ΜΑΝΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ Κουβαλώντας το τραύμα της μνήμης

- Newsroom

Ίσως δεν υπάρχει προηγούμενο στον παγκόσμιο κινηματογράφο άλλου σκηνοθέτη που να δημιούργησε, τόσο μακριά από τις ρίζες του, ένα έργο τόσο συνδεδεμένο με τον τόπο του. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μάς δίνει την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε με ένα αφιέρωμα στις ταινίες του Μάνου Ζαχαρία.

Συνέντευξη: Κώστας Μαρίνος

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μετά τη βράβευση του Μάνου Ζαχαρία με τον Χρυσό Αλέξανδρο το 2004, προσφέρει φέτος στους κινηματογραφόφιλους μια πλήρη εικόνα της προσφοράς του στον ελληνικό και παγκόσμιο κινηματογράφο με την προβολή όλων των ταινιών του. Στην αναδρομή στο κινηματογραφικό έργο του θα προβληθούν επτά ταινίες μεγάλου μήκους και τέσσερις μικρού, ταινίες συχνά με ελληνικό θέμα, που όμως γύρισε μακριά από την Ελλάδα.
Και μόνο η αναφορά στην ταινία του “Σφουγγαράδες”, που είναι βασισμένη σε διήγημα του Νίκου Κάσδαγλη και γυρίστηκε στην Κριμαία, φανερώνει την τραγικότητα της ζωής που έζησε, αυτός αλλά και χιλιάδες άλλοι Έλληνες, οι οποίοι βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων, μετά τον Εμφύλιο που τραυμάτισε βαθιά τη χώρα.
“Και δεν είναι μόνο αυτή” λέει ο ίδιος μιλώντας στη “ΜτΚ”. “Οι έξι στις δέκα ταινίες μου έχουν ελληνικά θέματα. Αυτό που με βασάνιζε ήταν η Ελλάδα, έπρεπε να κάνω αυτές τις ταινίες, αλλά βρισκόμουν στο εξωτερικό, και έτσι μηχανεύτηκα διαφόρους τρόπους για να μπορέσω να μεταδώσω την αίσθηση τουλάχιστον της ελληνικότητας”.

ΕΛΛΑΔΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΕΣΣΔ
Ο Μάνος Ζαχαρίας γεννήθηκε στην Αθήνα. Ίσως να ακολουθούσε την καριέρα του πατέρα του και να γινόταν και αυτός οινολόγος, αφού είχε αρχίσει ανάλογες σπουδές. Ίσως και όχι, αφού παράλληλα είχε νιώσει την ανάγκη να ασχοληθεί και με την τέχνη, κι έτσι είχε γραφεί σε σχολή θεάτρου. Ζει έντονα τα χρόνια της Κατοχής, συμμετέχει στην Αντίσταση, και εκείνο τον ματωμένο Δεκέμβρη που όρισε την ελληνική ιστορία μπαίνει στο στόχαστρο των δυνάμεων της τάξης. Σώζεται ως επιβάτης και αυτός του μυθικού πλέον πλοίου “Ματαρόα”, με το οποίο δεκάδες νέοι διανοούμενοι φεύγουν στη Γαλλία. Στο Παρίσι σπουδάζει κινηματογράφο και ιστορία της τέχνης, αλλά η ιστορία τον καλεί και πάλι πίσω στην Ελλάδα. Έχει ξεσπάσει ο Εμφύλιος, και ο Μάνος Ζαχαρίας μαζί με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και τον Απόστολο Μουσούρη σχηματίζουν το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού. Τότε γυρίζει και την πρώτη -και μόνη στην Ελλάδα- ταινία του με τίτλο “Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας”. Το 1949 καταφεύγει στην Τασκένδη και αργότερα στη Μόσχα, όπου συνεχίζει τις σπουδές του στο σινεμά και εντάσσεται στο δυναμικό των σοβιετικών κινηματογραφικών στούντιο. Οι ταινίες που γυρίζει κουβαλούν μέσα τους το τραύμα της μνήμης, ένα τραύμα που αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να επουλωθεί.
“Δεν επουλώνεται, αλλά παραμένει” απαντά τώρα ο Μάνος Ζαχαρίας. “Ίσως επουλώνεται για λίγο αν πλησιάσεις τη λήθη, αλλά ποτέ ολοκληρωτικά. Όταν βλέπω τις ταινίες μου, πάντα σκέφτομαι πως αν τις είχα κάνει εδώ θα μπορούσαν να ήταν καλύτερες”.

“ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΔΕΝ ΔΙΑΡΚΟΥΝ ΠΟΛΥ”
Η αναδρομή στο κινηματογραφικό έργο του Μάνου Ζαχαρία είναι ταυτόχρονα και μια αναδρομή στην προσωπική ιστορία αλλά και στις επιπτώσεις της μεγάλης ιστορίας στο άτομο. Στις προσωπικές στιγμές, στις αποφάσεις του τότε και του τώρα, ίσως και στη συνειδητοποίηση του τέλους ενός οράματος.
“Τα οράματα, όταν δεν πραγματοποιηθούν, δεν διαρκούν και πολύ” απαντά ο Μάνος Ζαχαρίας. “Η ζωή και οι εμπειρίες που είχαμε μετά μας κάνουν πολλές φορές να αλλάζουμε τις σκέψεις μας, τις πεποιθήσεις μας. Όμως δεν μπορώ να πω ότι άλλαξα ως προς αυτά που πίστευα. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι για να υπάρξει μια καλύτερη ζωή πρέπει κανείς να αγωνίζεται και να προσπαθεί να τη βελτιώσει. Πιστεύω ότι ο αγώνας είναι απαραίτητος, αλλά με την πάροδο του χρόνου, με τη γνώση των γεγονότων, αλλάζουν οι πεποιθήσεις χωρίς όμως να αλλάζει η βασική τους διαδρομή”.

“ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ”
Στην Ελλάδα ο Μάνος Ζαχαρίας υπηρετεί τον κινηματογράφο συμμετέχοντας κατά καιρούς σε θεσμικά όργανα, όπως για παράδειγμα ως σύμβουλος Κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού. Η άποψή του για τον σημερινό ελληνικό κινηματογράφο είναι σαφής. “Δύο είναι τα χαρακτηριστικά του: οι αναζητήσεις που γίνονται σε διάφορα επίπεδα, αλλά και η αδυναμία στο σενάριο”. Σαφής είναι και η άποψή του για τις σχέσεις κινηματογραφικού δημιουργού και κρατικής επιχορήγησης, αφού, όπως λέει, ο κινηματογράφος είναι ακριβή τέχνη. “Επομένως θεωρώ πως η κρατική παρέμβαση είναι απαραίτητη και πολύ περισσότερο σε μια χώρα με μικρή αγορά όπως η Ελλάδα. Όμως οι δημιουργοί δεν πρέπει να δέχονται παρεμβάσεις στο έργο τους, και το κράτος πρέπει να γνωρίζει πως όταν βάζει χρήματα στο σινεμά θα τα χάσει. Αλλά πρέπει να αναγνωρίζει και πως ο κινηματογράφος είναι η πιο μαζική τέχνη, κι αυτή που δυναμικά μπορεί να προβάλει τον πολιτισμό, την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό”.


 

Loader