«Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτική δράση» απαντούσε σε συζήτησή σου με τον Χ.Λ. Άρνολντ το 1971 ο Γερμανός Νομπελίστας συγγραφέας Χάινριχ Μπελ. Η ενεργός πολιτειότητα ήταν η στάση απέναντι στα πράγματα που πρέσβευε ο Μπελ, η οποία όμως υιοθετείται διεθνώς από ολοένα και λιγότερους ανθρώπους.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στην Ελλάδα, όπου μοιάζει να έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια μία αίσθηση απογοήτευσης από την πολιτική και από τις πολιτικές δυνάμεις. Παράλληλα, το αίσθημα της αδικίας συνεχώς ενισχύεται που διατυπώνεται ως αίτημα για δικαιοσύνη υπό την ευρεία έννοια, όπως εκφράστηκε εμφατικά στα συλλαλητήρια της 28ης Φεβρουαρίου με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών.
Στο Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ κρίναμε σκόπιμο να διερευνήσουμε σε βάθος αυτό το χάσμα που διαπιστώνεται ανάμεσα στους πολίτες και την Πολιτεία. Η πανελλαδική δημοσκόπηση που διενήργησε η Kapa Research για λογαριασμό του Ιδρύματος τον περασμένο Σεπτέμβριο αποτυπώνει μία πραγματική καταβαράθρωση της εμπιστοσύνης τους θεσμούς (ειδικότερα για τα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα ΜΜΕ) επιβεβαιώνοντας σχετικά ευρήματα όλων των δημοσκοπήσεων των τελευταίων ετών.
Επιπλέον, αναδεικνύει χωρικές ανισότητες, καθώς σε συντριπτικό ποσοστό οι ερωτώμενοι/ες θεωρούν πως οι πόλεις προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές, καταδεικνύοντας ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα δίχως χωροκοινωνική συνοχή και ότι ο εκδημοκρατισμός των ευκαιριών παραμένει ατελής.
Αυτό που εύκολα συμπεραίνει κανείς διατρέχοντας τα ευρήματα της έρευνας είναι πως οι κοινωνικές ανισότητες έχουν οξυνθεί σε σημαντικό βαθμό, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση πως οι συμμετέχοντες/ουσες ζουν σε «διαφορετική χώρα» ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Η απογοήτευση μεγάλης μερίδας των πολιτών, ιδιαίτερα των ασθενέστερων οικονομικών στρωμάτων, από την έλλειψη παροχής δομικών απαντήσεων σε θεμελιώδεις ανάγκες τους όπως η στέγαση, η ενέργεια και οι υποδομές είναι χαρακτηριστική.
Η φορολογία θεωρείται σε τεράστιο ποσοστό άδικη και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Οκτώ στους δέκα θεωρούν ότι πληρώνουν άδικους φόρους (78%), ενώ ομολογουμένως εντύπωση προκαλεί το εύρημα πως 97% των ερωτηθέντων θεωρεί πως η διαφθορά στη χώρα είναι πολύ ή αρκετά διαδεδομένη, ενώ μόνο τον τελευταίο χρόνο σχεδόν οι μισοί έχουν βιώσει ή έχουν γίνει μάρτυρες κάποιας περίπτωσης διαφθοράς.
Σε αυτό το κλίμα, δε συνιστά ιδιαίτερη έκπληξη η εντεινόμενη αποξένωση ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και τους πολίτες. Μάλιστα, το συγκεκριμένο εύρημα αντανακλά την πεποίθηση μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης ή ιδεολογικής τοποθέτησης.
Οι πιο σημαντικοί λόγοι που αναφέρονται στις απαντήσεις αφορούν την έλλειψη διαφάνειας και την αδυναμία συσχέτισης με τα κόμματα. Έτσι, οι περισσότεροι/ες καταλήγουν να υποστηρίζουν πως «ένα νέο κόμμα που θα εκπροσωπούσε ανθρώπους σαν κι εμένα» μπορεί να ενεργοποιήσει την ενασχόλησή τους με τα κοινά και την πολιτική.
Πέρα από τα συμπεράσματα που αφορούν την καταγραφή της παρούσας κατάστασης, η συγκεκριμένη δημοσκόπηση δίνει τον τόνο και για τα πεδία προτεραιότητας για τους πολίτες, στα οποία αναζητούν πραγματική αλλαγή πορείας με γνώμονα την αντίληψη και την κάλυψη των βασικών τους αναγκών.
Δομικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή κατοικία, σε οικονομικά προσιτή ενέργεια και άμβλυνση των ανισοτήτων ως προς την πρόσβαση σε υποδομές. Δικαιότερη φορολογία και περισσότερη διαφάνεια σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής παραμένουν κεντρικά ζητούμενα.
Σε μία εξαιρετικά πολύπλοκη διεθνή συγκυρία, η αναγκαιότητα αλλαγής πορείας και στο εσωτερικό ηχεί ως καμπάνα αφύπνισης για όλες τις πολιτικές δυνάμεις που καλούνται να παρουσιαστούν στην αφετηρία μίας μακράς διαδρομής επανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών.