Αυγουστιάτικη πανσέληνος στον ουρανό - Που να θαυμάσετε το θέαμα
Αναλυτικά τα προγράμματα των εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν σήμερα το βράδυ υπό το φως της εντυπωσιακής σελήνης
1957... Ο Μίκης παραλαμβάνει από τα χέρια του Ντμίτρι Σοστακόβιτς το Χρυσό Βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό νέων συνθετών στη Μόσχα. Είκοσι έξι χρόνια μετά, ξανασυναντιούνται
- Newsroom
Του Βασίλη Κεχαγιά
Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που η λαϊκή γλώσσα ονομάζει «ιστορίας». Θαρρείς και... πήγαινε γυρεύοντας στη ζωή, πέρα από το ταλέντο που του χάρισε, να συναντήσει ό,τι θα μπορούσε να τον κάνει πλουσιότερο σε εμπειρίες. Έτσι, με τον ίδιο «πανταχού παρόντα», ο βίος του στάθηκε ένα τεράστιο, συναρπαστικό αφήγημα, από το οποίο αντλεί κάποιος ιστορίες, άλλοτε εντυπωσιακές, άλλοτε δραματικές, άλλοτε κωμικές. Είναι χαρακτηριστική μία από αυτές, όπως την αφηγήθηκε κάποτε, σε κλειστό κύκλο, ο σκηνοθέτης Σίντνεϊ Λιούμετ.
Στα 1973 ο σπουδαίος σκηνοθέτης είχε ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας «Σέρπικο» και είχε τη φαεινή ιδέα να μην προσθέσει ούτε μια νότα μουσικής στο έργο του, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε ένα έξοχο, πρωτοποριακό εύρημα. Έλεγε, μάλιστα ότι είδε και ξαναείδε το έργο, βρίσκοντας την ιδέα του ολοένα και πιο ταιριαστή στο μοναχικό αγώνα ενός αστυνομικού κόντρα στο διεφθαρμένο σύστημα των συναδέλφων του. Ωστόσο, ο παραγωγός του φιλμ, ο θρυλικός Ντίνο ντε Λαουρέντις, είχε διαφορετική άποψη, θεωρώντας ότι η «πολλή πρωτοπορία τρώει τον αφέντη». Απευθυνόμενος στον Λιούμετ, επιστράτευσε για μια ακόμη φορά το γνώριμο αυταρχικό του ύφος: «Άκου, Σίντνεϊ. Ή παίρνεις την κόπια και της βάζεις μουσική, με τον τρόπο που θα το έκανε κάθε νορμάλ έργο ή παίρνω εγώ την ταινία και την πλακώνω χωρίς έλεος στη μουσική. Όποια θέλω και όπως θέλω... Δε θα αφήσω ούτε λεπτό χωρίς μουσική κάλυψη». Τρομοκρατημένος και ψάχνοντας λύση ο Λιούμετ, σκέφτηκε ότι εάν επέλεγε ένα σπουδαίο και γνώριμο πρόσωπο για τη φιλμική παρτιτούρα, θα τη γλίτωνε με συγκρατημένη χρήση της και όχι με την υπερχείλιση του Ντε Λαουρέντις. Σκέφθηκε τον Μίκη Θεοδωράκη και του απηύθυνε την πρόταση, για να λάβει χώρα ό παρακάτω διάλογος:
- Ξέρεις, πνίγομαι από υποχρεώσεις αυτόν τον καιρό και μου είναι αδύνατο να ανταποκριθώ στο αίτημά σου.
- Δώσε κάτι έτοιμο, έστω, και θα πληρωθείς αδρά,
- Μπορώ να ζητήσω όσα θέλω;
- Όσα θέλεις...
Ο Μίκης Θεοδωράκης ζήτησε 75.000 δολάρια (ποσό μυθικό για την εποχή, κάπου στα 1-2 εκατομμύρια ευρώ σημερινά), τα έλαβε και αντ’ αυτών παρέδωσε δυο μόλις λεπτά έτοιμου μουσικού θέματος. Οι διάφορες παραλλαγές του νέου τότε, και ιδιαίτερα ταλαντούχου μουσικού, Μπομπ Τζέιμς έφεραν το τελικώς χρησιμοποιημένο μουσικό σκορ της ταινίας στα δεκαπέντε «ωφέλιμα» λεπτά. Και ζήσαμε εμείς καλά, κι αυτοί καλύτερα... Αργότερα ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης πρόσθεσε τους στίχους, για να ολοκληρωθεί το τραγούδι «Δρόμοι παλιοί».
