
Ένα από τα πολλά που έμαθα από τα ουκ ολίγα χρόνια της ενασχόλησης μου με την επικαιρότητα, τις κοινωνικές διεκδικήσεις, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και γενικά τα… κοινά, είναι πως προϋπόθεση για τους κάθε είδους δημοσιολογούντες, θα έπρεπε να είναι, αυτοί να κάνουν πρώτα καλά την δουλειά τους και μετά να κρίνουν τους άλλους και να μιλάν για τις ευθύνες, τις αρμοδιότητες και τις δουλειές των άλλων.
Κανονικά θα έπρεπε αυτό να είναι αυτονόητο, αλλά στην Ελλάδα αν ήταν δεδομένα τα θεωρούμενα σε όλον τον κόσμο αυτονόητα, θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα.
Τα τονίζω αυτά γιατί εκπλήσσομαι θετικά από τον τρόπο που δουλεύει η Ευρωπαία εισαγγελέας κ. Κόβεσι και η ομάδα της, που προσπαθούν επίμονα και με πλήρη τεκμηρίωση να διεκπεραιώνουν τα θέματα της δικαιοδοσίας τους: να ελέγχουν αν οι πόροι που προέρχονται από τα κοινοτικά ταμεία, διαχειρίζονται με σύννομο τρόπο ή παρεισφρέουν στις διαδρομές τους οι «κακές συνήθειες». Το πελατειακό κράτος, τα λαμόγια, ο νεποτισμός, η ανικανότητα, η αδιαφορία και πάει λέγοντας.
Είτε νιώθει να ενοχλείται κανείς από το αποτέλεσμα της δουλειάς της κ. Κόβεσι είτε όχι, μου κάνει εντύπωση ότι ουδείς αμφισβητεί την σπουδή της και την τεκμηρίωση των παρατηρήσεων και των πορισμάτων στα οποία καταλήγει.
Η Ευρωπαία εισαγγελέας κάνει καλά τη δουλειά της.
Όπως κάνει καλά τη δουλειά της και η ελληνική κυβέρνηση που προσπαθεί να αποφύγει τον έλεγχο και τις κατηγορίες για κακοδιαχείριση των κονδυλίων της ευρωπαϊκής ένωσης, χωρίς όμως να το κάνει αυτό με εμφανή τρόπο για ευνόητους λόγους. Χρησιμοποιώντας τα όπλα που της δίνει το σύνταγμα και οι νόμοι (που μπορούν κάλλιστα να αλλάξουν ή να τροποποιηθούν δια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει) η κυβέρνηση φοβούμενη την πολιτική ευθύνη, επιχειρεί να αποφύγει την απόδοση ευθυνών σε μέλη της και να περιοριστούν αυτές σε υπηρεσιακούς, σε επιτήδειους και σε χρόνιες παθογένειες της χώρας. Έτσι η κυβέρνηση, χωρίς να αμφισβητεί ευθέως την δουλειά της ευρωπαίας εισαγγελέως, προσπαθεί με κάθε τρόπο και όσο αυτό είναι δυνατόν, να βγει η ίδια από το κάδρο.
Κάνει καλά την δουλειά της, προσπαθώντας να προστατέψει τον εαυτό της και τα μέλη της.
Εκείνη που δεν κάνει καλά τη δουλειά της, είναι η αντιπολίτευση που δείχνει να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου- του ανίκανου τεμπέλη για να ακριβολογώ- που αν και η δουλειά της είναι να ελέγχει η ίδια την κυβέρνηση και τη σύννομη λειτουργία του κράτους, επικρίνει γενικά και αόριστα- αντί να το κάνει ειδικά και συγκεκριμένα ως οφείλει. Τελικά, περιμένει τα πορίσματα και τα στοιχεία της κ. Κόβεσι για να αρθρώσει τον αντιπολιτευτικό της λόγο.
Όπως και δεν κάνει καλά τη δουλειά της η ελληνική δικαιοσύνη και γενικά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί που ανέλαβαν- υποτίθεται- να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον και να ελέγχουν το αν και κατά πόσον λειτουργούμε ως μια ευνομούμενη πολιτεία με ισονομία και διαφάνεια.
Όλα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την κ. Λάουρα Κόβεσι ισχύουν. Είναι μια δικαστική λειτουργός με θάρρος, μια «καουμπόισσα» της Δικαιοσύνης που δεν διστάζει να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα και να φτάσει σε βάθος τις έρευνές της. Ωστόσο, το γεγονός ότι το 2025 χρειαζόμαστε ακόμα τέτοιες φιγούρες για να αισθανθούμε ότι κάπως προχωράμε απέναντι στη διαφθορά, είναι από μόνο του προβληματικό.
