείπεται κάθε αναφορά στο επιστημονικό έργο της Εφορείας - το οποίο διεξήχθη την περίοδο 2002-2007, υπήρξε πολυσχιδές, εμπεριστατωμένο, συστηματικό και αποτελεσματικό, και τα πορίσματά του δημοσιεύθηκαν στα πρακτικά των συνεδρίων της Διεθνούς Επιτροπής για τη Συντήρηση των Ψηφιδωτών (ICCM). Στο συνέδριο μάλιστα του έτους 2002, που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη, αφιερώθηκε στρογγυλή τράπεζα σε θέματα των ψηφιδωτών της Ροτόντας. Στο βιβλίο των B. Kiilerich και H. Torp, σχετικά με το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων στη Ροτόντα αναφέρεται μόνο ότι μετά τους σεισμούς του 1978 τοποθετήθηκαν σκαλωσιές για την αποκατάσταση του κτιρίου και των ψηφιδωτών και ότι οι εργασίες “προχωρούσαν με αργούς ρυθμούς”, μέχρι που το 2015 απομακρύνθηκαν οι σκαλωσιές και εμφανίστηκαν τα ψηφιδωτά που αυτές έκρυβαν. Δηλαδή, διατείνονται ότι το έργο της Εφορείας ήταν η τοποθέτηση και η απομάκρυνση των σκαλωσιών; Κατάχρηση και απαξίωση του έργου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης Οι συγγραφείς σχολιάζουν τους “αργούς ρυθμούς”, μολονότι δεν είναι αρμόδιοι να κρίνουν ούτε γνωρίζουν την πορεία του έργου, δεν αναφέρουν όμως ότι χάρη στην ύπαρξη της σκαλωσιάς είχαν τη δυνατότητα να επισκεφθούν τα ψηφιδωτά με τη συνοδεία υπαλλήλων της Εφορείας Αρχαιοτήτων κατόπιν παραχώρησης άδειας από τους εκάστοτε εφόρους αρχαιοτήτων, προς τους οποίους δεν απευθύνουν ευχαριστίες ως όφειλαν. Ωστόσο άδεια για τη φωτογράφηση και τη δημοσίευση των ψηφιδωτών δεν τους παραχωρήθηκε ποτέ, καθώς ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να τη ζητήσουν, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα αρχαιολογική νομοθεσία. Ούτε πριν ούτε μετά την απομάκρυνση των σκαλωσιών. Αποκορύφωμα όμως της παραδοξότητας αποτελεί το γεγονός ότι το βιβλίο των B. Kiilerich και Η. Torp εμφανίζεται κατά κάποιο τρόπο ως συνέχεια ενός εξαιρετικού εκδοτικού εγχειρήματος, το οποίο βασίζεται εξ ολοκλήρου στο έργο της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων: στην έκδοση του βιβλίου “Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, 4ος-14ος αιώνας” από τις εκδόσεις Καπόν (Αθήνα 2012), που είναι προϊόν συνεργασίας των εφόρων αρχαιοτήτων Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη και Χ. Μπακιρτζή, που διοίκησαν την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από το 1974 έως το 2007, και το οποίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του δασκάλου τους και πρώτου εφόρου βυζαντινών αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, Στυλ. Πελεκανίδη. Στο βιβλίο αυτό με την επιμέλεια του Χ. Μπακιρτζή, με κείμενα των τριών εφόρων αρχαιοτήτων, λαμπρή εικονογράφηση με σχέδια και φωτογραφίες των ψηφιδωτών και με τη φροντισμένη γραφιστική και εξαιρετική εκτυπωτική επιμέλεια των εκδόσεων Καπόν, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του έργου της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στα εντοίχια ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, με την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού και στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων, στο β’ μισό του 20ού αι. και στις αρχές του 21ου αι. Με μια πρώτη ματιά στην εικονογράφηση γίνεται αντιληπτό ότι το βιβλιαράκι των B. Kiilerich και Η. Torp βγήκε μέσα από το μεγάλο, πολυτελές βιβλίο, και η έκδοσή του δεν θα ήταν εφικτή αν δεν είχε προηγηθεί το μνημειώδες έργο της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Θα