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Στα 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης, εν μέσω πολιτικής αγριότητας, προσπαθεί να στήσει συναυλίες, όπου γης. Οι συνάξεις του σε γήπεδα, κουβαλούν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, πέρα από την αξία του γεγονότος ως πολιτιστική εκδήλωση. Πέρασε και από τη Θεσσαλονίκη το έτος εκείνο, με το χωμάτινο τότε γήπεδο Χαριλάου να υποδέχεται το συνθέτη και τους ερμηνευτές του, υπό πρωτόγονες οργανωτικά συνθήκες, και με την ασφάλεια να επιτηρεί διακριτικά και αδιάκριτα, τα μέσα και τα έξω του γηπέδου.
Σε αυτό το καθεστώς πολιτικού εκφοβισμού, η παρουσία των θεατών σε ένα τέτοιο γεγονός αποτελούσε ένα είδος πολιτικής δήλωσης-αντίστασης. Συνεπώς, η παρουσία του κόσμου περιοριζόταν, κατά κύριο λόγο στη σημερινή Θύρα 2, των επισήμων τότε και κατά πολύ «κοντύτερη» της σημερινής. Η εξέδρα, στο κέντρο του γηπέδου, ήταν στραμμένη προς την πλευρά των θεατών και φωτιζόταν από ένα υποτυπώδη προβολέα, μια δυνατή λάμπα, ουσιαστικά. Ερμηνευτές ήσαν η Μαρία Φαραντούρη και ο Γιάννης Πουλόπουλος, με τον δεύτερο, ιδιαίτερα λαοφιλή, να αποσπά τη γενναία μερίδα στα χειροκροτήματα.
Ήταν εποχή που η εξεύρεση συναυλιακής έδρας για τον Μίκη ήταν κάτι δύσκολο, με το Μαρτινέγκο του Ηρακλείου και του Εργοτέλη να πληρώνουν ακριβά τη σχετική γενναιότητα, καθώς στη χούντα που ακολούθησε το σωματείο διαλύθηκε, προς μεγάλη χαρά του ανταγωνιστικού ΟΦΗ. Η συνέχεια, όμως, δικαίωσε το θαρραλέο σύλλογο της Κρήτης.
Ο Θοδωράκης επανήλθε στη Θεσσαλονίκη στα 1974, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, τέτοιες μέρες. Ήταν Σεπτέμβριος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και η συναυλία του στο Παλέ ντε σπορ αποτέλεσε το μεγάλο πανηγύρι της πόλης για την «απελευθέρωση». Δέκα χιλιάδες κόσμος στο Παλέ, αλλά την επόμενη χρονιά στο Καυτανζόγλειο μπορεί και να έφθασε τον τριπλάσιο αριθμό η παρουσία των θεατών. Μόνον που υπήρξε μια μικρή απογοήτευση, καθώς το εξαίρετο Canto general το οποίο παρουσίασε, καταγόμενο από την πένα του Πάμπλο Νερούδα, μάλλον προσγείωσε σε απαιτητικά εδάφη την αγωνιστική διάθεση του κοινού. Ευτυχώς, το ποτ πουρί της συναυλιακής κατακλείδας πρόσφερε στον κόσμο μια μικρή αποζημίωση, έστω μισής ώρας.
Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
Ένα βιβλίο το οποίο περιγράφει το βίο του Μίκη Θεοδωράκη, με τον τίτλο «Σαλός Θεού, ο μυστικός Μίκης», διανθισμένο με ενδιαφέρουσες ιστορίες, έχει την υπογραφή του Μίμη Ανδρουλάκη. Εστιάζουμε στη συνάντηση του συνθέτη με τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, είκοσι έξι χρόνια μετά τη βράβευση του πρώτου από το χέρι του δεύτερου:
«Κάνει μερικά επιφυλακτικά βήματα από το πλάι και τον βλέπει. Ήταν αυτός. Τα πανέξυπνα μάτια του κάτω από τα γυαλάκια. Το ίδιο ποντικίσιο προσωπάκι, μα τώρα γερασμένο, μια κίτρινη μάσκα. Κι εκείνος τον αναγνώρισε.