Περάσαμε μνημόνια, κρίσεις, πανδημίες, κοινωνικές αναταράξεις. Κι όμως, στο συλλογικό μας θυμικό συνεχίζουμε να λειτουργούμε λίγο σαν οπαδοί σε γήπεδο: «έμπαινε Κόβεσι». Νιώθουμε ότι μόνο ένας ή μία τίμια και αδέκαστη προσωπικότητα μπορεί να μας σώσει από τα κυκλώματα. Αυτή η ανάγκη για μεσσία-τιμωρό, αντί για ένα σταθερό και αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο, δείχνει πως το πρόβλημα θα ξαναγίνεται και ξαναγίνεται, χωρίς ουσιαστική θεσμική θωράκιση.
Τα μεγάλα σκάνδαλα δεν έχουν σταματήσει· έχουν απλώς αλλάξει μορφή. Με εξαίρεση το τραγικό και συγκλονιστικό ζήτημα των Τεμπών, που υπερβαίνει κάθε άλλη υπόθεση, τα υπόλοιπα σκανδαλώδη φαινόμενα προσαρμόζονται στις νέες εποχές. Εμφανίζονται με μανδύα νομιμότητας, συχνά με το πρόσχημα της «ανάγκης» ή της «πράσινης ανάπτυξης». Δεν μιλάμε για το χοντροκομμένο «φακελάκι» του χθες, αλλά για έργα και συμβάσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων που παρουσιάζονται ως αναπόφευκτες επενδύσεις.
Μία από αυτές τις υποθέσεις είναι και τα περίφημα «σπιτάκια ανακύκλωσης». Ο λόγος που μπήκαν στο στόχαστρο του κλιμακίου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι το σκανδαλωδώς υψηλό κόστος τους – από 300.000 έως 370.000 ευρώ το καθένα – όταν στην αγορά η τιμή τους δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ.
Στις Περιφέρειες Αττικής, Κρήτης και Πελοποννήσου αγοράστηκαν συνολικά 248 «σπιτάκια» με κόστος 84 εκατ. ευρώ, δηλαδή 335.000 ευρώ το καθένα. Μάλιστα, το Υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη ζητήσει την επιστροφή 40 εκατ. ευρώ λόγω υπερκοστολόγησης, ενώ αναμένεται και το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Σκάνδαλο όμως υπάρχει και στη Θεσσαλονίκη: επί θητείας Κωνσταντίνου Ζέρβα αγοράστηκαν 48 τέτοιες κατασκευές με συνολικό κόστος σχεδόν 18 εκατ. ευρώ (370.140 ευρώ το καθένα με ΦΠΑ). Τα χρήματα προήλθαν από δάνειο του δήμου, το οποίο θα αποπληρωθεί από το ελληνικό δημόσιο. Η απόφαση αυτή δικαιολογήθηκε τότε με το επιχείρημα ότι «ο δήμος δεν ζημιώνεται», λες και οι δημότες δεν είναι φορολογούμενοι πολίτες. Το πιο «προβληματικό;»; Το ποσοστό των ανακυκλώσιμων υλικών που συγκεντρώνουν τα «σπιτάκια» δεν ξεπερνά το 3-4%.
Πρόκειται λοιπόν για μια υπόθεση που όχι μόνο δείχνει υπερκοστολογήσεις και φωτογραφικούς διαγωνισμούς, αλλά και μια πολιτική νοοτροπία που θεωρεί δεδομένο ότι το δημόσιο χρήμα είναι «απρόσωπο» και άρα μπορεί να δαπανάται χωρίς λογοδοσία.
Αν απομονώσει κανείς το παράδειγμα αυτό, θα το θεωρήσει ακόμη ένα «ελληνικό σκάνδαλο». Όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι πιο βαθύ: μια παθογένεια που έχει ριζώσει στη λειτουργία του κράτους. Οι προμήθειες γίνονται για να κερδίσουν οι «δικοί μας», τα έργα σχεδιάζονται με προδιαγραφές κομμένες και ραμμένες σε συγκεκριμένους αναδόχους, και η κοινωνία παρακολουθεί απαθής, ελπίζοντας απλώς σε έναν νέο «καουμπόι» που θα καθαρίσει το τοπίο.
Το θέμα με τα σπιτάκια δεν είναι μεμονωμένο. Είναι η απόδειξη ότι τα σκάνδαλα ανακυκλώνονται όπως τα υλικά που υποτίθεται πως αυτά τα έργα θα συνέλεγαν. Και όσο δεν σπάει αυτός ο φαύλος κύκλος, θα χρειαζόμαστε κάθε τόσο μια Κόβεσι να αναλαμβάνει το ρόλο του «τιμωρού». Μόνο που οι κοινωνίες που προοδεύουν δεν ζουν με καουμπόηδες· ζουν με θεσμούς. Κι εκεί είναι η μεγάλη μας αδυναμία.
Και στο τέλος, πάντως, το μόνο που θα θυμάται κάποιος δεν είναι οι συμβάσεις, τα πορίσματα ή οι «φωτογραφικοί» διαγωνισμοί, αλλά το πρόσωπο του αγαπημένου όλων μας Γιάννη Αντετοκούνμπο πάνω στα σπιτάκια...
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 05.10.2025