Η είδηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της ΕΕ (89η θέση) στην Ελευθερία του Τύπου για άλλη μία φορά, σύμφωνα με την κατάταξη που δημοσιεύτηκε από τους «Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα» (RSF), δεν προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση. Η ανεξιχνίαστη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, οι υποκλοπές από την ΕΥΠ, οι στρατηγικές αγωγές κατά δημοσιογράφων (SLAPP) καταγράφονται ως οι κύριοι λόγοι για τους οποίους η Ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει υποστεί συστημική κρίση από το 2021. Τι χρειάζεται όμως να αλλάξει στα εγχώρια ΜΜΕ για να σταματήσει η Ελλάδα να είναι ουραγός της ΕΕ στην Ελευθερία του Τύπου;
Η έκθεση των RSF δημοσιεύεται κάθε χρόνο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου, η οποία γιορτάζεται στις 3 Μαΐου «για να μας θυμίσει όλα αυτά που πρέπει να κάνουμε» όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η κ. Ιωάννα Κωσταρέλλα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. «Η Ελευθερία του Τύπου κατοχυρωμένη από εθνικά συντάγματα και διεθνείς χάρτες, εξακολουθεί να είναι κάτι το οποίο αναζητούμε. Ειδικά αυτήν την περίοδο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε νέες προκλήσεις όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η συλλογή, η επεξεργασία και η διάδοση των πληροφοριών».
Η οικονομική βιωσιμότητα των ΜΜΕ και οι εξαρτήσεις από την εξουσία
«Η έκθεση των RSF αντανακλά συστημικές αδυναμίες του χώρου των ΜΜΕ και ειδικά σε ζητήματα οικονομικής βιωσιμότητας, που φαίνεται ότι χαρακτηρίζουν όχι μόνο της χώρα μας αλλά και το σύνολο των ΜΜΕ παγκοσμίως. Θα πρέπει να σταθούμε σε ζητήματα της απομείωσης του αναγνωστικού κοινού αλλά και των διαφημιστικών εσόδων που καταφεύγουν στους μεγάλους τεχνολογικούς κολλοσούς. Ταυτόχρονα ένα ζήτημα που θα πρέπει να εξετάσουμε είναι η υπερσυγκέντρωση που παρατηρείται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και σε αυτό το σημείο είναι κρίσιμος ο ρόλος των περιφερειακών και τοπικών μέσων ενημέρωσης», τονίζει στο emakedonia.gr o Νίκος Παναγιώτου, Καθηγητής στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.

«Η καλή και ελεύθερη δημοσιογραφία γίνεται μόνο σε Μέσα τα οποία είναι εύρωστα. Πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο κρίσιμο δίλημμα μεταξύ δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας και διασφάλισης της οικονομικής επιβίωσης των ΜΜΕ», σημειώνει η κ. Κωσταρέλλα.
Συστημικό ζήτημα και ανάγκη για νομοθετικές πρωτοβουλίες
Η ανάγκη για θεσμικές παρεμβάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες είναι επιτακτική, ώστε να αντιμετωπιστεί το συστημικό πρόβλημα που πλήττει την ενημέρωση και τη δημοκρατία.
«Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην τελευταία θέση της σχετικής κατάταξης από πλευράς χωρών της ΕΕ και τα ζητήματα να παραμένουν τα ίδια. Με αυτά τα δεδομένα και μέσα στο περιβάλλον που εμφανίζονται καινούργιες προκλήσεις η ενημέρωση των πολιτών καθίσταται ένα πολύ δύσκολο και ακριβό σπορ, πρέπει να σκεφτούμε από την μια πλευρά τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι για να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο περιβάλλον και από την άλλη ποιες θα είναι οι πρωτοβουλίες σε κυβερνητικό επίπεδο για να αλλάξει αυτή η εικόνα», αναφέρει η κ. Κωσταρέλλα.
«Τα SLAPP είναι μια συνηθισμένη πρακτική για την οποία θα πρέπει άμεσα να γίνουν οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες. Αυτό που αναγνωρίζει η Έκθεση και φαίνεται ως ιδιαίτερα επιβαρυντικό είναι το θέμα της οικονομικής βιωσιμότητας των ΜΜΕ και των ζητημάτων που δημιουργεί, ένα συστημικό ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει ευρύτερα την κοινωνία», υπογραμμίζει ο κ. Παναγιώτου.

Σύμφωνα με την κ. Κωσταρέλλα, «Η ίδια η κατάταξη δεν έχει τόση σημασία αφού υπάρχουν χώρες που παρέχουν τυπικά αλλά όχι ουσιαστικά τις εγγυήσεις. Για να αλλάξει η εικόνα της χώρας στην Ελευθερία του Τύπου, χρειαζόμαστε:
1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της διαφάνειας και της ενδυνάμωσης των μιντιακών οργανισμών.
2. Διαφάνεια στη λειτουργία (ζητήματα ιδιοκτησίας) και στη χρηματοδότηση των μέσων.
3. Υιοθέτηση κατευθυντηρίων γραμμών και σε επίπεδο newsrooms για μια σειρά θεμάτων (προστασία δημοσιογράφων, ζητήματα διαφάνειας, ανεξαρτησίας κλπ)».

«Αδικη» η κατάταξη για την Ελλάδα
Ο κ. Παναγιώτου χαρακτηρίζει «άδικη» την κατάταξη για την Ελλάδα, επισημαίνοντας πως «για την ασφάλεια των δημοσιογράφων έχει γίνει σημαντική δουλειά με την ίδρυση Διεθνούς Κέντρου για την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων και των Επαγγελματιών των Μέσων (ICSJ), η οποία δεν αντανακλάται στη συγκεκριμένη έκθεση και εν μέρει η κατάταξη αυτή αδικεί τη χώρα μας. Στα ζητήματα της ασφάλειας δημοσιογράφων πρωταγωνιστήσαμε και η δουλειά έχει αναγνωριστεί και από τον ίδιο τον ΟΑΣΕ, ο οποίος χαρακτήρισε την ύπαρξη του κέντρου ως μοναδική σε όλη την Ευρώπη και σχεδόν σε όλον τον κόσμο».