Υπουργείο Πολιτισμού: 15 πόλεις και νησιά αποκτούν το δικό τους πολιτιστικό masterplan - Γιατί η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε πρόκληση

«Φιλοδοξία μας είναι να γίνει κατανοητό τι συμβαίνει σε κάθε τόπο» εξήγησε ο καθηγητής του ΑΠΘ, Θανάσης Καλογερέσης

- Newsroom

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, 15 πόλεις και νησιά αποκτούν το δικό τους πολιτιστικό masterplan, με στόχο να δοθεί στις τοπικές κοινωνίες ένα επιστημονικό εργαλείο που αναδεικνύει την ταυτότητα κάθε τόπου, ενισχύει την περιφερειακή συνοχή και θέτει τις βάσεις για βιώσιμη πολιτιστική ανάπτυξη και εξωστρέφεια.

Πρόκειται για την Ικαρία, τη Σάμο, τη Χίο, τη Λέσβο, τη Λήμνο, τη Λέρο, την Κω, τη Ρόδο, την Ξάνθη, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη, τη Δράμα, την Καβάλα, το Σουφλί και τη Θεσσαλονίκη. 

Τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκαν τα 15 πολιτιστικά masterplans, που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο υπουργείο Πολιτισμού, καθώς και την πρακτική τους αξία και τους τρόπους αξιοποίησής τους, εξηγεί μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο συντονιστής της επιστημονικής ομάδας, καθηγητής του ΑΠΘ, Θανάσης Καλογερέσης. «Η σύγχρονη βιβλιογραφία για τους μηχανισμούς ανάπτυξης αναδεικνύει τον πολιτισμό και τη δημιουργικότητα ως κεντρικά στοιχεία της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι περιοχές που οργανώνουν και αναπτύσσουν τον πολιτισμό και τη δημιουργικότητά τους τείνουν να είναι πιο αναπτυγμένες, ενώ αντίστροφα, στις πιο αναπτυγμένες περιοχές ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος», σημειώνει ο κ. Καλογερέσης.

«Η Θεσσαλονίκη είναι πολύ διαφορετική περίπτωση από τις άλλες πόλεις»

Όπως διευκρινίζει, τα masterplans δεν είναι επιχειρησιακά προγράμματα με αναλυτικές δράσεις, αλλά στρατηγικά σχέδια με οραματικό χαρακτήρα. Για τον σχεδιασμό τους επιλέχθηκαν περιοχές με σημαντικά πολιτιστικά περιουσιακά στοιχεία που συχνά δεν αξιοποιούνται: η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ προστέθηκε και η Θεσσαλονίκη. «Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε για εμάς μια πρόκληση, καθώς είναι πολύ διαφορετική περίπτωση από τις άλλες πόλεις. Είναι η μόνη πόλη με τόσους πολλούς φορείς πολιτισμού και επαρκείς υποδομές, ενώ τα ζητήματα της μητροπολιτικότητας είναι καθοριστικά για τη διαμόρφωση πολιτικών», εξηγεί.

Η μεθοδολογία της ομάδας ξεκίνησε με την καταγραφή της πολιτιστικής και δημιουργικής οικονομίας, χρησιμοποιώντας στοιχεία από όλες τις διαθέσιμες στατιστικές πηγές, χαρτογράφηση φορέων και υποδομών μέσω διαδικτύου, συνεντεύξεις και μικρά εργαστήρια. Στη συνέχεια, διαμορφώθηκαν προτάσεις που επαληθεύτηκαν με τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. «Φιλοδοξία μας ήταν να ακολουθήσουμε μια τοποκεντρική προσέγγιση, ώστε να γίνει κατανοητό τι συμβαίνει σε κάθε τόπο: ποιοι πόροι υποχρησιμοποιούνται ή περισσεύουν και με ποιον τρόπο μπορούν να αξιοποιηθούν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει από κάποιον εξωτερικό παρατηρητή· πρέπει να συνδιαμορφωθεί από τους ανθρώπους, τους φορείς και τους δρώντες», επισημαίνει.

Επιπλέον, τα έργα πολιτισμού πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τη στρατηγική κάθε περιοχής για να αποφεύγονται συγκρούσεις και επικαλύψεις, καθώς ένα ανεξάρτητο έργο μπορεί να απαιτήσει πόρους που χρειάζονται για άλλες προτεραιότητες, όπως σχολεία ή δημόσιους χώρους.

Σημαντικό στοιχείο των masterplans, όπως υπογραμμίζει, είναι ότι δεν είναι απλώς κείμενα προς παράδοση, αλλά ζωντανές διαδικασίες που απαιτούν συνεχή προγραμματισμό. «Το υπουργείο φιλοδοξεί οι δήμοι και οι περιφέρειες να υιοθετήσουν αυτά τα κείμενα ως δικά τους, αξιοποιώντας τα για τα επόμενα βήματα σχεδιασμού».

Ο ίδιος προσθέτει ότι το έργο απέδειξε πως είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένα σύστημα διαρκούς σχεδιασμού χωρίς μεγάλο κόστος και τονίζει τη σημασία του πολιτισμού και της δημιουργικότητας για την ποιότητα ζωής των κατοίκων και την ελκυστικότητα των περιοχών. «Δήμοι που δεν επενδύουν στον πολιτισμό και τη δημιουργικότητα είναι… φτωχοί όσον αφορά την ποιότητα ζωής των κατοίκων και την ελκυστικότητά τους για επισκέπτες», καταλήγει.

Το έργο υλοποιήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού, δια της Διεύθυνσης Ανάπτυξης Σύγχρονης Δημιουργίας, με μελέτες που εκπονήθηκαν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και το Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου, με πλήρη επιστημονική ελευθερία, και σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. Ο συνολικός προϋπολογισμός του ανήλθε σε 592.031,08 ευρώ, με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Loader