Πατριωτόμετρο δεν υπάρχει. Συνεπώς, με εξαίρεση εκείνους που αξιώνουν «να πεθάνει η πατρίδα και να ζήσουμε εμείς» και οι οποίοι αποτελούν αρμοδιότητα ειδικών επιστημόνων, όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να δηλώνουν «πατριώτες». Με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι μιλάμε αποκλειστικά για προθέσεις. Γιατί αν μπούμε στη συζήτηση τι σημαίνει πατριωτική στάση ή πατριωτική πολιτική, θα μας ρουφήξει η μαύρη τρύπα της απεραντολογίας.
Με άλλα λόγια, εάν ο Τσίπρας θέλει να βαφτίσει «πατριωτικό» το κόμμα που θα ιδρύσει, με γεια του με χαρά του και καλωσόρισε σε ένα λεξιλόγιο που στον προ rebranding εαυτό του προκαλούσε αλλεργία. Αλλά πριν από τα βαφτίσια, απαραίτητο είναι να εξηγήσει γιατί επιστρέφει στην πολιτική. Ποιο κενό εντόπισε και αποφάσισε να ανακαλέσει τον εαυτό του από την εφεδρεία. Πολύ δε περισσότερο, εάν το κενό σκοπεύει να καλύψει με τον παλιό Τσίπρα ή με κάποια νεότερη εκδοχή του. Μέχρι στιγμής, πάντως, ψίθυρο αυτοκριτικής δεν έχει αρθρώσει. Οπότε, πληροί και το τελευταίο κριτήριο για να καταταγεί στην «κατηγορία Κώστα Καραμανλή». Έγινε πρωθυπουργός ασκώντας τοξική αντιπολίτευση, κυβέρνησε καταστροφικά, αποδοκιμάσθηκε, δεν μίλησε ποτέ για τα λάθη του, αποσύρθηκε χωρίς να αποσυρθεί και προσπάθησε να χειραγωγήσει το κόμμα του από τα παρασκήνια.
Σε τι μπορεί να προσδοκά ο Τσίπρας επιστρέφοντας στην ενεργό πολιτική; Στα πάντα! Ακόμα και να ξαναγίνει πρωθυπουργός και μη βιαστείτε να πείτε ότι αυτά μία φορά γίνονται. Μιλάμε για την χώρα όπου δύο στους τρεις ψηφοφόρους βρήκαν ωραία την ιδέα να τρέχουμε για δανεικά στους Χομεινίδες και να μας τυπώνει δραχμές ο Πούτιν, ψήφισαν να φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να κάνουμε συναλλαγές σε μαρούλια και χόρευαν καλαματιανό στο Σύνταγμα. Ένας κόσμος γραφικών, περιθωριακών, εχθρών της ανοικτής κοινωνίας και σπανίως θιασωτών της εργατικότητας τους οποίους αντιμετωπίζαμε με συγκατάβαση στον επαγγελματικό και κοινωνικό μας κύκλο, ανέλαβε με την λαϊκή ψήφο να χειριστεί τις τύχες της χώρας. Και μπορεί οι ΑΝΕΛ να διαλύθηκαν και ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν να διαλύθηκε αλλά ουσιαστικά τίποτε δεν έχει αλλάξει. Ο Βελόπουλος και η Κωνσταντοπούλου σκίζουν στις δημοσκοπήσεις, ο Νατσιός και οι Σπαρτιάτες μπήκαν στη Βουλή, μία, δύο, δέκα δημοσκοπήσεις λένε ότι πλειοψηφικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία αποτελούν εκείνοι που αποστρέφονται τη Δημοκρατία, εχθρεύονται το Ισραήλ και δεν βρίσκουν άσχημη την ιδέα να αποκτήσει πυρηνικά το Ιράν. Το γεγονός ότι αυτός ο κόσμος μισεί τη Δύση ενώ απολαμβάνει το οικονομικό και πολιτικό κεκτημένο της αποτελεί τη γραφικότητα μέσα στη γραφικότητα. Η χώρα διαθέτει άφθονα κοιτάσματα ανορθολογισμού, αποτελεί παράδεισο για τους Τσίπρες. Με μόνη διαφορά ότι το 2011 ο Τσίπρας είχε την σχεδόν αποκλειστική εκμετάλλευση του κοιτάσματος ενώ σήμερα υπάρχει ανταγωνισμός.
Ο Τσίπρας, λοιπόν, μπορεί μία χαρά να επιστρέψει στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Εκείνοι που φρίττουν με τον πολιτικό αμοραλισμό του, με ό,τι επιχειρήθηκε με την σκευωρία της Νοβάρτις, με τον «έλεγχο των αρμών της εξουσίας», με τη διέγερση των πιο ταπεινών ενστίκτων της κακομαθημένης κοινωνίας έτσι κι αλλιώς δεν τον ψηφίζουν. Η υγειονομική ζώνη που κάποτε διαμορφώθηκε γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, διατηρείται παρά τις παλινδρομήσεις του ΠΑΣΟΚ. Αλλά εκείνοι που μπορεί να τον ψηφίσουν είναι περισσότεροι και δεν δίνουν δεκάρα για τέτοιες λεπτομέρειες. Μόνο που η απειλή δεν είναι πλέον ο Τσίπρας αυτοπροσώπως. Είναι η σχολή που ίδρυσε ο Τσίπρας και ήδη έχει βγάλει φιλόδοξους αποφοίτους. Εδώ που φτάσαμε, το τελευταίο που έχει σημασία είναι εάν το σπίρτο για την επόμενη φωτιά θα το πετάξει ο δάσκαλος ή οι μαθητές. Καύσιμη ύλη υπάρχει.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 22.06.2025