Το θέ(α)μα των αγροτικών μπλόκων έχει απασχολήσει το δημόσιο διάλογο δεκαετίες τώρα. Σε αντίθεση με την ουσία του αγροτικού ζητήματος που σπανίως συζητείται και ακόμη σπανιότερα αναζητούνται αποτελεσματικές λύσεις γι' αυτό. Οι αντιμαχόμενες πλευρές, από τη μια οι αγρότες και από την άλλη η εκάστοτε κυβέρνηση, έχουν συνηθίσει σε ένα μοντέλο “διαλόγου” ο οποίος καταλήγει σχεδόν πάντοτε χωρίς νικητές και χωρίς ηττημένους. Η ιστορία είναι γνωστή και επαναλαμβανόμενη.
Οι αγρότες κλείνουν τους δρόμους· η κυβέρνηση τους δίνει ένα περιθώριο μιας, δύο εβδομάδων έως ότου επέλθει η κόπωση, τόσο των αγροτών, όσο και των αγανακτισμένων οδηγών· αρχίζει έτσι να λειτουργεί και η λεγόμενη κοινωνική αυτοματοποίηση με τη μία κοινωνική τάξη να στρέφεται κατά της άλλης· και, κάπου εκεί, δίνεται μια κάποια λύση: η κυβέρνηση δίνει κάτι στους διαμαρτυρόμενους αγρότες προκειμένου να αποσυρθούν από τα μπλόκα με το κεφάλι ψηλά· εκείνοι βάζουν νερό στο κρασί τους και κάπως έτσι επέρχεται προσωρινή λήξη των εχθροπραξιών ως τον επόμενο Γενάρη, Φλεβάρη, όταν είθισται να στήνονται τα αγροτικά μπλόκα. Έτσι όμως το πρόβλημα δεν λύνεται. Απλώς κουκουλώνεται και η λύση του μετατίθεται για το μέλλον. “Γιώρο άστο γι' αργότερα”, όπως έλεγε ένας πρώην πρωθυπουργός όταν τον είχε προειδοποιήσει ο υπουργός του των Οικονομικών ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα, σκληρά δημοσιονομικά μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η χρεοκοπία.
Φέτος οι αγρότες βγήκαν νωρίτερα στους δρόμους· όχι γιατί άλλαξε η δομή του αγροτικού ζητήματος, αλλά επειδή η συγκυρία το επιδείνωσε. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ εξόργισε τους παραγωγούς οι οποίοι βλέπουν κάποιους επιτήδειους, πολλοί από τους οποίους δεν είναι καν αγρότες, να εισπράττουν εκατομμύρια ευρώ και να τα μετατρέπουν σε πολυτελή αυτοκίνητα την ώρα που οι ίδιοι περιμένουν το μάνα εκ Βρυξελλών για να ξεχρεώσουν τις δόσεις τους. Εξαιτίας του σκανδάλου, οι κοινοτικές επιδοτήσεις καταβλήθηκαν καθυστερημένα και στο 70% με την υπόσχεση να πληρωθεί και το υπόλοιπο 30% το προσεχές διάστημα. Και πριν να προλάβουν οι αγρότες να τις εκταμιεύσουν, πρόλαβαν και τις άρμεξαν οι τράπεζες και ο ΕΛΓΑ με αποτέλεσμα να απομείνουν στους λογαριασμούς τους μερικά ψίχουλα.
Τις επόμενες ημέρες, άντε μια, δυο βδομάδες το πολύ, καθώς μετά αρχίζουν και τα Χριστούγεννα, η κυβέρνηση θα βρει τρόπο να βάλει κι άλλα χρήματα στους λογαριασμούς τους, προκειμένου να κάνουν γιορτές και να μπορούν να προετοιμάσουν τα χωράφια τους για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο. Οι αγρότες θα πουν ότι ο αγώνας τους δεν πήγε εντελώς χαμένος και κάπως έτσι θα πέσουν οι τίτλοι τέλους και των φετινών κινητοποιήσεων. Όμως το αγροτικό πρόβλημα θα συνεχίσει να υφίσταται και να αναζητά λύση. Διότι ο χαρακτήρας του προβλήματος είναι δομικός και χρονολογείται από τη δεκαετία του '80 ακόμη απ' όταν βασική πηγή του αγροτικού εισοδήματος έγιναν οι κοινοτικές επιδοτήσεις.
Καμία κυβέρνηση σε αυτά τα σαράντα και πλέον χρόνια, δεν φρόντισε να θεραπεύσει τις σοβαρές παθογένειες του αγροτικού τομέα: Την εξάρτηση από επιδοτήσεις με αποτέλεσμα οι αγρότες θα είναι ευάλωτοι σε κάθε αλλαγή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού που δυσχεραίνει την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και κρατά σε χαμηλά επίπεδα την παραγωγικότητα, τον μικρό και κατακερματισμένος κλήρο που αυξάνει το κόστος παραγωγής, την απουσία υποδομών άρδευσης, την έλλειψη συλλογικών οργανώσεων παραγωγών (συνεταιρισμοί), τη χαμηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων τα οποία διατίθενται χύμα, χωρίς τυποποίηση, το ανεξέλεγκτο κύκλωμα των κάθε λογής μεσαζόντων από το χωράφι έως το ράφι κ.ο.κ.
Κανείς, ούτε οι εκάστοτε κυβερνήσεις, ούτε η πλειονότητα των αγροτών θέλησαν να θέσουν “το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων”. Όλοι μια χαρά βολεύονται με τις επιδοτήσεις. Και δεν είναι οι μόνοι. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, η Ελλάδα είναι μια διαρκώς επιδοτούμενη χώρα.