
Η ανάπλαση της ΔΕΘ αποτελεί κρίσιμο στοίχημα για μία ισχυρή, ανεξάρτητη ταυτότητα μίας αναπτυσσόμενης Θεσσαλονίκης, πολύ βαθύτερο από τους αριθμούς και τα χρονοδιαγράμματα.
Το τελευταίο έτος επανήλθε δυναμικά το ζήτημα της ανάπλασης της ΔΕΘ στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο της πόλης. Σε αυτήν την περίοδο έλαβαν χώρα πολλαπλές συζητήσεις και πρωτοβουλίες πολιτών και φορέων, οι οποίες -αν μη τι άλλο- έθεσαν το θέμα:
Ποια η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την πόλη;
Το συμπέρασμα δεν πρέπει να μας χαροποιεί. Όχι γιατί έπρεπε η ΔΕΘ να πάει αλλού (το «πού αλλού» και «πώς», στην πραγματικότητα είναι ένα αίνιγμα) αλλά επειδή για μία ακόμα φορά ήταν μία επίδειξη ισχύος του συγκεντρωτικού Κράτους.
Η πόλη κόντεψε να διχαστεί, άνθρωποι που γνώριζαν πραγματικά τι έπρεπε να γίνει συμπιέστηκαν μεταξύ «λαϊκών απαιτήσεων» και «κρατικού αθηνοκεντρισμού», σχεδόν όλοι οι οικονομικοί/επαγγελματικοί θεσμοί της πόλης ομοφώνησαν (να θυμηθούμε: Στην παραμονή της ΔΕΘ στον ιστορικό της χώρο) με αποτέλεσμα τους περισσότερους να τους θέσει η κυβέρνηση εκτός νέου Διοικητικού Συμβουλίου «για λόγους αποτελεσματικότητας», η καλή ιδέα του δημοψηφίσματος να βαλτώσει και η κοινωνία της πόλης όσο εύκολα «πήρε φωτιά» τόσο εύκολα «να σβήσει».
Το κεντρικό Κράτος λείανε κάποια θέματα, μετά και από ισχυρές παρεμβάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης, παρουσιάζοντας ως μεγαλοψυχία την αμηχανία έλλειψης ενδιαφερόμενου επενδυτή, οπότε μας «χάρισε» την εξάλειψη του ξενοδοχείου και του επιχειρηματικού (κακώς λέγεται εμπορικού) κέντρου.
Αλλά δεν μας εξασφάλισε -τουλάχιστον ακόμη- μία καθαρή προοπτική ανταγωνιστικής και βιώσιμης Διεθνούς Έκθεσης. Για 30 εκατομμύρια, σε διάστημα πέντε ετών…
Αυτό που γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, μετά από περίπου έναν χρόνο εξελίξεων γύρω από τη ΔΕΘ, είναι ότι η ουσία αυτού του δυσεπίλυτου ζητήματος, ενέχει εκτός της υποβάθμισης της Θεσσαλονίκης απέναντι στην Αθήνα, το θέμα «ποιος αποφασίζει για ποια θέματα της πόλης;».
Είναι αδήριτη αναπτυξιακή αναγκαιότητα ένα άλλο, πιο αποκεντρωμένο, μοντέλο διακυβέρνησης.
Ας θυμηθούμε: Σε σχέση με μία γενιά μόλις πριν (25 έτη), η Κεντρική Μακεδονία ήταν πρώτη στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, πάνω και από την Αττική και τώρα κυμαίνεται μεταξύ 8ης και 9ης θέσης, ανάμεσα στις δεκατρείς περιφέρειες της πατρίδας μας.
Για να μη συνεχισθεί αυτό το σπιράλ καθόδου, πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες από την πολιτική ηγεσία της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής για μία ριζική αναθεμελίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την πόλη. Κατά τη γνώμη μου, είναι ένα από τα μαθήματα της «περιπέτειας» της ανάπλασης της ΔΕΘ.
Για παράδειγμα, υπάρχουν σοβαρές εκθέσεις σημαντικών ευρωπαϊκών πόλεων όπου η Αυτοδιοίκηση έχει κύριο ή και αποκλειστικό λόγο στη λειτουργία τους. Κανένα υπουργείο (ή Υπερταμείο), δηλαδή στα καθ’ ημάς το εκάστοτε Πρωθυπουργικό Γραφείο, δεν ορίζει πώς θα αναπτυχθεί ένας εκθεσιακός θεσμός (ο οποίος στην περίπτωση μας μετρά έναν αιώνα ζωής) και ποιος θα σχεδιάσει την εκθεσιακή στρατηγική.
Σα να ακούω τον αντίλογο: «Αυτά δε γίνονται εδώ…». Δεν το πιστεύω. Αν η πόλη ενωθεί και οι ταγοί μας αξιοποιήσουν αυτή τη δυναμική, η Θεσσαλονίκη μπορεί να εκπληρώσει κάποιες από τις πολλές, ανεκμετάλλευτες σήμερα, δυνατότητες της.