έλεγε δηλαδή κανείς ότι το μικρό βιβλίο αποτελεί ένα ανάτυπο της πρώτης έκδοσης, το οποίο είναι προσιτό από οικονομική άποψη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Είναι όμως έτσι; Υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο βιβλίων, ή απλώς το δεύτερο “οικειοποιείται” την εγγυημένη ποιότητα του πρώτου, η οποία οφείλεται στη συνεργασία της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τις εκδόσεις Καπόν; Το παραπάνω ερώτημα καθίσταται ρητορικό από την απροκάλυπτη απαξίωση του έργου της Εφορείας Αρχαιοτήτων από μέρους των B. Kiilerich και Η. Torp. Το βιβλίο τους σαφώς δεν αποτελεί συνέχεια του επιστημονικού έργου, ούτε επιτομή των πορισμάτων της έρευνας, ούτε καν αντίλογο στις απόψεις άλλων ερευνητών. Πρόκειται για επαναφορά γνωστών από παλαιότερες δημοσιεύσεις απόψεων των συγγραφέων. Η “πανοραμική θέα” των ψηφιδωτών μετά την απομάκρυνση των σκαλωσιών και η συνολική θεώρηση του εικονογραφικού προγράμματος του τρούλου, η οποία έδωσε την ιδέα στους συγγραφείς να γράψουν το βιβλίο, δεν οδήγησαν σε αναθεώρηση των απόψεών τους. Ούτε όμως τις επιβεβαίωσαν, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι με περισσότερα “μάλλον”, “ίσως” και “πιθανόν” επαναλαμβάνονται οι ίδιες θεωρίες, οι οποίες περισσότερο αναιρούν την κοινή λογική παρά προσφέρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που απασχολούν την έρευνα. Απόψεις που αναιρούν την κοινή λογική, παραπληροφορούν και αυτοαναιρούνται Ενδεικτική είναι η άποψη των B. Kiilerich και Η. Torp ότι η Ροτόντα ιδρύθηκε από τον Γαλέριο ως ανακτορικός ναός, αλλά λόγω του θανάτου του, το 311, η οικοδόμηση του τρούλου της έμεινε ημιτελής και ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Θεοδοσίου Α’, μένοντας το μνημειώδες κτίριο χωρίς στέγη για εβδομήντα χρόνια! Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την προτεινόμενη εγκατάλειψη του ανακτορικού κτιρίου, που είναι πέραν της κοινής λογικής. Αντιθέτως, είναι γνωστό ότι η ανοικοδόμηση κτιρίων στο ανακτορικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε μετά το 311 και ότι η πόλη άκμασε χάρη στα έργα που πραγματοποίησε σε αυτή ο Κωνσταντίνος Α’. Η Ροτόντα δεν εγκαταλείφθηκε ημιτελής και ακόσμητη, όπως τεκμηριώνεται από πολλά στοιχεία. Σε αυτά συγκαταλέγεται η αποκάλυψη στις ανασκαφές του 1918 το αρχικό (αρχές 4ου αι.) μαρμάρινο δάπεδο του κτιρίου, σε βάθος 1,20 μ. κάτω από το σημερινό δάπεδο. Οι Kiilerich και Torp αναφέρουν την πληροφορία, αλλά αποδίδουν το δάπεδο αυτό στην περίοδο μετατροπής της Ροτόντας σε χριστιανικό ναό στα τέλη του 4ου αι. Ωστόσο, κατά την ανασκαφική έρευνα στο ιερό βήμα το 2015, εντοπίστηκε η στάθμη του δαπέδου του χριστιανικού ναού σε βάθος 0,40 μ. κάτω από το σημερινό δάπεδο. Προτρέχοντας των πορισμάτων της αρχαιολογικής έρευνας, τα οποία ανατρέπουν τις απόψεις τους, οι δύο νορβηγοί καθηγητές έσπευσαν να δημοσιεύσουν τις πρότερες απόψεις τους παραπληροφορώντας το αναγνωστικό κοινό. Από την άλλη πλευρά, οι συγγραφείς αυτοαναιρούνται. Μολονότι επισημαίνουν ότι στα ψηφιδωτά της Ροτόντας είναι διάχυτος ο χαρακτήρας της κωνσταντίνειας τέχνης, τα θεωρούν αδικαιολόγητα έργο του Θεοδοσίου. Με την ίδια ευκολία αναιρούν τη σημασία των εικονογραφικών θεμάτων των ψηφιδωτών. Για παράδειγμα, το πορτρέτο αυτοκράτορα φερόμενο από δύο Νίκες (imago clipeata), που εικονίζεται στο αέτωμα του κεντρικού κτιρίου του ΝΑ και ΒΑ διαχώρου των ψηφιδωτών, ερμηνεύεται ως απεικόνιση του Χριστού με