
Ο Σεπτέμβριος είναι μήνας «ωραιοποίησης» της κατάστασης μέσω των κυβερνητικών εξαγγελιών στην εκάστοτε ΔΕΘ. Έρχεται, όμως, η πραγματικότητα να μας προσγειώσει στην καθημερινότητα που είναι περίπλοκη και όχι εικονική.
Αναρωτιόμουν, π.χ., με την έναρξη της νέας σχολικής περιόδου, τι είναι αυτό που οδηγεί έναν νέο άνθρωπο ή έναν μεσήλικα στην απόφαση να αφήσει τον τόπο κατοικίας του και να εγκατασταθεί σε ένα απομακρυσμένο νησί ή στην παραμεθόριο, για να δουλέψει ως αναπληρωτής εκπαιδευτικός με έναν μέσο μισθό που αγγίζει μόλις τα 900 ευρώ τον μήνα;
Η λογική της καθημερινότητας λέει ότι δεν βγαίνεις με 900 ευρώ, όταν το 60% αυτού του ποσού θα «εξαφανιστεί» στις δαπάνες στέγασης και το υπόλοιπο στις λειτουργικές δαπάνες (ενέργεια, διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία, ύδρευση, κοινόχρηστα, μετακίνηση και άλλα). Στην ουσία, για τις δαπάνες διατροφής και της όποιας αναψυχής των νέων αναπληρωτών, πρέπει να φροντίσουν οι γονείς τους των οποίων η οικονομική «αιμορραγία» δεν τελειώνει με την ολοκλήρωση των σπουδών των παιδιών τους, αλλά συνεχίζεται με τον διορισμό τους για 10 μήνες τον χρόνο στο ελληνικό Δημόσιο (τους υπόλοιπους 2 μήνες είναι άνεργοι και ζουν με το επίδομα ανεργίας). Γιατί, λοιπόν, αυτοί οι νέοι άνθρωποι ξεσπιτώνονται και μπαίνουν μέσα οικονομικά και δεν επιλέγουν να μείνουν στα σπίτια τους, φιλοξενούμενοι πάντα από τους γονείς τους;
Διότι, πολύ απλά, είτε δεν έχουν άλλη επιλογή και προτιμούν την εργασία που παράγει οικονομικά ελλείμματα από την ανεργία που μπορεί να προκαλέσει ψυχολογικά προβλήματα, είτε η εργασία που βρίσκουν είναι της «μαύρης» ανασφάλιστης απασχόλησης ή της μερικής, της τάξης των 400 ευρώ τον μήνα. Έτσι, παίρνουν την απόφαση να συνεχίσουν «φοιτητικά» σε κάποιο νησί, με τον κίνδυνο Σεπτέμβριο και Ιούνιο να είναι άστεγοι, αν το νησί είναι κοσμικό και το στεγαστικό είναι ανεπαρκές λόγω τουρισμού. Αλλά και με τους μεσήλικες αναπληρωτές είναι ίδιο το φαινόμενο. Ξέρω άνδρες και γυναίκες εκπαιδευτικούς που στα 45 τους ή και στα 50 τους «ξεσπιτώνονται» για την ασφάλεια του Δημοσίου, διότι δεν αντέχουν την ανεργία ή τις δύσκολες συνθήκες του ιδιωτικού τομέα.
Ασφαλώς, και αυτή η εικόνα δεν τιμά το ελληνικό Κράτος και δεν προσφέρεται για τα πανηγύρια που στήθηκαν αυτήν την εβδομάδα από αξιωματούχους για τη νέα σχολική χρονιά. Ο Έλληνας εκπαιδευτικός, όπως και ο Έλληνας πολίτης, αισθάνεται οργή που εκδηλώνεται με σιωπή. Οργή γι’ αυτά που ζει, σιωπή γι’ αυτά που παρατηρεί. Και, κυρίως, αισθάνεται προσβολή της νοημοσύνης του από μία κυβέρνηση που προπαγανδίζει ασύμμετρα…
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 13-14.09.2025