
«Δευτέρα ο Χριστός με τη μαχαίρα, Τρίτη ο Χριστός εκρύφθη, Τετάρτη ο Χριστός εχάθη, Πέμπτη ο Χριστός ευρέθη, Παρασκευή ο Χριστός στη φυλακή, Σάββατο ο Χριστός στον θάνατο, Κυριακή μπουμ από εδώ και μπουμ από εκεί…». Η γιαγιά είχε πάντα τον τρόπο της να σου μαθαίνει αυτά που πίστευε ότι έπρεπε να ξέρεις απαραιτήτως. Η Μεγάλη εβδομάδα ήταν δική της, εννοώ ο αδελφός μου και εγώ περνούσαμε αρκετές ώρες μαζί της ετοιμάζοντας τα νηστίσιμα φαγητά, βάφοντας τα κόκκινα αυγά και φυσικά τη μαγειρίτσα, γιατί το κατσικάκι ήταν δουλειά των ανδρών που από βραδύς προετοίμαζαν τη σούβλα, τα ξημερώματα την έστηναν στην αυλή στον Άγιο Βλάση του Πηλίου και το πρωί, που εμείς ξυπνούσαμε, παίρναμε και τον πρώτο μας μεζέ από την ξεροψημένη πέτσα του…
Όλα ήταν φωτεινά εκείνα τα ξέγνοιαστα χρόνια, θυμάμαι το γάργαρο γέλιο της, τα πειράγματα των γονιών μου, τη θεία Μαίρη να κουβαλά τα ξύλα και το τζάκι να καπνίζει, την Ντόλυ την κατσικούλα μας, που την γλίτωσα στο παρά τσαφ, αφού έπεσα επάνω της και την αγκάλιασα σφιχτά, για να μην μου την πάρουν…
Θυμάμαι τις μυρωδιές από τα χαμομήλια που ασπρίζανε ολόγυρα τον τόπο και τα μπουκέτα από παπαρούνες που στόλιζαν το μαγιάτικο στεφάνι μας. Το ξενύχτι του Σαββάτου που τόσο πολύ χαιρόμασταν εμείς τα παιδιά αλλά και το πρωινό ξύπνημα της Κυριακής «άντε σήκω κορίτσι μου..» με τα καινούρια ρούχα και παπούτσια που όλοι τα κοιτούσαν με θαυμασμό και μου έλεγαν τι ωραία που είναι. Φυσικά η επιμέλεια ήταν made in γιαγιά, που την προηγούμενη εβδομάδα με είχε πάρει από το χέρι και με είχε πάει στα μαγαζιά, για να τα δοκιμάσω και να «διαλέξεις ότι σ’ αρέσει..», «αυτό μ’ αρέσει γιαγιά…» για να μου αγοράσει, τελικά, αυτό που πίστευε εκείνη πως μου πήγαινε καλύτερα. Και δεν θέλω να σας πω, πως τα παπούτσια μου ήταν γεμάτα χρώματα σαν πασχαλινά αυγά και τελικά κι εγώ τα καμάρωνα μέσα από τα επαινετικά λόγια των άλλων…
Όλα αυτά τα σκέφτομαι κάθε που έρχεται το Πάσχα και στις αναμνήσεις προστίθενται λεπτομέρειες, εικόνες που τις φέρνω πιο κοντά, με ένα zoom in του μυαλού που με βοηθά να διακρίνω αυτά που τότε δεν έβλεπα και που σήμερα ξέρω. Εκείνες τις ανεπαίσθητες ρυτίδες, τα ροζιασμένα χέρια, τα ακινητοποιημένα δάχτυλα, ακόμη και τους χτύπους της καρδιάς… Κι εμείς να τρέχουμε ανέμελα, ν’ ανεβοκατεβαίνουμε τα σκαλιά, να τραγουδάμε χαρούμενα, βγάζοντας μικρές τσιρίδες ευτυχίας, γιατί ευτυχώς τα παιδιά δεν σκέφτονται την απώλεια…
Το Πάσχα έχει μέσα του μεγάλο κομμάτι πένθους και πολλές ώρες σιωπής… Δεν είναι που η Μεγάλη Παρασκευή για την ορθόδοξη παράδοση είναι η πιο πένθιμη ημέρα του χρόνου, είναι που από παιδί έχεις βιώσει τις ημέρες αυτές πλάι στους αγαπημένους σου πλημμυρισμένη από αγάπη, συμπόνια, συγχώρεση, κατάνυξη και πίστη. Είναι γιατί μέσα στα μάτια τους διέκρινες τη συμπαράσταση, την αποδοχή, την προτροπή, τη γαλήνη. Είναι γιατί κράτησες το σχήμα τους στα χέρια σου, γιατί τραγούδησες τους ήχους τους, γιατί γέμισες τα πνευμόνια σου από τη μυρωδιά τους. Είναι γιατί ονειρεύτηκες μαζί τους, μοιράστηκες στιγμές, αγωνίες, επιθυμίες. Είναι γιατί είσαι κομμάτι τους κι εκείνοι δικό σου. Και τίποτα δεν το αλλάζει αυτό.
Τη Μεγάλη Παρασκευή μου έλεγε η γιαγιά ο Χριστός δικάστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο και ακολούθησε η μαρτυρική του πορεία προς τον σταυρό, η σταύρωση. Από το πρωί ακούμε την καμπάνα του χωριού που ηχεί πένθιμα. Νταν, νταν, νταν… Ο ήχος που περνά μέσα μου και δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Το μεσημέρι κατεβαίνουμε το καλντερίμι προς την εκκλησιά. Μπαίνουμε μέσα, κρατώντας λουλούδια στα χέρια και τα εναποθέτουμε στον Επιτάφιο. Κοιτώ γύρω μου τις γιαγιάδες και τους παππούδες που στέκουν γυρτοί από τα χρόνια. Το βράδυ όλοι μαζί θα περπατήσουμε πίσω από τον Επιτάφιο και θα γυρίσουμε όλο το χωριό. Στο κερί μου έχω δέσει έναν μεγάλο φιόγκο, για να σταματάει τις σταγόνες του, καθώς λιώνει και να μην μου κάψει τα δάχτυλα.
Από όλες τις ημέρες αυτήν ξεχωρίζω. Να περπατώ πίσω από τον Επιτάφιο με ένα κερί αναμμένο. Να σωπαίνω, ν’ αναπολώ και να ονειρεύομαι μία ανάσταση…
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 19-20.04.2025