- Δάσκαλε εσείς; Μα....
- ...δεν είμαι πεθαμένος; Τώρα πια, Μίκη μου, δεν είναι εύκολο να ξέρουμε ποιός είναι πεθαμένος και ποιός ζωντανός. Πώς βρέθηκες όμως εδώ; Αυτό το βαγόνι δεν είναι συνηθισμένο.
- Είμαι σε επίσημη αποστολή, κομματική.
- Άργησες πολύ. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε;
- Είκοσι έξι. Αύγουστος του ’57.
- Πήρες τότε το χρυσό βραβείο απ’ τα χέρια μου στο Διεθνή Διαγωνισμό Νέων Συνθετών και χάθηκες... Κι ήθελα να σε γνωρίσω. Δεν το ζήτησες, ενώ δέχτηκα τον δεύτερο και τον τρίτο, αν και...
- Το θεώρησα εξωπραγματικό να υπερβώ όλη αυτήν την πυραμίδα του Τιχόν Χρένικοφ του προέδρου των Σοβιετικών συνθετών. Ύστερα ήμουν με τη γαλλική αποστολή και όχι με την ελληνική κι έπρεπε να φύγω με το τρένο για να προλάβω το πλοίο ‘Βάλτικα’ στο Λένινγκραντ, με προορισμό τη Χάβρη. Είχα και μια παραγγελία για ένα φιλμ...
-Κι εγώ με το ‘Βάλτικα’ ερχόμουν στην Ευρώπη. Μίκη Θεοδωράκη, μόνο αν είσαι αδέκαρος να κάνεις μουσική για τον κινηματογράφο, αυτό είναι το δόγμα μου. Τέλος πάντων, εκείνες τις μέρες ήμουν πνιγμένος κι ήταν αδύνατον να παρακολουθήσω τα έργα 240 διαγωνιζόμενων. Τέλειωνα την ‘11η Συμφωνία’ μου. Προηγουμένως ο δεκαενιάχρονος γιός μου, ο Μαξίμ, έκανε την παρθενική του εμφάνιση με τη Συμφωνική της ΕΣΣΔ. Είχα και το Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιετικών Συνθετών... Καταλαβαίνεις... Ήταν οι μέρες της αποσταλινοποίησης.
- Τότε πως ξεχωρίσατε την ‘1η Σουϊτα’ μου και με προτείνατε στην τετράδα κι ύστερα με ανακηρύξατε πρώτο;.
- Στην τελική φάση είδα την παρτιτούρα σας. Στις προηγούμενες όμως εμπιστεύτηκα την κρίση της Μαργαρίτας( σ.σ. πρόκειται για τη σύζυγο του Σοστακόβιτς).
Χαμηλώνει ένοχα τη φωνή:
- Είναι φίλη μου.
Ο Ελληνας της γαλλικής αποστολής διακρίνεται για την πρωτοτυπία του στο ρυθμό, αυτός είναι μακράν ο Πρώτος.
Επέμενε και της είχα τυφλή εμπιστοσύνη. Αυτή με προέτρεψε να σας γνωρίσω από κοντά, αλλά...».
Ανθρώπινες σχέσεις
Τα τέκνα του Μίκη Θεοδωράκη είναι από χρόνια στο προσκήνιο, με διάφορες παράλληλες ιστορίες, κάποιες από αυτές ιδιαίτερα δυσάρεστες, για όσους διαθέτουν ισχυρή μνήμη. Ο Μίκης, ενδεχομένως με τα λάθη που κάνει ένας γονιός, προσπαθούσε να είναι δίπλα τους, φανερώνοντας ιδιαίτερη αδυναμία. Ένας σημαντικός και πρόωρα χαμένος συνθέτης κλασικής κιθάρας, ο Κυριάκος Τζωρτζινάκης, αφηγούταν κάποτε την εμπειρία του από μια επίσκεψη στο σπίτι στο Βραχάτι, όταν και έπρεπε να συζητήσουν την προοπτική μιας συνεργασίας.