αγγέλους, μολονότι η άποψη αυτή έχει απορριφθεί με επιχειρήματα από το 1957. Επιπλέον, το διάδημα και τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου ανδρός παραπέμπουν στον Κωνσταντίνο και η απουσία φωτοστέφανων καθιστά σαφές ότι οι φτερωτές μορφές δεν είναι άγγελοι αλλά Νίκες. Οι στρατιωτικοί Λέοντας και Θερινός, οι οποίοι εικονίζονται μπροστά από την είσοδο των κτιρίων, που φέρουν την πιο πάνω εικόνα του αυτοκράτορα, προστατεύουν, όπως υποστηρίζουν οι B. Kiilerich και Η. Torp, την αγία τράπεζα που υπονοείται ότι υπάρχει μέσα στα κτίρια, τα οποία ταυτίζονται, σύμφωνα πάντα με τους ίδιους συγγραφείς, με ναούς. Από ποιους υποτίθεται ότι προστατεύουν την αγία τράπεζα, η οποία υποτίθεται ότι εικονίζεται εντός των υποτιθέμενων ναών; Οι ερμηνευτικές προτάσεις των Kiilerich και Torp προκαλούν περισσότερες απορίες αντί να επιλύουν τα ζητήματα που έθεσε η έρευνα για τα ψηφιδωτά της Ροτόντας. Αντιδεοντολογικές συμπεριφορές και ακραίες απόψεις εις βάρος του πολιτισμού και της παιδείας Την ίδια τακτική της αναίρεσης της κοινής λογικής και τη μέθοδο της αποσιώπησης των πορισμάτων της έρευνας και οικειοποίησης του έργου της Εφορείας Αρχαιοτήτων ακολούθησαν και ακολουθούν και άλλοι ερευνητές, οι οποίοι αντιγράφοντας σχέδια, φωτομοντάζ και φωτογραφίες από το βιβλίο των εκδόσεων Καπόν παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη Ροτόντα και τα ψηφιδωτά της χωρίς να ανταποδίδουν τα δεδουλευμένα σε όσους τα δούλεψαν. Ανατρεπτικές και άνευ επιστημονικού ερείσματος θεωρίες εμφανίζονται, όπως για παράδειγμα ότι η Ροτόντα ήταν από την ίδρυσή της “ειδωλολατρικός” ναός στον οποίο τελούνταν αυτοκρατορική λατρεία των κατά τα άλλα χριστιανών αυτοκρατόρων μέχρι και το 390, οπότε ο Θεοδόσιος παραχώρησε το κτίριο στους χριστιανούς, οι οποίοι απέκτησαν έτσι τον πρώτο επισκοπικό ναό τους. Στον βωμό της επιστημονικής πρωτοτυπίας η παραπάνω άποψη δεν διστάζει να καταστήσει άστεγους τους αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης πριν από τον Θεοδόσιο! Πέρα από κάθε έννοια επιστημονικής δεοντολογίας και έξω από κάθε πλαίσιο διαλόγου, η ερμηνεία και η χρονολόγηση των ψηφιδωτών της Ροτόντας μετατρέπεται σε πεδίο κατάθεσης απόψεων, οι οποίες δεν στηρίζονται σε όσα εικονίζονται στα ψηφιδωτά, αλλά σε όσα δεν εικονίζονται και, κατά τη γνώμη εκάστου ερευνητή, υπονοούνται. Τα “υπονοούμενα” θέτουν διαρκώς υπό αίρεση το απαράμιλλης καλλιτεχνικής ποιότητας έργο και επιτρέπουν ερμηνευτικές παρεμβάσεις, οι οποίες καθιστούν εξαντλητική και αποκαρδιωτική την προσπάθεια κάθε ανθρώπου να καταλάβει τη σημασία και την αξία του έργου λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αντικρουόμενες απόψεις. Ως εκ τούτου, ο θαυμασμός και το δέος που προκαλεί το υπέρτατο καλλιτεχνικό δημιούργημα μετατρέπονται σε σύγχυση και απορία. Το αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας που αποκομίζει εισερχόμενος κανείς στη Ροτόντα, η αισιοδοξία και η πίστη στο θεόπνευστο έργο των ανθρώπων που αποπνέουν τα ψηφιδωτά της, υπονομεύονται από το “επιστημονικό” παρασκήνιο και τη ματαιοδοξία όσων ξεχνούν ότι ο πολιτισμός παράγει παιδεία και όχι αυθεντίες.Κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης σε οικισμούς
Γράφει επίσης για τον Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας, τον Προσωπικό Αριθμό, τη νέα κατηγορία πυροσβεστών και τη μετάβαση στη δυτική Μακεδονία
Οι προβλέψεις του αναπτυξιακού νόμου και του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου