Ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που βίωσε η Ελλάδα αφορούσε τις ώρες εργασίας των Ελλήνων. «Τεμπελιάζετε, δεν δουλεύετε», έγραφαν πρωτοσέλιδα ακόμα και σοβαρών γερμανικών, κατά βάση, εφημερίδων.
Αυτός ο μύθος με σφραγίδα Eurostat καταρρίπτεται. Δυστυχώς όμως αναδεικνύεται μία σκληρή αλήθεια, δουλεύουμε πολύ αλλά δεν παράγουμε σε ανταγωνιστικά επίπεδα. Πώς γίνεται αυτό; Λόγω χαμηλής παραγωγικότητας, δηλαδή οι ποσότητες προϊόντων που παράγουμε και οι πόροι που χρησιμοποιούμε, όπως εργασία, κεφάλαιο, εξοπλισμός για να παράγουμε τα προϊόντα, είναι η απάντηση.
Παραγωγικότητα, με απλά λόγια, είναι η σχέση (το κλάσμα) που αφορά τις ποσότητες προϊόντων που παράγουμε και τους πόρους που χρησιμοποιούμε (όπως εργασία, κεφάλαιο, εξοπλισμός) για να παράγουμε αυτά τα προϊόντα. Μας δείχνει δηλαδή πόσα προϊόντα παράγουμε και πόσους πόρους χρησιμοποιήσαμε στην παραγωγική διαδικασία.
«Η αυξημένη διάρκεια εργασίας δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχα υψηλή παραγωγικότητα»
Αναλυτικά, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα, προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), οι Έλληνες εργαζόμενοι απασχολούνται κατά μέσον όρο 39,8 ώρες την εβδομάδα, όταν ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών-μελών βρίσκεται στις 36 ώρες. Η Ελλάδα, μάλιστα, καταλαμβάνει σταθερά την πρώτη θέση σε επίπεδο Ευρώπης όσον αφορά τις εβδομαδιαίες ώρες απασχόλησης, ακολουθούμενη από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία.
Ωστόσο, η αυξημένη διάρκεια εργασίας δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχα υψηλή παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα στην Ελλάδα παραμένει περίπου στο 60% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, επίσης για το 2024. Αντίθετα, άλλες χώρες της ΕΕ με σαφώς χαμηλότερες μέσες ώρες εργασίας επιτυγχάνουν πολύ υψηλότερη παραγωγικότητα ανά ώρα.
Η παραγωγικότητα εκφράζει το πόσο αποδοτικά και αποτελεσματικά χρησιμοποιούνται οι πόροι για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Η αύξησή της και η αύξηση της απασχόλησης εξαρτώνται από την ενίσχυση των επενδύσεων (που θα βελτιώσει την παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων) και την απόκτηση δεξιοτήτων από τους εργαζόμενους
Μία οικονομία με υψηλή παραγωγικότητα είναι πιο ανταγωνιστική διεθνώς, καθώς μπορεί να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος. Η υψηλή παραγωγικότητα οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή και, κατά συνέπεια, σε αυξημένο εισόδημα για την οικονομία και για τους πολίτες ενώ βελτιώνει και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με την οπτική κορυφαίων εκπροσώπων του επιχειρείν, όπως του προέδρου του ΣΕΒ, Σπύρου Θεοδωρόπουλου, δεν έχουμε ακριβές τιμές αλλά χαμηλούς μισθούς.
Μιλώντας σε πρόσφατη εκδήλωση επεσήμανε πως το χάσμα αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων (σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους) δεν προκύπτει από την ακρίβεια, αλλά από τη χαμηλή παραγωγικότητα.
Απέχουμε από το να γίνουμε… Δανία του Νότου
Βάσει της θεώρησης του ΣΕΒ, οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί γιατί έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα, συνεπώς δεν θα αυξηθούν αισθητά εφόσον δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα. Είναι ενδεικτικό πως παράγουμε 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας ενώ η Γερμανία παράγει 80 και η Δανία 151 ευρώ.
Στη μέση η αλήθεια
Είναι αυτή η αλήθεια, πως κατά βάση φταίνε οι χαμηλοί μισθοί για την ακρίβεια και όχι οι υψηλές τιμές; Εν μέρει ναι, εν μέρει όχι. Είναι γεγονός πως η χαμηλή παραγωγικότητα υποσκάπτει τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ωστόσο, αυτό δεν ακυρώνει και τα υπόλοιπα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας όπως το χαμηλό επίπεδο ανταγωνισμού σε πληθώρα κλάδων που κρατά ψηλά τις τιμές (χωρίς απαραίτητα αυτό να είναι καρτέλ), τους υψηλούς έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν τα προϊόντα και την αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης και ελέγχου, από πλευράς πολιτείας, στην αγορά.
Κέρδη - ρεκόρ, αυξήσεις μισθών με το σταγονόμετρο
Επίσης με δεδομένο πως η κερδοφορία των εισηγμένων ελληνικών επιχειρήσεων πάει από ρεκόρ δεν θα πέσουν έξω οι εταιρείες εφόσον αυξήσουν γενναία τους μισθούς των εργαζομένων τους, ακόμα και αν έχουν δίκιο να φωνάζουν για υψηλές εργοδοτικές εισφορές και γραφειοκρατία.
Είναι ενδεικτικό πως με ρυθμό μεγαλύτερο από τον πληθωρισμό έτρεξαν πέρσι τα οικονομικά μεγέθη των εισηγμένων επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο αθροιστικός κύκλος εργασιών 101 επιχειρήσεων με εισηγμένες μετοχές στο ΧΑ ανήλθε σε 109,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μέση αύξηση κατά 4,7%.
Από την άλλη πλευρά, τα αθροιστικά λειτουργικά κέρδη ανήλθαν σε 14,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μέση αύξηση 4,1% και τα καθαρά κέρδη (μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας) ενισχύθηκαν κατά 4,4% φτάνοντας τα 11,3 δισ. ευρώ με τις προβλέψεις και για φέτος να κάνουν λόγο για ανάλογες επιδόσεις.
Οι υψηλές εργοδοτικές εισφορές (αποτρεπτικός παράγοντας για αυξήσεις μισθών από τις επιχειρήσεις), τα υψηλά λειτουργικά κόστη και η πανταχού παρούσα γραφειοκρατία αποτρέπουν τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν σε καινοτόμες υποδομές και εκσυγχρονισμό του παραγωγικού τους εξοπλισμού και να αυξήσουν μισθούς. Η απουσία τεχνολογικού εκσυγχρονισμού επιβραδύνει τους ρυθμούς παραγωγής, αυξάνει το κόστος λειτουργίας και τελικά περιορίζει την παραγωγικότητα.
Βέβαια τις επενδύσεις που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και κατά συνέπεια θα οδηγήσουν σε υψηλότερους μισθούς καλούνται να τις κάνουν οι επιχειρήσεις και όχι οι εργαζόμενοι…
Ανύπαρκτες οι συλλογικές συμβάσεις
H ΓΣΕΕ θέτει επιτακτικά στη δημόσια συζήτηση και τη χαμηλή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις (μόλις το 30% εντάσσεται σε ΣΣΕ) αλλά και την αποδόμηση των μηχανισμών συλλογικής διαπραγμάτευσης, που εμποδίζουν τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και παραγωγικού εργασιακού προτύπου και κατά συνέπεια γενναίες αυξήσεις στους μισθούς.
Το στοίχημα αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου
Οι ειδικοί κρούουν συνεχώς τον κώδωνα του κινδύνου, ζητώντας στην πράξη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου (προηγείται η αλλαγή νοοτροπίας) που θα εκτοξεύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι ο σχεδιασμός και υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής αναβάθμισης της παραγωγικότητας, μέσα από επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και αυτοματοποίηση, αναδιάρθρωση των επιχειρησιακών δομών, στροφή της παραγωγικής δραστηριότητας σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, κίνητρα για τη δημιουργία καινοτόμων επιχειρήσεων και ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Κάποια από αυτά πάνε να προχωρήσουν αλλά ακόμα απέχουμε από το επιθυμητό…
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 01.06.2025