Καθώς βρέθηκε στο χώρο αναμονής της οικίας, ο Τζωρτζινάκης παρακολουθούσε τις ασκήσεις του κάπου τριαντάχρονου τότε γιου του Γιώργου, καθώς αυτός προσπαθούσε να ακολουθήσει την τέχνη του πατέρα του. Μπροστά σε ένα από τα καλύτερα πιάνα που θα μπορούσαν να υπάρξουν, από ξύλο καρυδιάς, το οποίο δεχόταν... με υπομονή τα βασανιστήρια του τσιγάρου του Γιώργου, ο κιθαρίστας παρακολουθούσε τους μουσικούς ακροβατισμούς χωρίς ιδιαίτερη εκτίμηση. Ήταν τότε, που ο πατέρας, κατεβαίνοντας τις σκάλες, κοντοστάθηκε στη μέση και με θαυμασμό, στρεφόμενος προς τον Τζωρτζινάκη σχολίασε: «Έχει ταλέντο όμως ο μπαγάσας, έτσι;».
Σε άλλη περίπτωση, όπως περιγράφει ο Μίμης Ανδρουλάκης στο βιβλίο του, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στην άποψη του για τη σχέση μουσικής και ποίησης, αλλά και για τον Μάνο Χατζηδάκι: «Όταν κάποιος διαμαρτυρήθηκε για τη χρήση του μπουζουκιού στη μελό ποίηση της υψηλής ποίησης, του απάντησε ο συνθέτης: ‘το μαχαίρι κάνει φόνο, αλλά με αυτό κόβεις το ψωμί’. Κι όταν μερικοί από το ακροατήριο προσπάθησαν να φέρουν σε αντιπαράθεση το Μίκη με το Μάνο, εκείνος δήλωσε: ‘Ο Μάνος πήρε τη λαϊκή μελωδία και την έντυσε με τα καλά της, όπως ο κόσμος όταν πάει στο θέατρο και βάζει τα καλά του. Το αποτέλεσμα είναι το κοινό να αιφνιδιαστεί και να συνεπαρθεί. Ήταν ένας Δούρειος Ίππος για να κατακτηθεί το κοινό». Σε άλλη σχετική περίπτωση θα υπογραμμίσει: «Ο Μάνος είδε το λαϊκό τραγούδι απ’ έξω. Εγώ θέλω να είμαι μέσα στον πυρήνα του».
Ημερολόγιο καταστρώματος
1925
Ιούλιος, 29
Γέννηση Μίκη Θεοδωράκη
1937
Γράφει το πρώτο του τραγούδι
1943
Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς και βασανίζεται
1947
Ιούλιος,20
Συλλαμβάνεται και εξορίζεται για τη συμμετοχή του στο Δημοκρατικό Στρατό
1949
Αναρρώνει από καλπάζουσα
1959
Απόπειρα αυτοκτονίας
1954
Μεταναστεύει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι
1957
Κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Διεθνή Διαγωνισμό Νέων Συνθετών της Μόσχας
1960
Επιστρέφει στην Ελλάδα και ξεκινάει την πυκνή παραγωγή του
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11-12 Σεπτεμβρίου 2021
Αναλυτικά τα προγράμματα των εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν σήμερα το βράδυ υπό το φως της εντυπωσιακής σελήνης
Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ουρανούπολης, ο Δήμος Αριστοτέλη, η Αντιπεριφέρεια Χαλκιδικής, οι επαγγελματίες της περιοχής και το Πειραματικό Εργαστήρι Βεργίνας,
Από τη γειτονιά της Ρωμαϊκής Αγοράς μέχρι τις Δωδεκαόροφες, κι από τα Κάστρα μέχρι τις 40 Εκκλησιές, η πόλη γίνεται ο χάρτης για ένα μεγάλο αστικό ταξίδι.
Με βάση την πολυετή διεθνή έρευνα που διεξήγαγε και μέσα από μια πλούσια σειρά οπτικών τεκμηρίων, η κ. Ρεντετζή ξεναγεί τον αναγνώστη στην εξέλιξη των στρατηγικών προστασίας από την ακτινοβολία