ΣτΕ: Συζητήθηκε η αίτηση του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη για την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών του

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΑΔΑΕ παραβίασε τις συνταγματικές επιταγές και τη νομοθεσία, καθώς δεν διασφάλισε τη διαβίβαση των αιτηθέντων από την ΕΥΠ στοιχείων και εγγράφων

- Newsroom

Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συζητήθηκε η αίτηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη με την οποία ζητάει να ακυρωθεί η απόρριψη του αιτήματός του να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Ειδικότερα, ο δημοσιογράφος έχει προσφύγει στο ΣτΕ και ζητάει να ακυρωθεί: α) η πράξη του προέδρου της ΑΔΑΕ, με την οποία πληροφορήθηκε ότι ο υπηρεσιακός φάκελος της άρσης απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών του (σταθερή και κινητή τηλεφωνία) ζητήθηκε μεν από την ΕΥΠ, αλλά δεν στάλθηκε ποτέ στην ΑΔΑΕ και β) η άρνηση της ΕΥΠ να θέσει υπ' όψη της ΑΔΑΕ τον φάκελο με τα επίμαχα στοιχεία.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΑΔΑΕ παραβίασε τις συνταγματικές επιταγές και τη νομοθεσία, καθώς δεν διασφάλισε τη διαβίβαση των αιτηθέντων από την ΕΥΠ στοιχείων και εγγράφων, εξαντλώντας τις δυνατότητες εποπτείας της σε αυτήν, ενώ κατά παράβαση των ίδιων συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων αρνήθηκε η ΕΥΠ να συνεργαστεί με την ΑΔΑΕ προκειμένου να στείλει τον υπηρεσιακό φάκελο στην τελευταία.

Κατά την ακροαματική διαδικασία στο ΣτΕM με πρόεδρο τον Μιχάλη Πικραμένο, η εισηγήτρια σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσίωτη, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης, επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλεια του ΣτΕ του περασμένου έτοYς (465/2024), σύμφωνα με την οποία είχε κριθεί ότι:

«Η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης των θιγομένων για την επιβολή σε βάρους τους του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται πλέον διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, ο οποίος αντίκειται στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΣΔΑ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής».

Ο δικηγόρος του δημοσιογράφου, Γεώργιος Σταματιάδης, ανέφερε ότι η ΑΔΑΕ είναι εγγυητής του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών και είχε τη συνταγματική υποχρέωση να ζητήσει από την ΕΥΠ τα στοιχεία που αφορούσαν τον κ. Κουκάκη και τους λόγους που την οδήγησαν στην άρση του απορρήτου αφού προηγούμενα χαρακτηρίστηκε επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.

Στη συνέχεια, ο δικηγόρος της ΑΔΑΕ, Ηλίας Θεοδωράτος, ανέφερε ότι ο δημοσιογράφος κακώς απευθύνθηκε στην ΑΔΑΕ καθώς αρμόδια να απαντήσει στο αίτημά του και να του παρέχει στοιχεία είναι η ΕΥΠ και προσέθεσε ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει τη νομοθετική δυνατότητα-εξουσιοδότηση να ερευνήσει τις εισαγγελικές παραγγελίες για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.

Ακόμη, η ΕΥΠ παραστάθηκε με την εκπρόσωπο του ΝΣΚ Σταυρούλα Μπανάκου, η οποία ανέφερε ότι κακώς προσβάλλονται οι αποφάσεις της ΑΔΑΕ, αφού αρμόδια είναι η ΕΥΠ, ενώ παράλληλα συντάχθηκε με τις απόψεις του δικηγόρου της ΑΔΑΕ.

Κατόπιν αυτών το ΣτΕ καλείται να αποφανθεί, εάν:

1) η ΑΔΑΕ άσκησε, ως όφειλε, την αρμοδιότητά της,

2) οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι εκτελεστές και νομίμως αιτιολογημένες,

3) η άρνηση της ΕΥΠ να θέσει υπ' όψιν της ΑΔΑΕ τον φάκελο παρακολούθησης, μετά τη λήξη του μέτρου άρσης απορρήτου, παραβιάζει την ΕΣΔΑ και τον ΧΘΔΕΕ ως προς το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής,

4) η προσβαλλόμενη απάντηση της ΑΔΑΕ πλήττει τον πυρήνα της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας και της ελευθερίας του Τύπου, καθώς δεν παρασχέθηκαν ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τους λόγους άρσης του απορρήτου σε βάρος του υπό την ιδιότητα του δημοσιογράφου και

5) παραβιάζεται η συνταγματική προστασία της πληροφόρησης.

Τέλος, το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.

Ποινικό σκέλος

Παράλληλα, με την κατάθεση μαρτύρων, μεταξύ των οποίων και δεύτερης πρώην υπαλλήλου της ΕΥΠ που "μολύνθηκε" με το Predator, συνεχίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου η δίκη των τεσσάρων επιχειρηματιών που κατηγορούνται για τις τηλεφωνικές υποκλοπές μέσω του κακόβουλου λογισμικού.

Η μάρτυρας που έχει δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας στη δίκη, είπε ότι τον Μάρτιο του 2021 δέχθηκε επτά μολυσμένα μηνύματα, τα οποία συνέδεσε με μήνυση που είχε υποβάλει για σεξουαλική παρενόχληση εντός της υπηρεσίας αλλά και με προσφυγή για μετάθεση της, μαζί με άλλους συναδέλφους της σε ανενεργή θέση.

«Άλλαξα κινητό και επειδή υπέθετα ότι ήμουν σε νόμιμη επισύνδεση, δεν ενημέρωσα αμέσως για το καινούργιο κινητό. Έδωσα στον εαυτό μου ένα περιθώριο δύο μηνών και αμέσως μόλις ενημέρωσα (για το νέο κινητό) ήρθε και άλλο μήνυμα. Το τελευταίο μήνυμα το έκανα στο signal και αυτό δεν το είχε συμπεριλάβει η Αρχή. Θεωρώ ότι η υπηρεσιακή μου κατάσταση συνδέεται με τη παρακολούθηση μου. Αλλά δεν θεωρώ ότι αφορά συνολικά την υπηρεσία αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα που μένει να τα βρει η Δικαιοσύνη» είπε η πρώην υπάλληλος της ΕΥΠ.

Loader